Ανοιχτή επιστολή με την οποία ζητείται η επιβολή κυρώσεων κατά του Ρώσου ολιγάρχη Ρούμπεν Βαρντανιάν και κατά αρκετών άλλων ισχυρών παραγόντων που συνδέονται με το Κρεμλίνο, δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της θερινής Συνόδου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
Όπως επισημαίνει σε νέο του paper ο Όλεγκ Ποστέρνιακ, πολιτικός αναλυτής και μέλος του Συνδέσμου Επαγγελματιών Πολιτικών Συμβούλων στην Ουκρανία, το έγγραφο συνυπέγραψαν οι Ουκρανοί βουλευτές Pavlo Frolov και Mykyta Poturayev.
Σε συνεργασία με 18 βουλευτές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καλούν την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει μηχανισμούς για την παρακολούθηση των ρωσικών εκστρατειών προπαγάνδας, να εντείνει την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης που προέρχεται από τη Μόσχα και να επεκτείνει τις λίστες κυρώσεων.
Μαζί με τον Βαρντανιάν, η λίστα με τους κορυφαίους παράγοντες που ενίσχυσαν τις επιθετικές πολιτικές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, περιλαμβάνει επίσης τον πρώην Ουκρανό βουλευτή και μακροχρόνιο συνεργάτη του Ρώσου προέδρου Πούτιν, Βίκτορ Μεντβεντσουκ, τον πρώην πρωθυπουργό της Γεωργίας Μπίτζινα Ιβανισβίλι και τον φιλορώσο ριζοσπάστη πολιτικό Καλίν Γεωργέσκου.
Η κάθε μία από αυτές τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, είχε προηγουμένως υποστεί κυρώσεις και είχε διωχθεί ποινικά. Για παράδειγμα, οι ουκρανικές υπηρεσίες ασφαλείας συνέλαβαν τον Μεντεβτσουκ τον Απρίλιο του 2022, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει από τη χώρα.
Στη συνέχεια, όπως τονίζει στο paper του ο Όλεγκ Ποστέρνιακ, κατηγορήθηκε για προδοσία και παραβίαση της νομοθεσίας αναφορικά με τον πόλεμο, ενώ αργότερα ανταλλάχθηκε με Ουκρανούς στρατιώτες που κρατούνταν αιχμάλωτοι από τη Ρωσία. Ωστόσο, μόλις βρέθηκε στη Ρωσία ξεκίνησε εκ νέου τις προπαγανδιστικές του δραστηριότητες. Αφότου ο Γκεοργκέσκου ανακήρυξε τη «νίκη» του στον πρώτο γύρο των πρόσφατων προεδρικών εκλογών στη Ρουμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια η κεντρική εκλογική επιτροπή του απαγόρευσε τη συμμετοχή στις επαναληπτικές εκλογές. Οι αρχές επιβολής νόμου τον κατηγόρησαν για σχεδιασμό πραξικοπήματος, διάδοση παραπληροφόρησης και παραποίηση των αποτελεσμάτων των εκλογών.
Σύμφωνα με τον Όλεγκ Ποστέρνιακ, ο Ρούμπεν Βαρντανιάν κατέχει «εξέχουσα» θέση σε αυτόν τον κατάλογο. Το 2022 μετακόμισε από τη Μόσχα στο Χακέντι (πρώην Στέπανακερτ), όπου ηγήθηκε της διοίκησης της μη αναγνωρισμένης Δημοκρατίας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Ο Ουκρανός αναλυτής εξηγεί ότι αφότου το Αζερμπαϊτζάν ανακατέλαβε την περιοχή από τους Αρμενορώσους αυτονομιστές τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Βαρντανιάν προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη από τους Αζέρους συνοριοφύλακες.
Αυτή τη στιγμή δικάζεται στο Μπακού, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ειρήνης και κατά της ανθρωπότητας, για υποστήριξη και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για εγκλήματα πολέμου.
Συνολικά έχει κατηγορηθεί για 42 αδικήματα, ορισμένα από τα οποία επισύρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Ο Ρούμπεν Βαρντανιάν, συχνά αναφέρεται ως το «πορτοφόλι του Πούτιν» -μια προσωπικότητα που έχει βοηθήσει τον Ρώσο πρόεδρο και τον στενό του κύκλο να συσσωρεύσουν πλούτο με παράνομα μέσα. Από το 2025 η καθαρή του περιουσία υπολογίζεται στα 1,2 δισ. δολάρια. Το 1991, ο Βαρντανιάν ήταν ένας από τους ιδρυτές της επενδυτικής εταιρείας Troika Dialog, η οποία συγχωνεύθηκε με την κρατική Sberbank το 2011.
Σύμφωνα με το OCCRP, στο διάστημα 2006-2013 ο Βαρντανιάν χρησιμοποίησε την Troika για να βοηθήσει τον Πούτιν να «ξεπλύνει» περισσότερα από 4,6 δισ. δολάρια. Το λεγόμενο «λιθουανικό σχήμα», που αποκαλύφθηκε το 2019, αποκάλυψε πως ο Βαρντανιάν χρησιμοποίησε δεκάδες υπεράκτιες εταιρείες για να μεταφέρει χρήματα, ενώ παράλληλα φοροδιέφευγε. Ένας από τους πελάτες αυτού του δικτύου, υπογραμμίζει ο Ποστέρνιακ, ήταν ο Σεργκέι Ρολντούγκιν, στενός φίλος του Πούτιν, ο οποίος έλαβε 69 εκατ. δολάρια.
Το ίδιο δίκτυο επίσης συνδέει τον Βαρντανιάν με τον «Ορθόδοξο ολιγάρχη» Κωνσταντίν Μαλοφέεφ, μια προσωπικότητα κοντά στον Ρώσο πρόεδρο και ιδρυτή του τηλεοπτικού δικτύου Tsargrad, γνωστό για την ενορχήστρωση επιθετικών αντιδυτικών εκστρατειών στα ΜΜΕ. Συνδεόταν όχι μόνο μέσω των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά είχανε επίσης και ιδεολογική «συγγένεια»: ο Βαρντανιάν προωθεί ενεργά τις επεκτατικές ιδέες του «ρωσικού κόσμου» και έχει υποστηρίξει διάφορες πρωτοβουλίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και στο εξωτερικό.
Από το 2014, αναφέρει ο Ποστέρνιακ στο paper του, ο Μαλοφέεφ έχει χρηματοδοτήσει ανοιχτά τις δυνάμεις κατοχής στο Ντονμπάς, και μετά την πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, έχει ζητήσει ακόμη πιο σκληρές στρατιωτικές επιθέσεις από τον ρωσικό στρατό.
Υπήρξαν επανειλημμένες εκκλήσεις προκειμένου ο Βαρντανιάν να συμπεριληφθεί στις λίστες των κυρώσεων των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2022 ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι υπέγραψε απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και Άμυνας για την ένταξη του Βαρντανιάν στην εθνική λίστα με τις κυρώσεις.
Το 2023, προστέθηκε στη βάση δεδομένων του ιστοτόπου Myrotvorets ως «συνεργός των Ρώσων φασιστών εισβολέων και τρομοκρατών». Στις 15 Ιουλίου 2025, έγινε γνωστό ότι ο Αρμένιος πρωθυπουργός Νίκολ Πασινιάν είχε αρνηθεί να απευθυνθεί επισήμως στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για βοήθεια στις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του Βαρντανιάν. Φαίνεται ότι λόγω των δραστηριοτήτων του που αποσκοπούν στο συμφέρον της Ρωσίας και του Πούτιν προσωπικά, ο Βαρντανιάν έχει καταστεί persona non grata παγκοσμίως -εκτός από τη Ρωσία.
Είναι άξιο αναφοράς -σημειώνει ο Ποστέρνιακ- ότι τα μέλη της ουκρανικής αντιπροσωπείας στον ΟΑΣΕ κάλεσαν για άλλη μία φορά τους Ευρωπαίους πολιτικούς να αντιδράσουν πιο αποφασιστικά στη ρωσική επιθετικότητα κατά τη διάρκεια της συνόδου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία ολοκληρώθηκε προσφάτως.
Ο Πάβλο Φρολόφ πρότεινε την υπονόμευση της οικονομίας του επιτιθέμενου κράτους με τη μείωση του ανώτατου ορίου τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο στα 30 δολάρια το βαρέλι, καθώς και την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων εναντίον χωρών που συνεχίζουν να εισάγουν ρωσικούς ενεργειακούς πόρους.
Οι κυρώσεις κατά του Ρούμπεν Βαρντανιάν και παρόμοιων «πορτοφολιών» του Πούτιν, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένοι με αυτούς τους στόχους και μπορούν να προκαλέσουν συστημική ζημιά στους οικονομικούς, διοικητικούς, προπαγανδιστικούς και ιδεολογικούς πυλώνες της επιθετικότητας της Ρωσίας, καταλήγει ο Ποστέρνιακ.