Γιάννα Σοφού, Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες. Εκδόσεις Μετρονόμος, 2025
Η Γιάννα Σοφού, με το απόθεμα της εικαστικής της δημιουργίας σε τρεις επιτυχείς ατομικές εκθέσεις (2002, 2004, 2013) και τα δύο της βιβλία πεζογραφίας «Τα μυστικά της ψυχής» (2016) και «Οι μικρές μεγάλες ιστορίες της καρδιάς» (2018), εισέρχεται στον χώρο της ποίησης με την πρόσφατη έκδοση της συλλογής της, που αποπνέει νοσταλγικές μνήμες αλλοτινών ημερών απηχώντας συγχρόνως πικρά αισθήματα δυσφορίας για τους αμφίβολους καιρούς μας.
Οι επτά μακρόστιχες ποιητικές της συνθέσεις θα μπορούσαν να συνιστούν αντίστοιχες αφηγήσεις περιγραφικής ή εξομολογητικής πρόζας και αυτό θεωρώ σκόπιμο εκ μέρους της, ήτοι ως αντίδραση διαμαρτυρίας στους σκληρούς αντιποιητικούς καιρούς μας. Αν ο Ελληνολάτρης Γερμανός ποιητής Χαίλντερλιν διατύπωνε δυο αιώνες πριν την αποφθεγματική απορία «Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;», ποια προέκταση δύναται να έχει στον δικό μας αιώνα των αδίστακτων εισβολών, των παρατεταμένων πολέμων και των γενοκτονιών, του άκρατου εκβαρβαρισμού και της απάνθρωπης κυνικής πεζότητας; Γι’ αυτούς, ωστόσο, ακριβώς τους λόγους προέχει σήμερα η απάντηση στο ερώτημα με την εύστοχη αναδιατύπωση του Ελύτη: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις …».
Και η εικαστικός-συγγραφέας βλέπει με τη δική της διεισδυτική όραση αποτίμησης αυτά που πέρασαν, αλλά και παραστατικά εικονογραφεί με το δικό της βλέμμα αισθητικής τα παρόντα δυστοπικά τεκταινόμενα μέσα από την πεζότητα μιας περίσκεπτης ποιητικότητας. Προϊδεαστικός ήδη των συμφραζομένων στις σελίδες του βιβλίου ο σουρεαλιστικός συμβολισμός του σχεδίου της στο εξώφυλλο με το παραμορφωμένο ακέφαλο γυναικείο σώμα ή μ’ ένα κεφάλι που παραπέμπει στα ευρηματικά υποκατάστατα του Εγγονόπουλου είτε του De Chirico. Σε φραστικό επίπεδο η ρέουσα προφορικότητα του λόγου μιας οιονεί αυτόματης ανεπιτήδευτης γραφής εικονοπλαστικής πρόσληψης, όπως και οι εμφατικές της μεταφορικές παρομοιώσεις, αποτυπωμένες με υπερρεαλιστικά σχήματα και ζοφερές έως τεφρές σκιές, για να αναδεικνύουν τις αντιθέσεις των ζωηρών χρωμάτων και των αισιόδοξων ιριδισμών τους.
Με ακροθιγείς επισημάνσεις προσεγγίζουμε κατά σειράν τα πεζοποιητικά συνθέματα, παραθέτοντας αυτούσιους στίχους και ενδεικτικά αποσπάσματα πρόδηλων αυτοτελών νοημάτων. Ιδού ως πρελούδιο στο πρώτο, που επιγράφεται «Ώρα Μηδέν», με την εναρκτήρια στροφή να προοιωνίζεται την ανέλιξη των τραγικών σκηνικών δρώμενων: «Ώρα μηδέν για τα αχνά, σταματημένα γέλια των λαών./ Των πολέμων χείμαρροι θανατεροί/ σπάσαν ανηλεώς τους σύρτες τ’ ουρανού./ Και θεριεμένα δρέπανα/ θέρισαν πρώιμα τα στάχυα του καλοκαιριού,/[…]/ γιομίζοντας τις στράτες και τις αυλές με ξεσκισμένα σώματα/ που βρωμοκοπούσαν θειάφι, άνθρακα, μούχλα κι αποκαΐδι.». Καταγγέλλοντας ακόμη τους αιμοδιψείς υπαίτιους της ολέθριας λαίλαπας: «Αιμοβόροι λύκοι ξεριζώνουν ανελέητα τα κωνοφόρα». Προφανή τα στιγμιότυπα από την Κυπριακή τραγωδία του 1974 αλλά και τις εκατόμβες στα βομβαρδισμένα πεδία από την Ουκρανία μέχρι τη Γάζα. Για να αποφανθεί με επαναληπτικό σχετλιαστικό τόνο και εν συνεχεία να μεταστρέψει την απόγνωση σε ελπίδα: «Ώρα μηδέν για τις θυσίες των ηρώων.» και «Ας ελπίσουμε ότι αύριο πρωί θα ξανάρθουν τα παιδιά!».
Στα επόμενα δύο επίσης μακροσκελή ποιήματα υπό τους τίτλους «Το σώμα της Φυλής μου» και «Παιδί της Ανατολής» εξειδικεύονται οι αναφορές στον γενέθλιο τόπο και την πανάρχαια Ιστορία του, τις Ελληνοχριστιανικές καταβολές, τα επιτεύγματα των παραδοσιακών αξιών, αλλά και τα δεινά από τους αλλεπάλληλους κατακτητές του με αποκορύφωμα τη δεύτερη Τουρκοκρατία της βάρβαρης Εισβολής και της συνεχιζόμενης έκνομης κατοχής επί 51 και πλέον δίσεκτους ενιαυτούς της μισής μας πατρίδας. Εξ ου και οι φόβοι της ποιήτριας για την αλλοτρίωση της μνήμης σε λήθη με τα αδιανόητα παρεπόμενά της. Εύγλωττα τα απεικονιστικά σύμβολα των αφορισμών και η ανάκληση των επώδυνων γεγονότων του χτες, που εφιστούν την προσοχή προς αποφυγή ενός οδυνηρότερου μέλλοντος: «Σ’ ολάνθιστο λιβάδι της αιώνιας Άνοιξης,/ με την πηγή να αναβλύζει της λήθης το νέκταρ,/ κάτω απ’ τον ίσκιο της μυρτιάς…». «Μα φοβάμαι μη γίνουμε ξένοι στη Νήσο των Αγίων…/[…]/ Φοβάμαι την αδυσώπητη μανία της λυσσασμένης ανάγκης/ για ξεπούλημα της γης μου σε αλλοεθνείς…/ Κι όλα… για τριάκοντα αργύρια…». «Η κυρά-Παναγιά στέκει στο εικονοστάσι με τον γιο της/ στην αγκαλιά./ Παραδίπλα, μια φωτογραφία με τους νεόνυμφους γονείς μου,/ λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος κι η καταστροφή/ και το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα ορφανέψει.». «Τόσα θύματα ζωντανά, νεκρά,/[…]/ στοιχειωμένα απ’ τις εκρήξεις της φρίκης,/ αφού αέναα οι μνηστήρες θα λιμπίζονται το όμορφο νησί μας.».
Για τούτο και η ποιήτρια, θέλοντας να ξορκίσει τα κακά που βρήκαν τον τόπο και τους ανθρώπους του, μονολογεί σ’ έναν στίχο της, που προεξαγγελτικά ονοματοθετεί κατ’ αντιμετάθεση τη συλλογή: «οι μέρες που νοσταλγώ είναι ζωντανές». Και δεν παύει να τις αναπολεί, να τις θυμάται και να τις αναλογίζεται ως «νόστιμον ήμαρ» επαναπατρισμού στα ανέμελα παιδικά και νεανικά της χρόνια, στις υπαρξιακές αναζητήσεις και τις υποβλητικές εκμυστηρεύσεις του απολογισμού της με τις πάλλουσες χορδές μιας οιστρήλατης πηγαίας φωνής, που συναρθρώνουν οι πεζόμορφες ποιητικές αναδιηγήσεις «Καθώς ονειρεύτηκα» και «Αναμνήσεις, Αγάπες και Σκέψεις μιας μοναχικής πορείας». Σημειολογική αντιστοίχως η παράθεση των ακόλουθων στίχων: «Μια σκάλα, χαραγμένη με λευκή κιμωλία στη μέση του δρόμου,/ περίμενε στον ίσκιο του δειλινού τα βήματα των παιδιών.» και «Αλησμόνητες οι λάμψεις απ’ τις αστραπές της αγάπης/… σαν πορφυρές ψαρόβαρκες». Όσο για τη «Μοναξιά» στο προτελευταίο ποίημα καταλήγει ανάμεσα στις αρνητικές πτυχές και τις θετικές της όψεις: «Πάει καιρός που της έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα/ κι όποτε θέλω εγώ της ανοίγω». Εξάλλου, στον αντίποδά της η μητρική πληρότητα κραδαίνει τους στίχους στο ακροτελεύτιο ποίημα «Ο Ερχομός σου», αφιερωμένο στο παιδί της, υπενθυμίζοντας την οφειλή της μάνας και κατά συνεκδοχήν το ανταποδοτικό χρέος των νέων: «Της φυλής μας πήρες όλες τις χάρες, τα χρώματα και τις αξίες». Και όσα μηνύματα, θα πρόσθετα, κομίζουν οι «ζωντανές μέρες».
Φιλελεύθερος 20.10.2025