Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιον Δευτερογιούνη, ο ήλιος βάλθηκε να κάψει και να αποστραγγίσει κάθε ικμάδα ζωής στο όμορφο νησί της Αφροδίτης.
Εκείνον τον Δευτερογιούνη σαλέψανε τα μυαλά των ανθρώπων από τα όσα συνέβαιναν γύρω τους. Ο Πενταδάχτυλος κουνιόταν, χορεύοντας έναν πολεμικό χορό, λες και στα σπλάχνα του βρυχιόταν η λάβα, που ζητούσε έξοδο διαφυγής.
Σε μια από τις ψηλότερες κορφές του Πενταδάχτυλου, στον Έλυμπο, είχε κάποτε τον θρόνο του ο Δίας, που παρέμενε αδειανός για δυο χιλιάδες χρόνια. Η Κλωθώ, μια από τις τρεις Μοίρες, έκλεψε τον θρόνο του. Πήρε τ΄αδράχτι της κι άρχισε να κλώθει τη μοίρα της Κύπρου.
Έστρεψε το βλέμμα προς τον Βορρά. Η θάλασσα ήταν άγρια και θύμιζε τη Χάραφτη (Χάρυβδι) του Τρικώμου.
Κοίταξε προς τον Νότο. Όλα ήταν μια κόλαση. Ο πόλεμος που ακολούθησε την τούρκικη εισβολή είχε ήδη αρχίσει και τα τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδιζαν παντού.
Ανίκανη να διορθώσει ή να αλλάξει οτιδήποτε, έμεινε καθισμένη στον θρόνο και παρακολουθούσε τα θλιβερά γεγονότα. Ξαφνικά θυμήθηκε: Στο τύλιγμα του νήματος στο αδράχτι της τη βοήθησαν και αυτοί που τώρα υπέφεραν. Ο καθένας με τον τρόπο του κι ας έπρεπε να ήξεραν τι σήμαινε. Προσδιόριζαν οι ίδιοι το μέλλον τους. Αυτή η σκέψη λιγόστεψε κάπως τις ενοχές της.
Πέρασε ο Δευτερογιούνης και ήρθε ο Αύγουστος ακόμα πιο φοβερός. Τα χαρούπια στα δέντρα μαύρισαν. Ήταν έτοιμα για το μάζεμά τους. Μα οι αφεντάδες τους, αντί για βέργες για τη συγκομιδή των χαρουπιών, πήραν τα όπλα κι έτρεξαν στον Πόλεμο. Είχε ήδη αρχίσει η δεύτερη φάση της τούρκικης εισβολής.
Λίγο πιο κάτω από τον Έλυμπο, κατά τον Νότο, σε κάποια πλευρά του Πενταδάχτυλου, βρισκόταν ένα μικρό χωριουδάκι, οι Μάνδρες. Τριακόσιες πενήντα ψυχές όλοι κι όλοι.
Στ’ ανατολικά του χωριού ήταν ένα τεράστιο κι αιωνόβιο κυπαρίσσι, ο Τεπάρισσος. Έγερνε προς το διπλανό ξωκλήσι του μοναστηριού της Παναγίας του Τοχνιού σαν να ‘θελε να το προστατεύσει.
Ξαφνικά η Κλωθώ είδε να ξεπροβάλλει από ένα ψηλό παραθυράκι του ξωκλησιού η μορφή της Θλιμμένης Παναγιάς. Το φωτεινό της πρόσωπο την τύφλωσε κι έπεσε στον διπλανό γκρεμό και χάθηκε για πάντα.
Πολλές φορές είχε προειδοποιήσει η Παναγία όλους τους Κύπριους ότι οδηγούν την πατρίδα τους προς την καταστροφή.
Μα ποιος ν’ ακούσει τα λόγια αυτά και ποιος να νιώσει τα τσιμπήματα από τις μέλισσες του Ονήσιλου;
Από τη ράχη του βουνού, που ήταν πάνω από το μοναστήρι, άρχισαν να κατηφορίζουν αίγες.
- Ρε Γιαννή, εκουράσαν μας σήμερα οι ευλοημένες.
- Εν αλήθκεια, θκειε Φοίβο, όμως νομίζω ότι εφάαν καλά.
Ήταν οι δυο βοσκοί, ο Γιάννης με τον θείο του τον Φοίβο, που οδηγούσαν το κοπάδι πίσω στη μάντρα.
Στο χωριό η ζωή συνεχιζόταν παρόλες τις έγνοιες του πολέμου. Ο Σωτήρης, ένας 28χρονος νέος, έφερε κι αυτός τα ζώα στη μάντρα τους.
Λίγο πιο κάτω ανηφόριζε προς το χωριό ο αγροφύλακας του χωριού, ο Πασχάλης. Είχε τελειώσει την πρωινή του περιπολία κι επέστρεφε στο σπίτι για να ξεκουραστεί.
Ένα λαντρόβερ, ερχόμενο από τα βουνά της Καντάρας, σταμάτησε στην πλατεία του χωριού. Απ’ αυτό κατέβηκε ο Κοκής του Ττόουλου που εργαζόταν σε κάποιο λατομείο. Είχε όμως την έγνοια της οικογένειάς του και επέστρεψε για να δει τι γίνεται.
Η μάνητα του πολέμου βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Τα κακά μαντάτα διαδίδονταν γρήγορα. Όλοι έτρεχαν να σωθούν.
Υπήρχαν όμως κι αυτοί που δεν μπόρεσαν να φύγουν. Ανάμεσά τους ήταν κι αρκετοί κάτοικοι των Μανδρών. Δεν πήραν είδηση ότι η αμυντική γραμμή είχε σπάσει και τα Τούρκικα στρατεύματα προχωρούσαν ακάθεκτα. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν εγκλωβισμένοι στο έλεος των Τούρκων.
Οι Τούρκοι, για να τους ελέγχουν καλύτερα, τους μετέφεραν στη Γύψου σ’ ένα πρόχειρο στρατόπεδο. Οι εγκλωβισμένοι έστρεφαν τα μάτια στον Βορρά, εκεί που ήταν το χωριό τους. Ο Υψαρόβουνος όμως τους εμπόδιζε τη θέα. Ήταν ένα κομμάτι από τον Πενταδάχτυλο που είχε από αιώνες αποκοπεί από την οροσειρά κι εγκαταστάθηκε μεταξύ των Μανδρών και της Γύψου.
Ξημέρωνε η πρώτη του Σεπτέμβρη του 1974. Ήταν η παραμονή της γιορτής του Άη Μάμα, του Πολιούχου Αγίου των Μανδρών. Το μυαλό όμως των Μανδριτών είχε άλλες σκέψεις, άλλες ανησυχίες.
Στο παραμύθι τούτο ο Καλός δεν ήρθε να τιμωρήσει τον Κακό γιατί, όπως είπε, η Κύπρος ήταν πολύ μακριά.
Στη Γύψου τα βάσανα των εγκλωβισμένων συνεχίζονταν. Ένα λεωφορείο σταμάτησε έξω από το στρατόπεδο. Ο υπεύθυνος Τούρκος αξιωματικός διάταξε τους άνδρες από 15 έως εξήντα χρονών να επιβιβαστούν στο λεωφορείο.
Το λεωφορείο έβαλε μπρος. Στο μέσο περίπου της διαδρομής σταμάτησε στην πλατεία του τουρκοκυπριακού χωριού Τζιάος. Ένας πάνοπλος Τούρκος στρατιώτης έβγαλε από τη τσέπη του μια πρόχειρη και τσαλακωμένη κόλλα και είπε: «Όσοι ακούσουν τ’ όνομά τους να κατεβούν από το λεωφορείο.» Ξεδίπλωσε το χαρτί κι άρχισε να διαβάζει:
Φοίβος Καραγιάννης
Γιάννης Καραγιάννης
Σωτήρης Χατζηπαναγής
Πασχάλης Μοσφίλης
Γεώργιος Χριστοδούλου (Κοκής του Ττόουλου)
Εδώ το «παραμύθι» τελειώνει. Δεν θα πούμε όμως «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», γιατί ούτε αυτοί ζήσανε καλά ούτε κι εμείς καλύτερα.
Δυστυχώς, με το τέλος του πολέμου δεν επέστρεψαν όλοι οι κρατούμενοι στους δικούς τους. Δηλώθηκαν ως εξαφανισθέντες ή «αγνοούμενοι».
Το νεφέλωμα του παραμυθιού διαλύθηκε και πρόβαλε η πραγματικότητα σε όλο της το μέγεθος. Σκοτωμένοι, εκτοπισμένοι, χήρες και ορφανά, εγκλωβισμένοι και αγνοούμενοι συνέθεταν το σκηνικό της κατάστασης που επικρατούσε. Το παραμύθι έγινε Ιστορία.
Μαζί με τους άλλους συγγενείς των αγνοουμένων περίμεναν καρτερικά και οι Μανδρίτες να γυρίσουν κι οι δικοί τους αγνοούμενοι, οι πέντε που χάθηκαν στο Τζιάος.
Με τη μέθοδο DNA βρέθηκαν τα οστά τους ύστερα από χρόνια και τάφηκαν στις ελεύθερες περιοχές.
Εκτός από τη δολοφονία των πέντε στο Τζιάος, οι Μάνδρες είχαν ακόμη δυο απώλειες. Πρόκειται για τον έφεδρο αξιωματικό Γιαννάκη Ανδρέα Μαύρου που σκοτώθηκε σε κάποια μάχη και αγνοείτο για αρκετό καιρό. Τα οστά του βρέθηκαν και τάφηκαν στις ελεύθερες περιοχές.
Εξακολουθεί να αγνοείται ο Ιωάννης Μιχάλη Κουτσόφτας που υπηρετούσε στο Πεδινό Πυροβολικό Τρικώμου και χάθηκε ύστερα από ενέδρα που έστησαν οι Τούρκοι στο Τάγμα του.
Αιωνία η μνήμη όλων…
*Ο Κύπρος Κυπριανού μαζί με την αείμνηστη σύζυγό του Ελένη υπήρξαν οι τελευταίοι ελληνοκύπριοι δάσκαλοι στις Μάνδρες Αμμοχώστου.