Η περασμένη Τετάρτη στο Ζάλογγο ήταν αφιερωμένη στην τελετουργία. Ενόψει της νέας περιόδου ο πρόεδρος Λουκάς Λαυρεντιάδης κανόνισε με τον εφημέριο του Αγίου Προκοπίου να γίνει ο ετήσιος αγιασμός με την προσδοκία «οι συνιστώσες της Δεξιάς να ομονοήσουν».
Λόγω της εκδήλωσης, η μέρα στο σωματείο άρχισε στις τέσσερις το απόγευμα. Το πρωί η Λίτσα δεν άνοιξε καθότι «δεν μπορώ να κλείσω δωδεκάωρο στο άσυλο». Η πρώτη της δουλειά ανοίγοντας ήταν να σταθεί μπροστά μου και να κοιτάξει το είδωλό της στην παλαιά αλλά ακμαία επιφάνειά μου. «Φτου σου, κούκλα μου, βάζεις κάτω και… τριαντάρες».
Νομίζω ήθελε να πάει και πιο κάτω αλλά συγκρατήθηκε. Και ήταν όντως όμορφη η Λίτσα. Φορούσε ένα εφαρμοστό κόκκινο φόρεμα σαν τραγουδίστρια σε δευτεροκλασάτο μπουζουξίδικο των 80s. Το δε μαλλί ήταν κρεπαρισμένο από την κομμώτρια Γιώτα η οποία ουδέποτε παίρνει χρήματα από τη Λίτσα· από γυναικεία αλληλεγγύη κι από μια αίσθηση καθήκοντος απέναντι στη χειμαζόμενη ανθρωπότητα.
Είναι βέβαιον ότι η καντινιέρισσα ένιωθε καλά, είχε κι ένα καλό προαίσθημα πως κάτι θα γινόταν ερωτικώς. Από πού να της έρθει όμως αυτό το κάτι το καλό στο Ζάλογγο; Από τότε που την εγκατέλειψε ο Παναγιώτης με τη Ραλούκα από τη Ρουμανία δεν επιχείρησε απολύτως τίποτε στον ερωτικό στίβο. Αυτό το δεδομένο κάνει την κομμώτρια Γιώτα έξαλλη, «εσύ επανήλθες στην παρθενιά, να σου τύχει και κάτι, θα πρέπει να κρεμάσουμε το σεντόνι στο μπαλκόνι».
Την Πρωτοχρονιά πάντως, η Λίτσα είχε πει το «φέτος θα βρω άντρα πάει και τελείωσε». Η χρονιά βέβαια οδεύει ακάθεκτη προς το τέλος χωρίς να έχει επισυμβεί το ευτυχές. Η ελπίδα όμως πεθαίνει σταθερά τελευταία.
Την Τετάρτη, λοιπόν, πριν πλακώσουν οι δώδεκα φυλές της Δεξιάς που απαρτίζουν το Ζάλογγο, η Λίτσα ετοίμασε τη λεκάνη με το νερό, συνειδητοποιώντας ότι είχε ξεχάσει τον βασιλικό. Βρήκε αμέσως τη λύση. Παρακάλεσε τον Καμίρ, τον Ινδό που εργάζεται στο διπλανό κουρείο, να πάει στο μανάβικο «Ο Κήπος του Αλλάχ» και να της φέρει μια ωραιότατη δέσμη μαϊντανό, «τι βασιλικός, τι μαϊντανός δεν νομίζω να ενοχληθεί ο Ύψιστος».
Στις έξι ακριβώς ο ιερέας άρχισε την τελετή. Νεαρός και λίγο χίπστερ ο παπάς, «τι φρούτο κι αυτό, Χριστέ μου» αναστέναξε η Λίτσα με ασαφείς διαθέσεις. Ο αιδεσιμότατος της είπε αργότερα ότι είναι τριάντα τριών ετών «στα χρόνια του Ιησού», ότι πρόσφατα διορίστηκε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή εφημέριος του Αγίου Προκοπίου, και ότι ως φοιτητής υπήρξε χορευτής λάτιν χορών. «Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας», μουρμούρισε η Λίτσα μη ξέροντας πώς ακριβώς να αξιοποιήσει το βιογραφικό αυτό στοιχείο.
Ο παπάς που φέρει το όνομα «Νήφων» στάθηκε στο κέντρο του Ζαλόγγου περιτριγυρισμένος από εθνικόφρονες διαφορετικών ηλικιών και σωματικών διαπλάσεων, από καναπεδάτους μέχρι ασύστολα γυμνασμένους που ήταν μάλιστα και μαυροντυμένοι.
Ουδείς ανέμενε το τι θα συνέβαινε λίγο πριν το τέλος. Ο Νήφων θεώρησε σκόπιμο να τροποποιήσει τη διάσημη ευχή και αντί να ψάλει το «Νίκας τοις βασιλεύσι» είπε το πολιτικώς πιο safe «Νίκας τοις ευσεβέσι» προκαλώντας την άμεση και σφοδρή αντίδραση της πολύ Δεξιάς πτέρυγας που φώναξε «αίσχος!» και απείλησε τον ιερωμένο με ξύρισμα. «Αίσχος εσείς, υποκριτές!» φώναξε ένας από τους πιο μετριοπαθείς με την κατάσταση να εκτραχύνεται επικίνδυνα.
Ο Νήφων συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή ότι αυτό που είχε βυθίσει μαζί με τον τίμιο Σταυρό στον αγιασμό δεν ήταν βασιλικός αλλά μαϊντανός, «έλεος, κυρία Λίτσα, αγιασμό κάνουμε ή ταμπουλέ;». «Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, δέσποτα» αντέδρασε η Λίτσα πριν παρέμβει ο Λαυρεντιάδης ανακαλώντας άπαντες στην τάξη, «για όνομα του Θεού, σεβαστείτε τα Θεία, αν δεν επανέλθει η τάξη καλώ πάραυτα την αστυνομία και κλείνω το Ζάλογγο!».
Η άκρα Δεξιά έκανε πίσω, ο παπάς κατάπιε αμάσητο τον μαϊντανό και η Λίτσα δέχτηκε μια γενναία δόση αγιασμού στο μαλλί, «σιγά, παπά μου, είδε κι έπαθε η Γιώτα να μου κουλαντρίσει το μαλλί». Ο ιερέας επανάφερε εκών άκων το «βασιλεύσι» στον ψαλμό και ράντισε όλες τις συνιστώσες του Ζαλόγγου που δέχονταν τώρα τον αγιασμό με ευλάβεια και κυρίως χωρίς βία.
Πέρα από την αναμπουμπούλα -και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό- υπήρξε μια χαραμάδα ελπίδας για την έρμη τη Λίτσα. Ο Θεός, ή τύχη, το γραφτό, η τυχαιότητα, κάτι απ’ όλα αυτά τα ανάλγητα εν πάση περιπτώσει, αποφάσισε να προβεί σε μια μικρή αλλά υπολογίσιμη παραχώρηση. Τι; Θα σου πω την επόμενη φορά.
Ελεύθερα, 21.12.2025










