Η συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Επιτροπή Κανονισμών της Βουλής για αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου του Σώματος είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα θετικό και απαραίτητο βήμα. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που αγγίζει ένα καυτό ζήτημα, αλλά έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση – όπως συμβαίνει συχνά με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας.
Η διαδικασία που ισχύει σήμερα θεσπίστηκε το 1985, σε μια περίοδο που το πολιτικό σύστημα αναζητούσε λύση σε ένα θεσμικό αδιέξοδο. Ήταν η πρώτη φορά που είχαν προκύψει τέσσερις υποψήφιοι, οι περισσότεροι από ποτέ και άρα εγείρετο ζήτημα για την διαδικασία. Υποψήφιοι ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης εκ μέρους του ΔΗΣΥ, ο Γεώργιος Λαδάς εκ μέρους του ΔΗΚΟ, ο Εζεκίας Παπαϊωάννου εκ μέρους του ΑΚΕΛ και ο Βάσος Λυσσαρίδης εκ μέρους της ΕΔΕΚ. Τότε, οι τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες θεωρήθηκαν ως ένας τρόπος να εξασφαλιστεί ευρύτερη συναίνεση και να αποφευχθεί το μπλοκάρισμα της Βουλής. Όμως, στην πορεία των ετών, αποδείχθηκε ότι η διαδικασία αυτή έχει σημαντικές αδυναμίες.
Οι πολλοί γύροι ψηφοφορίας, οι διαβουλεύσεις παρασκηνίου και οι συμβιβασμοί της τελευταίας στιγμής έχουν μετατρέψει μια θεσμική πράξη σε πολιτική άσκηση τακτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετές περιπτώσεις, όπως το 2016, χρειάστηκε τρίτος γύρος για να εκλεγεί Πρόεδρος. Το αποτέλεσμα ήταν συχνά να δίνεται η εικόνα μιας Βουλής που περισσότερο διαπραγματεύεται παρά αποφασίζει. Η εκλογή του 2016, όπως και του 2021 ήταν χαρακτηριστικές. Στην πρώτη περίπτωση, με την εκλογή Συλλούρη, οι βουλευτές του ΔΗΣΥ στον τρίτο γύρο, ψήφισαν και τον Αβέρωφ Νεοφύτου, ψήφισαν και τον Δημήτρη Συλλούρη για να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Στη δεύτερη, είχαμε την κίνηση ματ από το ΕΛΑΜ.
Η πρόταση που συζητείται σήμερα προβλέπει δύο γύρους: στον πρώτο απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία (29 ψήφοι), ενώ στον δεύτερο εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απλή πλειοψηφία μεταξύ των δύο πρώτων. Το σχήμα αυτό είναι πιο απλό, πιο λειτουργικό και μειώνει τα περιθώρια αδιεξόδων.
Επιπλέον, η φανερή ονομαστική ψηφοφορία, με δυνατότητα ηλεκτρονικής συμμετοχής, συνιστά ένα βήμα εκσυγχρονισμού. Η σημαντική αλλαγή όμως αφορά το γεγονός ότι ο κάθε βουλευτής θα μπορεί να ψηφίζει μόνο ένα υποψήφιο κάθε φορά.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό ή διαδικαστικό. Είναι βαθύτερο και αφορά τη θεσμική μας νοοτροπία. Η Βουλή δεν μπορεί να θυμάται την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις λίγο πριν από τις εκλογές ή στο τέλος κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου. Οι αλλαγές αυτές θα έπρεπε να γίνονται προγραμματισμένα, με μελέτη και συναίνεση, όχι υπό την πίεση του πολιτικού χρόνου.
Η εικόνα ενός Κοινοβουλίου που μεταρρυθμίζει τον εαυτό του μόνο όταν πλησιάζει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν ενισχύει την αξιοπιστία του.
Η όποια μεταρρύθμιση πρέπει να συνοδευτεί και από σαφείς ρυθμίσεις για ειδικές περιπτώσεις: τι γίνεται σε περίπτωση ισοψηφίας, ποιος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει, ποια είναι η διαδικασία σε περίπτωση παραίτησης. Υπάρχουν εισηγήσεις ώστε ο μη εκλεγείς του δεύτερου γύρου να αναλαμβάνει καθήκοντα αναπληρωτή, πρόταση που θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά ώστε να αποφευχθούν συγκρούσεις ρόλων ή ζητήματα νομιμότητας.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο καθρέφτης της Δημοκρατίας μας. Η αλλαγή στον τρόπο εκλογής του Προέδρου είναι σίγουρα αναγκαία. Όμως, η αξία της θα είναι πραγματικά ουσιαστική μόνο αν αποτελέσει την αρχή μιας συνολικότερης προσπάθειας για θεσμικό εκσυγχρονισμό — μιας Βουλής που δεν θα αντιδρά εκ των υστέρων, αλλά θα προνοεί, θα σχεδιάζει και θα εμπνέει εμπιστοσύνη. Και το κυριότερο είναι, ενόψει και των προκλήσεων της σύνθεσης που θα προκύψει μετά τις βουλευτικές εκλογές, από ένα πολιτικό σκηνικό απόλυτης ρευστότητας, να είναι μια Βουλή που να μπορεί να στήνει γέφυρες συνεργασίας για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.










