Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), στο Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου συμμετέχει η Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ), έκδωσε τον περασμένο Μάρτιο το policy brief με τίτλο Towards organisations as learning workplaces: moving beyond certified, institutionalised continuing vocational education and training. Η έκδοση φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της διά βίου επαγγελματικής εκπαίδευσης (CVET) στον χώρο εργασίας.
Μέσα από τη συνεχή εξέλιξη και διάδοση των ψηφιακών εργαλείων και της αυτορρυθμιζόμενης μάθησης, οι χώροι εργασίας μετατρέπονται σταδιακά σε κέντρα εκπαίδευσης, δημιουργώντας νέες τάσεις στη δια βίου μάθηση. Όχι όμως χωρίς προκλήσεις. Κατά μέσο όρο, μόνο 42,4% των Ευρωπαίων εργαζομένων συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης που χρηματοδοτούνται από τις επιχειρήσεις, ενώ το ποσό είναι ακόμη χαμηλότερο στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ).
Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει το δικό του σύστημα παροχής τυπικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, όμως η κατάρτιση δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Το brief παρουσιάζει τρεις περιπτώσεις μελέτης (case studies) – στη Φινλανδία, Ισπανία και Ιρλανδία. Στη Φινλανδία υιοθετείται μια πιο προοδευτική προσέγγιση, όπου ο χώρος εργασίας βρίσκεται στο επίκεντρο της μάθησης και η εκπαίδευση ενσωματώνεται σε αυτόν, ενώ στην Ισπανία και Ιρλανδία η ανάπτυξη δεξιοτήτων προσεγγίζεται ως τυπική εκπαίδευση και η κατάρτιση παρέχεται, κατά κύριο λόγο, εκτός εργασίας μέσα από δομημένες παρεμβάσεις.
Ο Φινλανδικός Σύνδεσμος Τεχνολογικών Βιομηχανιών (Technology Industries of Finland – TIF) ανέπτυξε μια στρατηγική που ενσωματώνει τη μάθηση στις καθημερινές εργασιακές διαδικασίες. Οι εργαζόμενοι συμμετέχουν σε καινοτόμα έργα και πρωτοβουλίες, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις επωφελούνται από δίκτυα συνεργασίας. Η περιβαλλοντική και ψηφιακή μετάβαση αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές προκλήσεις, οι οποίες ενσωματώνονται σε ένα ολιστικό όραμα βιομηχανικού μετασχηματισμού, του οποίου ηγείται ο ιδιωτικός τομέας και η βιομηχανία, και ο οποίος στοχεύει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την καινοτομία.
Η Ισπανία εφαρμόζει μια διμερή προσέγγιση, σε κλαδικό επίπεδο, με την εμπλοκή εργοδοτών και εργαζομένων. Το Ίδρυμα Εργασίας Κατασκευαστικού Κλάδου (Fundación Laboral de la Construcción – FLC), στο οποίο εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν ίση εκπροσώπηση, παρέχει τυπική εκπαίδευση μέσω ενός δικτύου 54 κέντρων κατάρτισης σε όλη τη χώρα, εστιάζοντας στη σύνδεση των αναγκών των επιχειρήσεων με τις ανάγκες των εργαζομένων.
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η διά βίου εκπαίδευση βασίζεται κατά κύριο λόγο σε δημόσιους φορείς και εστιάζεται στις πράσινες δεξιότητες, την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων. Η εκπαίδευση παρέχεται μέσω εξειδικευμένων κέντρων και ευέλικτων μεθόδων διδασκαλίας.
Κάθε στρατηγική έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Το πιο παραδοσιακό μοντέλο τυπικής διά βίου μάθησης (όπου η εκπαίδευση παρέχεται εκτός της επιχείρησης) που ακολουθούν η Ισπανία και η Ιρλανδία διασφαλίζει την ποιότητα κατά πιο τυποποιημένο τρόπο, όμως είναι λιγότερο ευέλικτο και δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που παρέχει η πρακτική κατάρτιση στον χώρο εργασίας. Η φινλαδική προσέγγιση είναι πιο ευέλικτη και στοχευμένη, προσαρμόζεται καλύτερα και πιο άμεσα στις ανάγκες των επιχειρήσεων, όμως απαιτεί για την επιτυχή εφαρμογή της κατάλληλη οργανωσιακή δυναμικότητα, κουλτούρα και δέσμευση.
Είναι εμφανές από τα πιο πάνω παραδείγματα πως δεν υπάρχει θέσφατο σε ό,τι αφορά τη διά βίου επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Στα κράτη μέλη λειτουργούν συστήματα και εφαρμόζονται πρακτικές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης προσαρμοσμένα στις δικές τους ανάγκες, δυνατότητες και ιδιαιτερότητες. Αυτό που διαφαίνεται ως κοινή συνισταμένη είναι ο αυξανόμενος ρόλος της τεχνολογίας και η μεγαλύτερη εμπλοκή των επιχειρήσεων στην κατάρτιση των εργαζομένων. Η ΟΕΒ παρακολουθεί τις εξελίξεις και πρακτικές που ακολουθούνται στα κράτη μέλη, αξιοποιώντας τα παραδείγματά τους ως πηγή σοβαρού προβληματισμού.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας θα επέλθει, κατά κύριο λόγο, μέσα από τρεις άξονες: την βελτίωση του διοικητικού και ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την άσκηση οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την ψηφιοποίηση, και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
Σε ό,τι αφορά τον δικό της ρόλο, η ΟΕΒ θα συνεχίσει να συνδράμει εποικοδομητικά και να υποβάλλει εμπεριστατωμένες προτάσεις για τη διαμόρφωση πολιτικών, τόσο μέσα από της παρεμβάσεις της στο δημόσιο διάλογο, όσο και μέσα από τη θεσμική εκπροσώπησή της σε διάφορους φορείς, επιτροπές και συμβούλια στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Η αναβάθμιση δεξιοτήτων δεν αφορά μεμονωμένα τους εργαζόμενους ή τις επιχειρήσεις, αλλά το σύνολο της οικονομίας και αυτό είναι ένα στοίχημα που δεν θα επιτρέψουμε να χαθεί.
*Ανώτερος Λειτουργός, Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού (ΟΕΒ)