20 Οκτωβρίου, 2025
5:44 μμ

Δεύτερο «όχι» από Δικαστήριο εισέπραξε ο στρατιωτικός που φέρεται να διέδωσε πορνογραφικό υλικό της πρώην ερωμένης του, για απειλές και εκβίαση. Αυτός ζητούσε ακύρωση του εντάλματος έρευνας στην οικία, εργασία και το όχημά του, επικαλούμενος αλλαγές στον όρκο της Αστυνομίας όσον αφορά στη διεύθυνσή του.

Το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί στις 22/1/2025, κατόπιν σχετικής καταγγελίας που υπεβλήθη από πρώην ερωτική σύντροφο του εφεσείοντα. Τα αδικήματα που διερευνούνταν, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τη χρονική περίοδο του Ιουνίου 2021 μέχρι και την 15/1/2025, και για τα οποία η Αστυνομία αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τα πιο πάνω εντάλματα αφορούσαν σε:

Διάδοση πορνογραφικού υλικού, απειλή διάδοσης πορνογραφικού υλικού, εκβίαση απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό κλοπής, παρενόχληση με πρόκληση φόβου, σεξουαλική παρενόχληση άσκηση ψυχολογικής βίας και συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.

Εναντίον του εντάλματος έρευνας είχε καταχωρήσει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση διατάγματος τύπου σερτιοράρι για ακύρωσή του. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του αυτό και στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε έφεση κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης.

Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της αστυνομικού που αιτήθηκε το ένταλμα, ο αιτητής, στρατιωτικός στο επάγγελμα, είχε συνάψει ερωτική σχέση με την παραπονούμενη, ύπανδρη γυναίκα. Κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους περιπτύξεων είχε εξασφαλίσει φωτογραφίες και βίντεο. Σε κάποιο στάδιο, όταν η παραπονούμενη αποφάσισε να τερματίσει τη μυστική τους ερωτική σχέση, αυτός φέρεται να αντέδρασε απειλώντας την ότι, αν δεν ξανάσμιγε μαζί του, θα προέβαινε σε δημοσίευση του πιο πάνω υλικού που είχε στην κατοχή του.

Φέρεται, δε, να είχε ενημερώσει και το σύζυγο της τόσο για την ερωτική τους σχέση όσο και για το υλικό που κατείχε. Το Δεκέμβρη του 2024 φέρεται μάλιστα να είχε απειλήσει και το σύζυγο της πως αν δεν του κατέβαλε το χρηματικό ποσό των €100.000 θα δημοσίευε γυμνές φωτογραφίες της συζύγου του ενώ, αν τολμούσε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, θα παρέδιδε τις γυμνές φωτογραφίες σε άλλο πρόσωπο για να τις δημοσιεύσει.

Ο εφεσείοντας είχε υποστηρίξει και στην αίτηση του αλλά και τώρα στην έφεσή του, πως δεν θα μπορούσε το ένταλμα έρευνας να τύχει οποιασδήποτε διόρθωσης ή επέμβασης ή αλλοίωσης από μέλος της Αστυνομίας, καθότι αποτελεί διαταγή του Δικαστηρίου και ότι μόνο το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέτασαν την έφεση, διαφώνησαν με τη θέση αυτή. «Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι τέτοιου είδους έγγραφα, όπως είναι το έντυπο του εντάλματος έρευνας και ο όρκος που συνοδεύει το σχετικό αίτημα, τίθενται σε μορφή δαχτυλογραφημένων εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και έγκριση. Όπως δε ορθά επισημάνθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν είναι ούτε παράνομο ούτε επιλήψιμο ένα μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, που έχει νομίμως στην κατοχή του δακτυλογραφημένα έγγραφα, να προβαίνει σε χειρόγραφη διόρθωση/τροποποίηση αυτών, πριν τα θέσει ενώπιον Δικαστηρίου για έγκριση, όταν διαπιστώνει λάθη ή παραλείψεις που έγιναν κατά τη δακτυλογράφηση του κειμένου».

Αυτό που έχει σημασία, προσθέτει το Ανώτατο, είναι το κατά πόσο το Δικαστήριο θα ικανοποιηθεί, με βάση το περιεχόμενο του όρκου που συνοδεύει το ένταλμα έρευνας, ως έχει τεθεί ενώπιον του, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 για να προχωρήσει με την έκδοση του αιτούμενου Εντάλματος. Όσον δε αφορά το έντυπο του εντάλματος έρευνας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση, προφανώς, μόνο μετά την υπογραφή του, συντελείται η έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, καθιστώντας το, πλέον, διαταγή του Δικαστηρίου.

Είναι γεγονός, παρατηρούν οι τρεις δικαστές, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι τόσο το υπογραφέν από το κατώτερο Δικαστήριο Ένταλμα Έρευνας, το οποίο κρατήθηκε και καταχωρίστηκε στο οικείο Πρωτοκολλητείο, όσο και το έγγραφο που εδόθη στην Αστυνομία για εκτέλεση, είχαν το ίδιο περιεχόμενο. Κατάληξη η οποία δεν φαίνεται να δικαιολογείται από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.

Αυτό που επισημάνθηκε στην απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου, είναι πως η διόρθωση στη διεύθυνση του τόπου διαμονής του εφεσείοντα στην ένορκη δήλωση της αρχιαστυφύλακα, είχε λάβει χώρα πριν αυτή τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου προς εξέταση του αιτήματος της Αστυνομίας για έκδοση εντάλματος έρευνας.

Exit mobile version