Η κυπριακή συμμετοχή στη φετινή μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας έντονης διαμάχης.
Ως θέση αρχής, διαφωνώ με οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας και ελέγχου της έκφρασης ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ασχέτως αν συμφωνώ ή διαφωνώ με το περιεχόμενο, την ποιότητα ή την καλλιτεχνική αξία. Οι κυβερνήσεις, αντιθέτως, όσο κι αν δεν το ομολογούν, έχουν ως θέση «αρχής» τους τον έλεγχο και την επιβολή. Όταν ανακάλυψαν εκ των υστέρων ότι το βιβλιαράκι της επιμελητικής ομάδας «στες πέτρες», που συμπληρώνει την έκθεση, περιέχει θέσεις που ξεσήκωσαν μια μερίδα του κοινού (ιδίως της Βουλής), η υφυπουργός Πολιτισμού έσπευσε να υπερθεματίσει και να ζητήσει την απόσυρσή του.
Οι δικαιολογίες είναι αφενός το γνωστό «με τον παρά μου…» και αφετέρου η επίκληση «εθνικών λόγων», συγκεκριμένα ο ισχυρισμός ότι κάποιες αναφορές και ιστορικές ανακρίβειες υπονομεύουν τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού τροφοδοτώντας την τουρκική προπαγάνδα.
Καταρχήν, όσο ανιστόρητες κι αν είναι ορισμένες αναφορές, π.χ. στην εισβολή, (μόνο ο σχολιασμός και η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων συνιστούν άποψη, τα ίδια τα γεγονότα όχι) και στο καθεστώς των κατεχομένων, θεωρώ υπερβολικό το ότι όσα γράφει μια ομάδα αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών, τα οποία θα διαβάσουν μια δράκα άνθρωποι και ακόμα λιγότεροι θα τους δώσουν σημασία (εξαιρούνται οι εθνικά ευαίσθητοι βουλευτές μας) έχουν τη δυναμική να επηρεάσουν επιζήμια τις εξελίξεις στο Κυπριακό – τι να πούμε τότε για την προβληματική πολιτική διαχείρισή του επί 50 και βάλε χρόνια μετά την εισβολή; Όμως το μείζον ζήτημα που προκαλεί συχνά αντιπαραθέσεις δεν είναι άλλο από την έννοια της κρατικής εκπροσώπησης – στην μπιενάλε, στη Γιουροβίζιον, σε διεθνείς αθλητικές συναντήσεις κ.ά.
Ποιον εκπροσωπούν, λοιπόν, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές; Απάντηση: Τον εαυτό τους και την επιτροπή που τους επέλεξε, όχι το κράτος – ας ανεμίζουν όσο θέλουν τη σημαία του. Ούτε εγώ ή εσείς, κανείς μας δεν ερωτάται –ούτε χρειάζονται την έγκρισή μας– άρα κανείς δεν δικαιούται να μας εκπροσωπεί («αντιπροσωπεύκει» γράφουν στο βιβλιαράκι τους), αδιάφορο αν συμφωνούμε μαζί του ή όχι. Αν λοιπόν ο φορέας που τους επιλέγει κατά περίπτωση απαιτεί να ταυτίζεται ή να ταυτίζονται μαζί του, είναι πρόβλημα του φορέα και αυτών που πρόκειται να τον εκπροσωπήσουν.
Επομένως, όταν η κ. Κασσιανίδου λέει ότι δεν υπήρξε ρητή έγκριση από το υφυπουργείο της για την έκδοση, στην οποία ως εκ τούτου κακώς αναφέρεται ως συνεκδότης, το μόνο που έχω να πω είναι… ας πρόσεχε! Επίσης, το γεγονός ότι μια κρατική υπηρεσία, υπουργείο κ.ά. επιχορηγεί μια εκδήλωση, μια έκθεση, μια έκδοση, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δικαιούται τον έλεγχό της. Μπορεί μόνο να την κρίνει, όπως όλοι.
Αυτό το τελευταίο –ο έλεγχος– ήταν ανέκαθεν σημείο τριβής και διαφωνιών. Το πόσο κόστισε ή αν είχαν διαβάσει τα κείμενα είναι άσχετα. Οι καλλιτέχνες δεν έχουν συνήθως τους πόρους για να συμμετέχουν αυτόνομα σε μεγάλες διοργανώσεις, γι’ αυτό η στήριξή τους είναι υποχρέωση του κράτους – δεν οφείλουν όμως να ζητούν έγκριση για το περιεχόμενο της δημιουργίας τους.
Παρεμπιπτόντως, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το θέμα της ομάδας για τις παραδοσιακές μεθόδους δόμησης με πέτρα, από τις ξερολιθιές-αναβαθμίδες και τους ντόπιους τεχνίτες της Σαλαμιού ώς την Παλαιστίνη και όπου αλλού χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές. Βρίσκω ωστόσο ότι αδικούν και ευτελίζουν τη δουλειά τους «μεταφράζοντας» τα κείμενά τους «σε θκυο γλώσσες που εν εντελώς παραγνωρισμένες […] στα Ελληνοκυπριακά τζαι στα Τουρκοκυπριακά».
Αυτό όμως δεν είναι παρά η προσωπική μου άποψη – εκτός από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για γλώσσες:Τα κυπριακά είναι ελληνική διάλεκτος και, όπως μου επιβεβαιώνουν Τουρκοκύπριοι φίλοι μου, δεν υπάρχουν τουρκοκυπριακά αλλά τουρκικά με λίγες τοπικές εκφράσεις. Κατανοώ ότι όλο αυτό συνιστά μια πολιτική δήλωση διαφοροποίησης, δηλαδή το τι θέλουν να είναι (ή να μην είναι) οι συντάκτες. Πάντως, αν και δεν μου πέφτει λόγος, δεν έχω δει αλλού επιστημονικά κείμενα σε διάλεκτο, μόνο λογοτεχνικά.
MINORITY REPORT, 15.06.2025