15 Ιουνίου, 2025
9:08 μμ

Η νεανική παραβατικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων. Πού οφείλεται αυτή η επιθετικότητα, πώς αντιμετωπίζεται, ποιος είναι ο ρόλος των γονιών; Δύο ειδικοί της ψυχικής υγείας καθώς και η Επίτροπος του Παιδιού, εξηγούν στον «Φ» τι πυροδοτεί αυτές τις συμπεριφορές των εφήβων και τι μπορεί να βοηθήσει.

Η Επίτροπος του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου  υποδεικνύει ότι χρειάζεται να ενισχυθεί η πρόληψη. Διαφώνησε, ωστόσο, με την πρόθεση να επηρεάζεται η διαγωγή στα απολυτήρια των μαθητών σε περίπτωση παραβατικότητας. «Στιγματίζει εφ’ όρου ζωής το παιδί και του στερεί το δικαίωμα σπουδών», επεσήμανε.

«Η επιθετικότητα και η παραβατικότητα των παιδιών δεν είναι το πρόβλημα. Είναι το αποτέλεσμα», επισημαίνει στον «Φ» η σχολική και κλινική ψυχολόγος δρ Ιφιγένεια Στυλιανού, υπογραμμίζοντας πως οι αιτίες τέτοιων συμπεριφορών πρέπει να αναζητούνται γύρω από τα βιώματα και το περιβάλλον τους. Την ίδια στιγμή εκφράζει προβληματισμό για το γεγονός πως οι ανήλικοι μας σταμάτησαν να σκέφτονται, καθώς αφήνουν την Τεχνητή Νοημοσύνη να το πράξει για αυτούς, με αποτέλεσμα να εξασθενούν τα φίλτρα και η κριτική τους.

Από την πλευρά του, ο ψυχίατρος δρ Γιώργος Μικελλίδης υποδεικνύει πως οι αιτίες της νεανικής παραβατικότητας βρίσκονται πέρα από το στενό περιβάλλον του παιδιού, στη φτώχεια και τη δυσπραγία, τις υπερωρίες των γονέων που έχουν ως αποτέλεσμα να απουσιάζουν από το σπίτι, στα δυσλειτουργικά όρια που θέτουν, στην άγνοια γύρω από την τεχνολογία, στην ατιμωρησία.

Η νεανική παραβατικότητα αποτυπώνει την ύπαρξη βαθύτερων κοινωνικών προβλημάτων και, σε καμιά περίπτωση, δεν αφορά προβλήματα αποκλειστικά και μόνο των ίδιων των παιδιών, επισημαίνει στο «Φ» η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου. «Το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό: περιθωριοποίηση των παιδιών και η σίγαση της φωνής τους, η ενδοοικογενειακή βία, η κανονικοποίηση της βίας και της ρητορικής μίσους, όσο και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, όπως η υπέρμετρη και αλόγιστη χρήση της τεχνολογίας, που διέπουν τη σημερινή κοινωνία και επηρεάζουν δυστυχώς με αρνητικό τρόπο, την ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών. Στο τέλος της ημέρας, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε εμείς οι ενήλικες την όλη καθημερινή συμπεριφορά μας, τις υποχρεώσεις μας ως γονείς ως προς την οριοθέτηση των παιδιών μας και το αξιακό μας σύστημα», υπογράμμισε.

Ευθύνη της Πολιτείας, συνεχίζει η Επίτροπος, είναι να δίνει έμφαση στην πρόληψη του φαινομένου και όχι στην καταστολή του.  «Η πρόληψη και ουσιαστική αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας είναι δουλειά όλων: του αστυνομικού, του εκπαιδευτικού, του κοινωνικού λειτουργού, του ειδικού ψυχικής υγείας, του γονιού. Με άλλα λόγια, πέρα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αποτελεί ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων Αρχών (Υπουργείο Παιδείας, Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, Υπουργείο Υγείας κ.α.) αλλά και ευθύνη της κοινωνίας, της οικογένειας και του καθενός από εμάς, να αφουγκραστούμε τις ανάγκες των παιδιών και να ακούσουμε την άποψη τους, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση».

Σημαντικό εργαλείο, επισημαίνει η Επίτροπός, είναι και ο Νόμος που αφορά στα παιδιά που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον νόμο, ο οποίος αποτελεί σταθμό για μια φιλική προς τα παιδιά Δικαιοσύνη. Θεσμοθετεί ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες αυτών των παιδιών και που στοχεύει, μέσω της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, την επανένταξή τους στην κοινωνία.

«Ειδικά σε σχέση με το σχολείο, σημειώνω ως θετικό την υιοθέτηση της “Εθνικής Στρατηγικής και του Σχεδίου Δράσης 2024-2028”, τα οποία πλαισιώνουν όλες τις νομοθεσίες/ πολιτικές/ δράσεις που αφορούν τη διαχείριση της βίας μέσα στο σχολικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα θετική εξέλιξη είναι σίγουρα και η νομική υποχρέωση του σχολείου να παρέχει μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης από την Προδημοτική μέχρι και το Λύκειο, καθώς μέσα από αυτό το μάθημα δίνεται χρόνος και χώρος στον εκπαιδευτικό να συζητήσει και να καλλιεργήσει στους μαθητές την ενσυναίσθηση, τον  αυτοσεβασμό και τον σεβασμό στο σώμα του άλλου. Ένα ισχυρό εργαλείο πρόληψης έκφρασης οποιασδήποτε μορφής βίας.

Σε ότι αφορά στα πρόσφατα διαβήματα του Υπουργού Δικαιοσύνης, ότι επισπεύδεται η εξέταση υποθέσεων με ανηλίκους στα δικαστήρια καθώς και ότι η παραβατικότητα, ακόμη και αν γίνεται εκτός σχολείου, θα καταγράφεται στο απολυτήριο του μαθητή, η Επίτροπος εκφράζει ξεκάθαρη θέση.

«Είναι σίγουρα θετική η εξαγγελία για επίσπευση της εξέτασης τέτοιων υποθέσεων και είναι προς το συμφέρον των παιδιών. Είναι απαραίτητο να ενεργοποιούνται άμεσα και το συντομότερο δυνατό οι πρόνοιες του περί Σύγκρουσης των Παιδιών με το Νόμο νόμου, θέτοντας σε εφαρμογή τις διαδικασίες για αποκαταστατική Δικαιοσύνη, ώστε να μην παρατείνεται η αγωνία και ταλαιπωρία του παιδιού, νοουμένου βεβαίως ότι δεν παρακάμπτονται τα δικαιώματα του παιδιού, όπως προνοεί ο σχετικός Νόμος». 

Όμως, όσον αφορά στην εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για σύνδεση της παραβατικής συμπεριφοράς παιδιού εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, διαφωνεί. «Ένα τέτοιο μέτρο είναι, και άδικο και αντιπαιδαγωγικό, και αντινομικό. Θεωρώ ότι το μόνο αρμόδιο όργανο για επιβολή ποινής είναι το Δικαστήριο. Με το να παραπέμπεται το παιδί, αφού πέρασε από ποινική διαδικασία, στη συνέχεια στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του σχολείου, είναι σαν να δικάζεται ουσιαστικά για δεύτερη φορά. Η σημείωση επί του απολυτηρίου του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε και η μείωση της διαγωγής έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και το σκοπό του Νόμου. Στιγματίζει εφ’ όρου ζωής το παιδί και του στερεί το δικαίωμα σπουδών, περιορίζει την επαγγελματική του αποκατάσταση και τιμωρείται για πράξη για την οποία του είχε ήδη επιβληθεί ανάλογη ποινή ή μέτρα».

Ιφιγένεια Στυλιανού: Η επιθετικότητα, η παραβατικότητα δεν είναι πρόβλημα. Είναι αποτέλεσμα. Με το που το δούμε ως πρόβλημα χάσαμε το παιχνίδι

Η αύξηση της νεανικής παραβατικότητας επιβεβαιώνεται και από τις έρευνες, υπογραμμίζει η σχολική και κλινική ψυχολόγος, δρ Ιφιγένεια Στυλιανού και προσθέτει: «Το κλειδί για την αντιμετώπιση της, βρίσκεται πίσω από το ερώτηση “τι συμβαίνει σε αυτό το παιδί;”. Πίσω από κάθε ιστορία νεανικής παραβατικότητας, υπάρχει μια εμπειρία του παιδιού, οι γονείς, το σχολείο, οι φίλοι, οι απογοητεύσεις. Τους παράγοντες της παραβατικότητας είναι καλά να τους ψάχνουμε κοντά στο άτομο», επεσήμανε.

Σημαντικό, αναφέρει, είναι και το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια κοινωνία ατιμωρησίας. Δηλαδή, τα παιδιά από πολύ- πολύ νωρίς λαμβάνουν το μήνυμα πως αν κάνω κάτι λάθος “είναι πολύ πιθανό να μην τιμωρηθώ. Να μην έχω κάποια συνέπεια”».

Είναι σημαντικό, αναφέρει ακόμη η δρ  Στυλιανού, να εξεταστεί τι ευκαιρίες έχουν οι νέοι. «Δηλαδή, αν ένας έφηβος εκδηλώσει τέτοια συμπεριφορά επιθετικότητας, τι χειρισμού θα τύχει από τους γονείς ή το σχολείου του; Υστερούμε σε πρακτικές επανένταξης. Ακόμη και τα σχολεία, πολλές φορές, δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν παιδιά τα οποία επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά. Βεβαίως αυτό είναι σαν να τους στερούμε μια δεύτερη ευκαιρία».

Ιδιαίτερα σημαντικό, συνεχίζει η δρ. Στυλιανού, να δούμε και την πρόσβαση σε σχολικούς ψυχολόγους. Αν λαμβάνουν συμβουλές, τόσο τα ίδια τα παιδιά όσο και οι γονείς και εντός του σχολικού πλαισίου αλλά και εκτός.

Τα social media διαδραματίζουν διττό ρόλο, υπογραμμίζει η δρ. Στυλιανού. Από τη μία πλευρά, ενισχύουν τις παραβατικές συμπεριφορές καθώς τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε τέτοιες εικόνες. Από την άλλη πλευρά, όμως, μπορούν να συμβάλουν σε καλές συμπεριφορές μέσω θετικών μηνυμάτων που προωθούν, όπως για τα δικαιώματα και τη φυσική υγεία. «Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι τα παιδιά δεν ξέρουν να φιλτράρουν. Να διακρίνουν τα θετικά και τα αρνητικά. Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν κριτική σκέψη, πράγμα που επιβαρύνει και Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ). Είναι σαν να σταμάτησαν τα παιδιά να σκέφτονται. Δεν έχει ενταχθεί και στο σχολείο κάποιο μάθημα για να διδαχθούν πώς να τη χρησιμοποιούν σωστά. Είναι βασική η δεξιότητα του σκέπτεσθαι».

Λύσεις υπάρχουν για τη διαχείριση της παραβατικότητας, υπογραμμίζει η δρ Στυλιανού. «Υπάρχουν παρεμβατικά προγράμματα. Οι ερευνητές, η επιστήμη δηλαδή, γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει, όμως δεν ακολουθείται. Το πάνε ειδικοί και να μιλήσουν στα σχολεία για την παραβατικότητα είναι σαν τρύπα στο νερό».

Σημαντικά, συνεχίζει η δρ Στυλιανού, είναι τα προληπτικά προγράμματα και οι παρεμβατικές δράσεις, ήδη από την νηπιακή ηλικία. «Εκεί χτίζονται οι κοινωνικές δεξιότητες. Από το σπίτι και από τους γονείς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε: Η επιθετικότητα, η παραβατικότητα δεν είναι πρόβλημα. Είναι αποτέλεσμα. Με το που το δούμε ως πρόβλημα χάσαμε το παιχνίδι. Είναι αποτέλεσμα, διότι κάτι υπάρχει πίσω από αυτές τις συμπεριφορές. Ένα παιδί που καταπιέζεται. Ένα παιδί με αδιάφορους γονείς».

Φτώχεια, υπερωρίες και προβλήματα ψυχικής υγείας των γονέων επιβαρύνουν τα παιδιά

Γιώργος Μικελλίδης: Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ολιστική. «Να στηριχθούν οικογένειες. Να γίνεται γονική εκπαίδευση

Χαρτογραφώντας τις παραβατικές συμπεριφορές των παιδιών και εφήβων, ο ψυχίατρος δρ Γιώργος Μικελλίδης, αναφέρει πλήθος αιτιών και παραγόντων.  «Επιβαρύνουν οι οικονομικές συνθήκες. Ότι οι μισθοί δεν άλλαξαν αλλά ότι ακρίβυνε η ζωή. Μια οικογένεια βγάζει ποιο δύσκολα τα προς το ζην. Μπορεί να μην εξασφαλίζει τα βασικά, κάτι που δημιουργεί εντάσεις και τσακωμούς. Επίσης, για να τα βγάλει κάποιος πέρα χρειάζεται να δουλέψει ακόμη και 12 ώρες την ημέρα. Ο εργαζόμενος γονέας δεν βλέπει την οικογένειά του. Το παιδί μεγαλώνει με τρίτους και παράλληλα ο γονέας δεν έχει αρκετή επαφή, ούτε όμως και την ενέργεια και την αντοχή να προσφέρει οτιδήποτε άλλο», επισήμανε.

Κάτι ακόμη, προσθέτει δρ Μικελλίδης, είναι ότι βρισκόμαστε «κάποια χρόνια μετά την πανδημία. Επηρεάστηκε ο κόσμος και επηρεάζονται και τα γονίδια. Έχουμε, επιπλέον, αύξηση της κατάθλιψης και των αγχωδών και ψυχικών διαταραχών, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια που θα επηρεάσουν τα παιδιά», τόνισε.

«Βλέπουμε ανήλικα άτομα που προβαίνουν σε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, η οποία όντως αποτελεί ένα ανησυχητικό φαινόμενο της κοινωνίας. Εκφράζεται με διάφορους τρόπους, ακόμη και σε εγκληματικό επίπεδο. Ως εκφοβισμός ή σωματική κακοποίηση, κλοπές, χρήση ναρκωτικών, βανδαλισμοί, συμμετοχή σε συμμορίες. Διαπιστώνουμε ότι δεν ακολουθούνται ούτε οι κοινωνικοί κανόνες και ότι παραβιάζονται νομοθεσίας. Αυτή η συστηματική και επαναλαμβανόμενη παραβατικότητα χρήζει σοβαρής κοινωνικής και επιστημονικής αντιμετώπισης», είπε.

Αρχικά, αναφέρει ο δρ  Μικελλίδης, πρέπει να κατανοήσουμε τα αίτια του φαινομένου. Όπως για παράδειγμα η οικογενειακή δυσλειτουργία, η παραμέληση, η βία στο σπίτι, τα ανύπαρκτα ή πολύ αυστηρά όρια, ο γονεϊκός εθισμός. Βεβαίως επηρεάζουν, επίσης, οι κοινωνικό-οικονομικοί παράγοντες, όπως η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι μειωμένες ευκαιρίες, ο ρατσισμός.

Ο δρ  Μικελλίδης αναφέρθηκε και σε προσωπικούς παράγοντες. Όπως ότι το παιδί να αντιμετωπίζει θέματα που άπτονται στην απουσία ταυτότητας ή προοπτικής. Απουσία στόχων ή του αισθήματος του ανήκειν, το οποίο συχνά εκδηλώνεται ως αντικοινωνική συμπεριφορά. «Ένα παιδί δεν έχει σαφείς στόχους». Γι’ αυτό υπογράμμισε, είναι σημαντικό ένα παιδί να συμμετέχει σε δραστηριότητες όπως ο αθλητισμός ή τέχνη. «Πολλές φορές τα άτομα, λόγω έλλειψης δραστηριοτήτων και λανθασμένων προτύπων προβαίνουν σε εγκληματικές ή παραβατικές συμπεριφορές». Υπογραμμίζει, παράλληλα, πως έχει σημασία και το τι πρότυπα προβάλλονται, διαμορφώνοντας ή και διαστρεβλώνοντας την ηθική πυξίδα του κάθε ανθρώπου.

Φανερώνεται, δε, και η επιρροή των social media. Μπορεί, όπως εξηγεί, να δούμε φαινόμενα μιμητισμού, δηλαδή να αναπαράγει ένα παιδί κάτι που βλέπει ή ακόμη και να το επικροτεί, στέλνοντάς το στους φίλους του. Μπορεί να αφορά κάτι “αθώο” ή ακόμη υλικό εκφοβισμού. «Έτσι συμμετέχει σε μια διαδικασία κακοποίησης ακόμη και αν δεν είναι ο ίδιος θήτης».

Το διαδίκτυο, συνεχίζει, διαχρονικά αναφέρεται ως πολύ ωφέλιμο. «Πρέπει να δούμε ποιες ηλικίες τα χρησιμοποιούν», είπε και υπογράμμισε και την ευθύνη των γονέων. «Υπάρχουν γονείς που δεν έχουν ιδέα, το οποίο είναι λυπηρό να μην γνωρίζεις τι κάνει το παιδί σου και είναι επικίνδυνο ταυτόχρονα. Δεν αποκλείεται ο γονέας να μην γνωρίζει και πώς να χρησιμοποιήσει τα κοινωνικά δίκτυα, να υπάρχει έλλειψη τεχνογνωσίας και δεν μπορεί να εποπτεύσει».

Τα social media, επεσήμανε ακόμη, προσφέρουν την ανωνυμία του όχλου. «Μέσα στο όχλο μπορείς πολύ πιο εύκολα να προβείς σε κάποια εγκληματική ενέργεια, διότι χάνεται η προσωπική ταυτότητα, χάνεται η προσωπική ευθύνη -εν μέρει φυσικά. Στο μυαλό σου δημιουργείται η εντύπωση πως δεν θα πάθεις κάτι».

Οι συνέπιες της παραβατικής συμπεριφοράς, μπορεί να είναι ολέθριες για το παιδί. «Το άτομο στιγματίζεται. Ορισμένα διακόπτουν την εκπαίδευση, άρα περιορίζουν και τις επαγγελματικές τους προοπτικές».

Στη νεανική παραβατικότητά, ο δρ. Μικελλίδης εντοπίζει και το κοινωνικό κόστος. «Απουσιάζει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών».

Αντιμετώπιση

Όπως σε κάθε άλλο ζήτημα, υπογραμμίζει ο δρ. Μικελλίδης,  η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ολιστική. «Να στηριχθούν οικογένειες. Να γίνεται γονική εκπαίδευση, να ενισχυθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες. Βεβαίως είναι και η σχολική πρόληψη. Τα προγράμματα ψυχοκοινωνικής στήριξης. Το πώς διαχειριζόμαστε τον θυμό μας, πώς ενισχύουμε την αυτοεκτίμησή μας, πώς βρίσκουμε τρόπο να επικοινωνούμε τις συγκρούσεις είτε τις ενδοοιγενειακές, είτε τις ενδοσχολικές, είτε και τις εξωσχολικές. Να βλέπουμε το παιδί στο περιβάλλον που αναπτύσσεται και όλα αυτά τα περιβάλλοντα να αξιολογούνται».

Σημαντικά, υπογραμμίζει ο δρ Μικελλίδης, είναι και τα μέτρα εναλλακτικής Δικαιοσύνης. «Είναι μέτρα αντί τιμωρίας, προγράμματα διαμεσολάβησης, εθελοντισμού, η καλλιτεχνική έκφραση. Χρειάζεται να βλέπουμε τα πράγματα συλλογικά και με εποπτεία».

Λύσεις μπορεί να προσφέρει και η κοινότητα, ανέφερε ακόμη ο δρ Μικελλίδης, όπως το να δημιουργηθούν δομές νεότητας, πολιτισμού και αθλητισμού. «Να προσφέρουν, δηλαδή μια διέξοδο. Αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες δομές, πού να πάει ένα παιδί; Θα καταλήξει σε ένα φαύλο κύκλο αρνητικών καταστάσεων, που θα του δημιουργεί προβλήματα ψυχολογίας ή και συναισθηματικά, καθιστώντας το πιο επιρρεπή στη χρήση ουσιών».

Δεν αποκλείεται, επίσης, να χρειάζεται οικογενειακή θεραπεία. «Δεν αρκεί να προσπαθείς να βελτιώσεις μόνο την κατάσταση του παιδιού, τη στιγμή που οι γονείς αντιμετωπίζουν κάποιο θέμα που πρέπει να βελτιώσουν, ας πούμε της δικής τους ψυχικής υγείας. Δεν γίνεται για παράδειγμα να προσπαθείς να φτιάξεις το παιδί, ενώ ο γονέας συνεχίζει να χτυπάει τη μητέρα του», είπε και πρόσθεσε ότι σε τόσο ακραία περιβάλλοντα τίθεται και το ζήτημα της κηδεμονίας.

Exit mobile version