Ένα αρρύθμιστο χρέος πλανιέται πάνω από τις πόλεις μας, ναρκοθετεί τα κρεβάτια μας, καίει τις άδειες λειτουργίας των καταστημάτων μας, τροχίζει τα δόντια του πάνω στα ασφαλισμένα τιμαλφή μας: το χρέος που ο ένας φορτώνει αδίστακτα πάνω στον άλλο, κι αυτός στον επόμενο, σε μια ατέρμονη σπείρα ταπεινώσεων, μέχρι να ξεθεμελιωθεί και ο τελευταίος κανόνας του παιχνιδιού. Μέχρι τη συντέλεση μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Μα χωρίς κάθαρση, χωρίς διαφυγή. Απόλυτο βούλιαγμα.
Βγαίνοντας από τη «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη, αναρωτήθηκα κατά το αδιέξοδο συνήθειό μου τι φταίει και, Παρασκευή βράδυ, βρεθήκαμε στο αγαπημένο Πάνθεον μόλις πέντε – μετρημένοι – θεατές. Φαντασιώνομαι πολλά; Απλά να συνδιεκδικήσει η Κύπρος ένα δικό της παιδί-θαύμα. Έστω με όρους ιθαγένειας.
Μήπως ο Οικονομίδης μιλά περισσότερο για την Ελλάδα παρά για την Κύπρο; Μπα. Και Φιλιππινέζα υπηρέτρια έχει η ταινία και χρεωμένα σπίτια και ακριβά αυτοκίνητα με οδηγούς τύφλα από αλκοόλ και εγωπάθεια και φρέντο εσπρέσο εν μέσω αλληλοπροσβολών και ρωμαϊκές αρένες με οικογενειακά θηρία και απ’ όλα. Οδηγώντας σπίτι, άκουσα τη φετινή υστερική χριστουγεννιάτικη διαφήμιση του γνωστού παιχνιδάδικου. Και επανήλθα.
Επιστροφή στη χώρα που υιοθέτησε τον Οικονομίδη. Στην Ελλάδα, αυτές τις μέρες, εκτυλίσσεται σε ζωντανή μετάδοση ένα αυθεντικό mockumentary υπό τον γλαφυρό τίτλο «ΟΠΕΚΕΠΕ». Ένα από αυτά τα ελληνικά ακρωνύμια που μυρίζουν σαπίλα άμα τη ιδρύσει τους. Κάτι απίθανοι μα και οικείοι τύποι, περίοπτα μέλη των τοπικών κοινωνιών παρά ή ακριβώς λόγω της ανοριακότητάς τους, «αυτοδημιούργητοι», παρελαύνουν από τη Βουλή για να εξηγήσουν πώς τα (ανύπαρκτα) κοπάδια έγιναν Ferrari και τσιφλίκια. Βλαχομπαρόκ πατριάρχες της φάρας τους που γεμίζουν τις πισίνες τους με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα φορολογούμενων, και ξεβουλώνουν την τάπα ξαναστέλνοντάς μας όλους στον πάτο.
Αυτός είναι και ο Αλεξόπουλος της «Σπασμένης Φλέβας». Ένας φυσιολογικός νεόπλουτος, ένας αμοραλιστής του νόμιμου και ηθικού καιρού του που περιφέρεται στα προάστια μητροπόλεων σπέρνοντας τοξικούς σπόρους ναρκισσισμού και θερίζοντας ραδιενεργά χαρτονομίσματα.
Στο απόγειο του σκυλίσιου βίου τους και της αποχαλινωμένης πολιτείας τους, ανθρωπότυποι σαν τον Αλεξόπουλο, κατέρχονται της πίστας όπου κείτονται σαν σπασμένα πιάτα οι ζωές των άλλων και υπενθυμίζουν σε υπεξούσιους συγγενείς και φίλους ότι «μαζί τα έσπασαν». Το χαλί είναι ήδη στρωμένο. Στην ελληνοχριστιανική μας οικογένεια, ο ένας τσαλαπατάει τον άλλο με την πρώτη ευκαιρία. Στις εν Χριστώ – μέρες που είναι – κοινωνίες μας, η ιδιοποίηση της ζωής του άλλου είναι ρουτίνα. Όπως οι κατασχέσεις των χρεωμένων σπιτιών.
Ο Παντελής, ο τοκογλύφος της υπόθεσης, αόρατος σε εμάς, μπαίνει να επιθεωρήσει τη ζωή μιας οικογένειας που σε λίγο θα του ανήκει. (Αλήθεια, πότε έγινε ΟΚ στην Κύπρο να αγοράζουμε με τόση ανεμελιά σπίτια κατασχεμένα από τις τράπεζες;)
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι Αλεξόπουλοι κάνουν την τελευταία τους κίνηση: εκλιπαρούν για επιείκεια. Πόσοι και πόσοι πατρίκιοι της πολιτικής, ευαγείς επιχειρηματίες, βουλιμικά golden boys δεν έχουν σχεδιάσει αυτή την παράσταση για πάρτη τους; Κι εμείς, όπως τα θύματα του βιαστή, φλερτάρουμε αυτοκτονικά με την κατανόηση: «στον καθένα μπορεί να τύχει». Παραφράζοντας την ατάκα του Γκράουτσο Μαρξ (Duck Soup, 1933), κάποιος σαν τον Αλεξόπουλο «μπορεί να φαίνεται κτήνος, μπορεί να μιλά σαν κτήνος αλλά μην τον αφήσετε να σας ξεγελάσει. Είναι στ’ αλήθεια κτήνος».
Οι Αλεξόπουλοι είναι η μεσογειακή εκδοχή της «κοινοτοπίας του κακού». Αντιστρέφουν με το σιωπηλό επιδοκιμαστικό μας νεύμα τον μωσαϊκό νόμο: η εντολή του «ου φονεύσεις» μετατρέπεται με αργό, τρωκτικό τρόπο σε «φόνευσε». Όσο κι αν οι επιτήδειοι προσπαθούν να πείσουν ότι ο πολιτισμός μας απειλείται από αλλόφρονα άπιστα σκυλιά, the job is already done. Από ομόδοξα δίποδα με τομάρι αντί για δέρμα. Με κομποσκοίνια και ρόλεξ στο χέρι. Και μια σπασμένη φλέβα στο πόδι που πατάει τέρμα το γκάζι στην κατηφόρα.
Ελεύθερα, 14.12.2025
[1]


