Μπορούν οι ψηλές τιμές ενέργειας να επηρεάσουν τις θέσεις εργασίας; Αυτό είναι το ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει η ΕΚΤ, με ανάλυση που δημοσιεύεται στο ιστολόγιό της και το οποίο εξετάζει τις επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων όταν πληρώνουν ακριβό ηλεκτρισμό.
Με βάση τα δεδομένα επιχειρήσεων που εξετάστηκαν, οι τρεις συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν ότι μια μόνιμη αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10% θα μπορούσε να μειώσει την απασχόληση σε ενεργοβόρους τομείς (τσιμέντο, χημικά, κ.α.) έως και 2%.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι εκτός από τις εκτιμώμενες άμεσες επιπτώσεις, πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τις θέσεις εργασίας που χάνονται σε τομείς που επηρεάζονται έμμεσα, όπως οι τοπικές υπηρεσίες. «Για παράδειγμα, η απώλεια μίας θέσης σε εταιρεία υψηλής τεχνολογίας και ενέργειας μπορεί να προκαλέσει την απώλεια έως και πέντε επιπλέον θέσεων εργασίας αλλού», τονίζεται.
Αναφέρεται ακόμα ότι οι επιπτώσεις της ακριβής ηλεκτρικής ενέργειας είναι ακόμη πιο σημαντικές σε περιοχές με ομάδες ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως η νότια Γερμανία, η βόρεια Ιταλία και, αν και σε μικρότερο βαθμό, το βόρειο Βέλγιο.
Υποδεικνύουν σε άλλο σημείο ότι η φθηνότερη και καθαρότερη ενέργεια, οι πολιτικές για την επανεκπαίδευση των εργαζομένων και η ευελιξία της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων.
Παρά την πτώση από τα υψηλά επίπεδα του 2022, οι αναλυτές της ΕΚΤ σημειώνουν ότι «οι τιμές ενέργειας στην Ευρωζώνη εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερες από τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους και ενδέχεται να παραμείνουν υψηλές στο άμεσο μέλλον.
Οι υψηλές τιμές αποτελούν οικονομική επιβάρυνση τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις εταιρείες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ηλεκτρική ενέργεια, η οποία αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό και αυξανόμενο μερίδιο της κατανάλωσης ενέργειας στη ζώνη του ευρώ.
Ενώ οι τιμές για τα νοικοκυριά καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα τέλη διανομής, τους φόρους και τους κανονισμούς, οι μεγάλοι βιομηχανικοί χρήστες είναι άμεσα εκτεθειμένοι στις τάσεις της χονδρικής αγοράς».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, «οι τιμές – οι οποίες κάποτε ήταν περίπου 75 ευρώ τη μεγαβατώρα (MWh) – πλέον υπερβαίνουν τα 100 ευρώ/MWh (10 σεντ την κιλοβατώρα, χονδρική τιμή, με αυτήν στην Κύπρο να ξεπερνά κατά κανόνα τα 20 σεντ την κιλοβατώρα) και έχουν μάλιστα ξεπεράσει τα 190 ευρώ/MWh σε ορισμένες χώρες, διπλάσια από τα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση.
Αυτές οι αυξήσεις μπορούν να αποδοθούν σε γεωπολιτικές εντάσεις, αυξανόμενες τιμές για δικαιώματα εκπομπής αερίων και ανεπαρκείς επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την αντιστάθμιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων».
Οι εταιρείες επισημαίνουν ότι «ενδέχεται να μην είναι σε θέση να μετακυλήσουν αυτές τις αυξήσεις στους πελάτες χωρίς να χάσουν πωλήσεις. Με την πάροδο του χρόνου, εάν το υψηλότερο κόστος ενέργειας επιμείνει, η μείωση των πωλήσεων μπορεί τελικά να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας. Η αποτύπωση του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος σε αριθμούς καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ είναι επί του παρόντος 2,5 φορές υψηλότερες από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι τιμές φυσικού αερίου σχεδόν πέντε φορές υψηλότερες».
Πώς μπορούμε να μετριάσουμε αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση;
«Η ιδανική λύση θα ήταν να έχουμε φθηνότερη και καθαρότερη ενέργεια, διαθέσιμη το συντομότερο δυνατό. Αυτό θα στήριζε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής μεταποίησης και θα διατηρούσε τις θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η μετάβαση θα χρειαστεί χρόνο και η αγορά εργασίας θα επηρεαστεί», εξηγούν οι αναλυτές.
Διευκρινίζουν, δε, ότι η ικανότητα των εργαζομένων να μετακινούνται μεταξύ κλάδων και περιοχών και να προσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις δεξιοτήτων, μετριάζει τη διαταραχή στην αγορά εργασίας. «
Νέες θέσεις εργασίας μπορεί να προκύψουν σε διαφορετικές τοποθεσίες και να απαιτούν διαφορετικά σύνολα δεξιοτήτων, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ύπαρξη ισχυρών συστημάτων επανεκπαίδευσης και υποστήριξης της κινητικότητας».