15 Ιουνίου, 2025
6:41 μμ

Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα οικονομική μελέτη έχουν πρόσβαση από την περασμένη Πέμπτη οι Κύπριοι πολίτες, αλλά και το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό, στον βαθμό που θα γίνει κοινωνός της έρευνας.
Τη μελέτη υπογράφουν οι ακαδημαϊκοί – ερευνητές Ανδρέας Θεοφάνους και Μαίρη Βάρδα, του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, το οποίο εδρεύει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Ιδρύματος Universitas.

Η μελέτη τιτλοφορείται «Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ – Μια κριτική αξιολόγηση και η ανάγκη για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα».

Καθώς η μελέτη κυκλοφόρησε την Πέμπτη δεν υπήρχε ο χρόνος για εκτενή αντιπροσωπευτική παρουσίαση μέσα από αυτή την έκδοση του Φιλελευθέρου. Περιοριζόμαστε εξ ανάγκης σε παράθεση εκτενώς αποσπασμάτων από τα συμπεράσματα της μελέτης και επιφυλασσόμαστε για πιο ουσιαστική διαχείριση του περιεχομένου σε επόμενη έκδοση.

Στο τελευταίο κεφάλαιο της έρευνας, με τίτλο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΝΕΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ, οι Ανδρέας Θεοφάνους και Μαίρη Βάρδα επισημαίνουν αρχικά ότι «η εντυπωσιακή οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην πορεία του χρόνου (σ.σ. μετά την τουρκική εισβολή του 1974) επέτρεψε στη χώρα να ακολουθήσει μεταγενέστερα με επιτυχία την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ», αλλά «στην πορεία του χρόνου υπήρξαν στρεβλώσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς, όπως η υπεμεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των συναφών υπηρεσιών, η φούσκα στην αγορά ακινήτων και το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου. Επιπρόσθετα, οι ψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης δημιούργησαν μια τάση επανάπαυσης».

Και προσθέτουν: «Με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και ιδίως μετά την υιοθέτηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2008, σημαντικές κρατικές αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Παράλληλα, από την κυπριακή πλευρά επικράτησε μια αίσθηση εφησυχασμού, συνοδευόμενη από υψηλές προσδοκίες σχετικά με τα οφέλη της ευρωπαϊκής ένταξης και της νέας νομισματικής πραγματικότητας. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση οδήγησε στην υποτίμηση και παραμέληση του πολυδιάστατου ρόλου του κράτους στη διαμόρφωση και εφαρμογή οικονομικών και θεσμικών πολιτικών».

Οι δύο ερευνητές επισημαίνουν από τις πρώτες παραγράφους ένα από τα βασικά τους συμπεράσματα: «Δύο δεκαετίες μετά την ένταξή της στην ΕE, η Κύπρος δεν έχει αποκομίσει τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη των Κυπρίων το 2023 παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με εκείνη του 2008, παρά την αύξηση του ΑΕΠ.

«Αυτό υποδηλώνει ότι η πραγματική ευημερία των πολιτών όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά έχει παραμείνει στάσιμη για 15 ολόκληρα χρόνια. Αναπόφευκτα έχει επέλθει αύξηση της ανισότητας, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και αύξηση των ποσοστών του πληθυσμού που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας».

Κύπρος και νεοφιλελεύθερο μοντέλο

Ποιος είναι ο ρόλος του κυπριακού κράτους στην περίοδο μετά την ένταξη στην ΕΕ; Γράφουν οι Θεοφάνους και Βάρδα:

«Διάφορες σχολές σκέψης υποστηρίζουν ότι ο ρόλος του κράτους είναι απαραίτητος. Δεν είναι δυνατό να αφήνονται όλα τα ζητήματα στην ελεύθερη αγορά. Ένα σοβαρό πρόβλημα είναι ότι πλέον δεν εξασκείται στον βαθμό που θα έπρεπε ο στρατηγικός, κοινωνικός και επιδιαιτητικός ρόλος του κράτους.

«Πέραν τούτου, υπήρξε μια επικέντρωση στο θέμα των δημοσιονομικών ελλειμάτων ή/και πλεονασμάτων, ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου υποδείγματος, καθώς και των προτεραιοτήτων της ΕΕ. Και ενώ η διάσταση αυτή είναι σημαντική, η δημοσιονομική πολιτική δεν εξαντλείται στα ελλείματα ή στα πλεονάσματα.

Το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο», επισημαίνουν, «το οποίο εστιάζει στη μεγιστοποίηση του κέρδους, είναι κυρίαρχο τις τελευταίες δεκαετίες στην ΕΕ και επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα υπόδειγμα το οποίο λαμβάνει υπ’ όψιν και άλλους κοινωνικούς στόχους.

«Και ενώ η ιδιωτική πρωτοβουλία σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση είναι θεμιτή, επιβάλλεται όπως υπάρχουν πλαίσια τα οποία να διασφαλίζουν την ποιότητα των υπηρεσιών».

Και έπεται ένα δεύτερο συμπέρασμα: «Η Κύπρος φαίνεται να ακολουθεί ένα αντιφατικό μοντέλο, το οποίο στηρίζεται στις πελατειακές σχέσεις και στην αύξηση των μισθών του δημόσιου τομέα, χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ στους υπόλοιπους τομείς υφίσταται και εφαρμόζεται μια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση. Παρότι η κυπριακή κυβέρνηση συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των οίκων αξιολόγησης για δημοσιονομική πειθαρχία και «εκσυγχρονισμό» της αγοράς εργασίας, στην πράξη διατηρεί έναν υπερδιογκωμένο και ευνοημένο δημόσιο τομέα.

«Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει μια βαθειά αντίφαση: ενώ προωθούνται πολιτικές λιτότητας και ευελιξίας στην ιδιωτική οικονομία, ο δημόσιος τομέας παραμένει σχετικά άθικτος, με υψηλούς μισθούς, εργασιακή ασφάλεια και προνόμια που δεν συνάδουν με τις αρχές του Νεοφιλελευθερισμού. Η επιλεκτική εφαρμογή αυτών των πολιτικών αποκαλύπτει ότι ο Νεοφιλελευθερισμός στην Κύπρο δεν λειτουργεί ως συνεκτικό οικονομικό δόγμα, αλλά ως εργαλείο αναδιάρθρωσης, με ταξικές και πολιτικές προτεραιότητες.

«Αξίζει να σημειωθεί», τονίζουν οι ερευνητές, «ότι η παρούσα ανάλυση δεν προϋποθέτει πως η συμμόρφωση με το Νεοφιλελεύθερο μοντέλο αποτελεί επιθυμητό στόχο. Αντίθετα, επισημαίνει ότι η επιλεκτική και αντιφατική εφαρμογή του στην Κύπρο οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες και δημιουργεί σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία της οικονομίας».

Συνταξιοδοτικό και κράτος

Ως προς τις αλλαγές που πρέπει να προωθηθούν, η μελέτη τονίζει το εξής: «Ουσιαστικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση θα είναι η επαναξιολόγηση του συνταξιοδοτικού συστήματος στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να υπάρχει ανώτατη και κατώτατη σύνταξη. Πέραν τούτου, το επίπεδο της κάθε σύνταξης πρέπει να συνδέεται με τις συνεισφορές του κάθε εργαζόμενου και επαγγελματία».

Και αμέσως μετά: «Η Κύπρος δεν μπορεί να αντέξει σε ένα άκρως ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Τονίζεται ότι υπήρξε σημαντική υποτίμηση των συνεπειών που θα επέφερε η ένταξη της Κύπρου, αρχικά στην ΕΕ και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, δεν υπήρξε ουσιαστικός προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο οι αποφάσεις που λαμβάνονταν σε διάφορα επίπεδα να μην ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της χώρας. Αντίθετα, επικράτησε μια αφελής και ιδεολογικά προσδιορισμένη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε κατεύθυνση ή πολιτική προερχόταν από την ΕΕ θεωρείτο σε μεγάλο βαθμό θετική και αναπόφευκτα επιβεβλημένη.

«Είναι αδιαμφισβήτητο ότι απαιτείται ένας βαθύς αναστοχασμός σχετικά με τον ρόλο του κράτους, το περιεχόμενο των ξένων επενδύσεων που πρέπει να προωθούνται, καθώς και τις στρατηγικές επίτευξης μιας ισορροπημένης και βιώσιμης ανάπτυξης.

«Η Κύπρος οφείλει να διαμορφώσει ένα ανανεωμένο οικονομικό υπόδειγμα, συνοδευόμενο από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις και θα βελτιώνει την κοινωνική ευημερία. Είναι σημαντικό να τεθούν προτεραιότητες και στόχοι. Η ισοζυγισμένη ανάπτυξη, η κοινωνική συνοχή, η μείωση των ανισοτήτων, η προώθηση της αξιοκρατίας, η αποφασιστική αντιμετώπιση της διαφθοράς προβάλλονται ως επιτακτικοί στόχοι. Για την υλοποίηση των εν λόγω στόχων απαιτούνται πολλές δράσεις. Το κράτος πρέπει να εξασκεί τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο.

Εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων

Η διάκριση μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και αυτών στον ιδιωτικό τομέα είναι έντονα εμφανής στην Κύπρο, σύμφωνα με τη μελέτη του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων: «Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα απολαμβάνουν σταθερές συμβάσεις και γενναιόδωρα επιδόματα, ενώ οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν απολαμβάνουν ανάλογα προτερήματα και λαμβάνουν συγκριτικά χαμηλότερες συντάξεις. Το κράτος δίνει προτεραιότητα στην προστασία του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, χωρίς να εφαρμόζονται αντίστοιχα μέτρα στον ιδιωτικό τομέα.

»Αυτή η πολιτική ενισχύει τις ανισότητες, δημιουργώντας ένα διχοτομημένο εργασιακό σύστημα. Η έλλειψη συνολικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας έχει οδηγήσει σε αυξανόμενη επισφάλεια για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και στον τομέα της ευέλικτης εργασίας, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.

»Παρατηρείται επίσης αξιοσημείωτη ανισότητα στις απολαβές, τόσο εντός του δημόσιου, όσου και εντός του ιδιωτικού τομέα. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση στην αγορά εργασίας, η οποία θα διασφαλίσει δίκαιη προστασία και κοινωνική συνοχή για όλους τους εργαζομένους.

Αναπροσδιορισμός οικονομικής πολιτικής – Νέο υπόδειγμα

Τονίζεται στη μελέτη των Ανδρέα Θεοφάνους και Μαίρης Βάρδα ότι «η Κύπρος χρειάζεται ένα ριζικό αναπροσδιορισμό της οικονομικής της πολιτικής. Το υφιστάμενο μοντέλο, το οποίο συνδυάζει το χειρότερο πρόσωπο του πελατειακού κράτους, με μια επιλεκτική εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Η διαιώνιση του υφιστάμενου οικονομικού υποδείγματος συνεπάγεται την εμβάθυνση των προβλημάτων. Αντί για κοντόφθαλμες λύσεις που επιβαρύνουν τους πολίτες, απαιτείται ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα, που θα στοχεύει στην ισορροπημένη ανάπτυξη, στη βιωσιμότητα και στη διασφάλιση μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας.

«Η κυπριακή οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που απαιτούν άμεση και αποφασιστική δράση. Ο αναπροσανατολισμός του οικονομικού υποδείγματος είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση αειφόρου ανάπτυξης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.

«Ορισμένοι τομείς που χρήζουν άμεσης προσοχής είναι: η διαφοροποίηση της οικονομίας, η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της χώρας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η κοινωνική δικαιοσύνη και η πράσινη ανάπτυξη, με στοχευμένα χρονοδιαγράμματα. Για τον ανασχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής της Κύπρου, είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας ανοικτός και ειλικρινής διάλογος μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων της κυβέρνησης, των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και της κοινωνίας των πολιτών.

  • Η ενίσχυση της κυπριακής οικονομίας μπορεί να στηριχθεί σε νέους μοχλούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, καθώς και η πολιτική σταθερότητα που προσφέρει, μπορούν να την καταστήσουν σημαντικό περιφερειακό κέντρο για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Παρόμοιο ρόλο έχουν αναπτύξει χώρες όπως η Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προσφέροντας χώρους και υποδομές για οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε περιοχές κρίσης. Ένα τέτοιο βήμα θα είχε θετικά οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα για την Κύπρο.
  • Ακόμα, η ανάπτυξη ενός ιατρικού κέντρου με σύγχρονες υπηρεσίες μπορεί να προσελκύσει ασθενείς από άλλες χώρες και να ενισχύσει τον ιατρικό τουρισμό. Μικρές χώρες όπως η Μάλτα και η Κροατία έχουν ήδη επενδύσει σε αυτόν τον τομέα, αυξάνοντας τα έσοδά τους και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Η Κύπρος μπορεί να ακολουθήσει αντίστοιχα βήματα.
  • Η μετατροπή της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο με διεθνή φήμη μπορεί επίσης να λειτουργήσει θετικά για την οικονομία. Η στήριξη των πανεπιστημίων, η ενίσχυση της συνεργασίας τους με οργανισμούς και επιχειρήσεις, και η προσέλκυση φοιτητών από το εξωτερικό μπορούν να φέρουν εισόδημα και να δημιουργήσουν νέο επιστημονικό δυναμικό. Παράδειγμα αποτελούν χώρες όπως η Ολλανδία και η Ιρλανδία, που επένδυσαν στην εκπαίδευση και πέτυχαν θετικά αποτελέσματα.
  • Επιπλέον, η στήριξη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, δηλαδή της γεωργίας, της αλιείας και της μεταποίησης, είναι κρίσιμη για τη μείωση της εξάρτησης από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες. Η ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και η δημιουργία μικρών βιοτεχνιών θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες δουλειές και σταθερό εισόδημα. Παρόμοια μέτρα έχουν εφαρμοστεί στην Πορτογαλία και στη Λιθουανία με επιτυχία.
Exit mobile version