Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ, «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», εκδόσεις Καρβάς, 2024.
Το μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» αποτελεί το πιο φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο συγγραφικό εγχείρημα του Νίκου Νικολάου Χατζημιχαήλ, έως τώρα. Πρόκειται για ιστορική αναδίφηση σε συγκεκριμένη εποχή έχοντας σε πρώτο πλάνο το γενεολογικό δέντρο του συγγραφέα και τη ζωή των προπατόρων του.
Το έργο τοποθετείται χρονολογικά στα πρώτα αποικιοκρατικά χρόνια μέχρι και το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Κεντρικό θέατρο των δρωμένων η γενέτειρα του Ν.Ν.Χ., το κατεχόμενο χωριό Βασίλι της επαρχίας Αμμοχώστου, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο ο προ – πρόπαππος του συγγραφέα Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο περιπετειώδης βίος του και η γεμάτη αρχές και ιδανικά πολιτεία του.
Το όλο έργο είναι γραμμένο σε γλώσσα γλαφυρή, παραστατική, έμπλεη συναισθημάτων και λυρισμού. Εξάλλου, σε αυτό το ύφος μας έχει συνηθίσει ο Ν.Ν.Χ. και στις τρεις συλλογές διηγημάτων του που έχουν προηγηθεί: «Η κόρη του δραγουμάνου», «20 διηγήματα» και «Φυσορόος», το 2003, το 2014 και το 2019, αντιστοίχως. Η αφήγηση των δρωμένων, αν και εξόχως ενδιαφέρουσα είναι γραμμική, επίπεδη και με χρονολογική σειρά. Δηλαδή, δεν υπάρχουν χρονικά σκαμπανεβάσματα, αναμνήσεις, αναπολήσεις ή και εξιστόρηση πρωθύστερων γεγονότων.
Αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, αδικεί τόσο τον κεντρικό μύθο όσο και το κεντρικό του πρόσωπο. Ο αναγνώστης δεν αιφνιδιάζεται, δεν εκπλήσσεται, αν και το ενδιαφέρον του παραμένει αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Χρονολογικές μετατάξεις, παραλληλισμοί με πιο σύγχρονες εποχές, ίσως κάποιοι υπαινιγμοί επί τούτου, θεωρώ πως θα ενίσχυαν εμφανώς τη συνολική αισθητική αξία του έργου. Μια αξία, που επαναλαμβάνω, ουδόλως αμφισβητώ.
Ο Παπαγιάννης, ως ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι μια πλήρης, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα από την αρχή. Ένας στέρεος, στιβαρός χαρακτήρας με βούληση, με αρχές, με αγωνιστικό πνεύμα, με φιλοπονία, ευαισθησία αλλά και δυναμισμό. Τον παρακολουθούμε να δοκιμάζεται σκληρά και ως πατριώτης αλλά και ως οικογενειάρχης.
Αντιμετωπίζει με παρρησία τόσο τα σκληρά κτυπήματα της μοίρας, όσο και τους προπηλακισμούς, τους αφορισμούς, τη διαπόμπευση για τη στάση του στα κοινά, εκκλησιαστικά και πολιτικά. Δεν λυγίζει ποτέ και μέχρι το βαθύ γήρας υπηρετεί αυτό που θεωρεί ιερό, σωστό και δίκαιο. Πάντοτε δε οι πράξεις του συνάδουν με τα λόγια του.
Πιστεύω πως το όλο έργο βρίσκεται στις παρυφές του ιστορικού μυθιστορήματος, τις οποίες βέβαια, θα μπορούσε να ξεπεράσει και να μπει στα ενδότερα του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Αυτό θα γινόταν κατορθωτό αν οι αναφορές στη θέσπιση και λειτουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου από τους Άγγλους αποικιοκράτες ήταν λιγότερο ακροθιγείς, περισσότερο αναλυτικές και εμπεριστατωμένες. Τα ίδια ισχύουν και για το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα και τη μακρά αντιπαλότητά γύρω από αυτό.
Πιστεύω πως η εκτενής καταγραφή της δικαστικής διαδικασίας που αφορούσε την προσφυγή του Άγγλου Διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιάγκ για ακύρωση των εκλογών, θα μπορούσε να λάβει μικρότερη έκταση και με λιγότερες λεπτομέρειες για μαρτυρίες που, ούτως ή άλλως, επαναλαμβάνονται. Αυτό θα μπορούσε να αποβεί επωφελές ούτως ώστε να φωτιστούν καλύτερα τα του Νομοθετικού Συμβουλίου και τα του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, που ταλαιπώρησε την πατρίδα μας για μια δεκαετία.
Για να μη μείνω μόνο στις παρατηρήσεις, θεωρώ πως το κοινωνικό ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης στην Αμερική, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φωτίζεται με αισθητική επάρκεια, αλλά και με πληρότητα όσον αφορά την ουσία του φαινομένου. Το ίδιο αξιομνημόνευτη βρίσκω και την περιγραφή των αλλαγών στην αγροτική ζωή της ευρύτερης περιοχής Καρπασίας και τη στροφή προς την καπνοκαλλιέργεια. Το γεγονός επέφερε σημαντικές αλλαγές στον κοινωνικό ιστό αλλά και στο γεωργικό επάγγελμα.
Ο συγγραφέας, με άδολη αγάπη μικρού παιδιού, με συγκίνηση και νοσταλγία, αναφέρεται με ζεστά και φωτεινά χρώματα στο χωριό Βασίλι και τις γύρω κοινότητες, το Λεονάρισσο, τη Βουκολίδα, τον Άγιο Αντρόνικο, τη Γαλάτεια, τη Γιαλούσα, το Μπογάζι κλπ. Αυτός ο πατριδολατρικός νόστος είναι διάχυτος και στα λογοτεχνικά έργα του Ν.Ν.Χ. που έχουν προηγηθεί.
Ο ακραία διχαστικός λόγος και η κατάταξη όσων δεν συμβάδιζαν με το ρεύμα στην κατηγορία των προδοτών της πατρίδας κατατρύχει τη φυλή μας στους αιώνες. Ο Παπαγιάννης χαρακτηρίστηκε Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας μόνο και μόνο διότι είδε με συμπάθεια την υποψηφιότητα Γιαγκ για το Νομοθετικό Συμβούλιο και εμπιστεύτηκε το όραμα του για την πρόοδο και την ευημερία της Αμμοχώστου και της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης κινδύνεψε να καταστεί θύμα βιαιοπραγίας γι’ αυτή του τη στάση και η ρετσινιά του προδότη τον κατάτρεχε για χρόνια και τον συνέθλιβε ψυχικά.
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται αυτό το σενάριο στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία; Πόσες και πόσες φορές δεν αφορίζουμε την άλλη άποψη χαρακτηρίζοντάς την προδοσία; Πιστεύω πως ο συγγραφέας, έμμεσα και υπαινικτικά, θα μπορούσε, έστω ακροθιγώς, να θίξει τη μοιραία διαχρονικότητα αυτής της κατάρας που μαστίζει την ελληνική φυλή.
Ο Ν.Ν.Χ. σωστά αναδεικνύει το πνευματικό κληροδότημα του Παπαγιάννη στο τέλος του βιβλίου, που δεν είναι κάτι άλλο πέρα από τον ανθρωπισμό, τη δοτικότητα, την αλληλεγγύη και τον αλτρουϊσμό του. Το υλικό του κληροδότημα, που δεν ήταν βέβαια αμελητέο, ήταν μια εκκλησία κι ένα σχολείο στο χωριό Βασίλι. Αυτό συμβαίνει πάντα, όταν συνάδουν τα λόγια με τις πράξεις.
Κλείνοντας εκφράζω την πεποίθηση ότι το μυθιστόρημα του Ν.Ν.Χ. κέρδισε το στοίχημα τόσο από πλευράς νοηματικού φόρτου όσο και από πλευράς αισθητικού κάλλους. Ως εκ τούτου, καταλαμβάνει αξιοσημείωτη θέση στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία.










