Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εντείνοντας τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, θέτει το κτηριακό απόθεμα στο επίκεντρο των πολιτικών της μεταρρυθμίσεων.

Ο συγκεκριμένος τομέας αναδεικνύεται στρατηγικής προτεραιότητας, καθώς ευθύνεται για σημαντικό ποσοστό της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος προωθεί την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1275 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, μέσω του νομοσχεδίου με τίτλο «Ο Περί Ρύθμισης της Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων Νόμος του 2025».

Η εν λόγω νομοθεσία εισάγει ουσιαστικές αλλαγές, που αφορούν τόσο τα νέα όσο και τα υφιστάμενα κτήρια. Στόχος της αποτελεί η σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η ενεργειακή αναβάθμιση του εθνικού κτιριακού αποθέματος και παράλληλα, η προώθηση κατασκευών υψηλής ποιότητας. Κτήρια τα οποία όχι μόνο ανταποκρίνονται σε ενεργειακές απαιτήσεις, αλλά διασφαλίζουν και συνθήκες υγείας, άνεσης και βιωσιμότητας για τους χρήστες τους.

Ένα από τα σημαντικότερα νέα στοιχεία της νομοθεσίας, είναι η καθιέρωση των κτηρίων μηδενικών εκπομπών. Από την 1η Ιανουαρίου 2030, όλα τα νέα κτήρια θα πρέπει να πληρούν τη συγκεκριμένη απαίτηση, ενώ για τα δημόσια κτήρια η υποχρέωση ξεκινά δύο χρόνια νωρίτερα, το 2028. Τα κτήρια μηδενικών εκπομπών αντικαθιστούν την υφιστάμενη έννοια των κτιρίων σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας και ορίζονται ως εκείνα που καλύπτουν τις ανάγκες τους σε πρωτογενή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Επιπρόσθετα, συμμορφώνονται με συγκεκριμένα ανώτατα όρια ενεργειακής ζήτησης και εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δεν έχουν επιτόπου ανθρακούχες εκπομπές από ορυκτά καύσιμα και διαθέτουν, όπου είναι εφικτό, την ικανότητα αντίδρασης σε εξωτερικές ενδείξεις προσαρμόζοντας τη χρήση, την παραγωγή ή την αποθήκευση ενέργειας.

Παράλληλα, εισάγεται η υποχρέωση υπολογισμού του Δυναμικού Υπερθέρμανσης του Πλανήτη (ΔΥΠ) για όλα τα νέα κτήρια, με σκοπό την αποτίμηση του συνολικού ανθρακικού τους αποτυπώματος καθ’ όλο τον κύκλο ζωής τους. Η απαίτηση αυτή τίθεται σε ισχύ το 2028 για τα μεγάλα κτήρια άνω των 1.000 τ.μ. και από το 2030 θα ισχύει για όλα τα νέα κτήρια. Η αρμόδια αρχή αναμένεται να καταρτίσει έως το 2027 αναλυτικό χάρτη πορείας με ειδικές οριακές τιμές για το συνολικό σωρευτικό ΔΥΠ, για κάθε κατηγορία κτιρίου και για κάθε κλιματική ζώνη, με γνώμονα μια σταδιακή πτωτική τάση.

Η προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα ενισχύεται, μέσα από τη νομοθεσία, με την κατάργηση κάθε μορφής οικονομικών κινήτρων για εγκατάσταση αυτόνομων λεβήτων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, από το 2025, ενώ τίθεται στόχος πλήρους απόσυρσής τους, έως το 2040. Παράλληλα, θεσπίζεται το Εθνικό Σχέδιο Ανακαίνισης, με ορίζοντα το 2050, ώστε τα κτήρια στην Κύπρο – δημόσια και ιδιωτικά, οικιστικά και μη – να πληρούν τις προδιαγραφές μηδενικών εκπομπών. Προβλέπεται επίσης η εφαρμογή ελάχιστων επιπέδων ενεργειακής απόδοσης στα υφιστάμενα μη οικιστικά κτήρια και ένα σταδιακό πλάνο ανακαινίσεων στα οικιστικά κτήρια, με ορόσημα τα έτη 2030, 2040 και 2050.

Η νέα νομοθεσία προβλέπει επίσης μια σειρά από επιμέρους παρεμβάσεις, όπως η αναβάθμιση του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) με νέα κλίμακα αξιολόγησης από «Α» έως «Η», όπου το «Α» αντιστοιχεί σε κτήρια μηδενικών εκπομπών και το «Η» στα λιγότερο αποδοτικά κτήρια κατά τον χρόνο εισαγωγής της κλίμακας. Επίσης, προβλέπεται η λειτουργία ολοκληρωμένων υπηρεσιών υποστήριξης τύπου «one-stop-shop» για ιδιοκτήτες που επιθυμούν να προβούν σε ανακαινίσεις. Δίνεται ταυτόχρονα ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενίσχυση των υποδομών βιώσιμης κινητικότητας αλλά και στην ενίσχυση της ποιότητας του εσωτερικού περιβάλλοντος των κτιρίων και στη χρήση έξυπνων αυτοματισμών για τον έλεγχο της, όπου αυτό είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό.

Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αναμένεται να επηρεάσουν ουσιαστικά τον τομέα των κατασκευών, τη βιομηχανία δομικών υλικών και ευρύτερα, την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις για την αγορά.

Η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ), ως βασικός εκπρόσωπος της επιχειρηματικής κοινότητας και έχοντας κάτω από την ομπρέλα της, τον κατασκευαστικό τομέα αλλά και άλλους υποτομείς που θα επηρεαστούν, συμμετείχε ενεργά στη δημόσια διαβούλευση της παρούσας νομοθεσίας. Με τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, επιδίωξε την προσαρμογή των ρυθμίσεων των διατάξεων στις ρεαλιστικές ανάγκες της κυπριακής αγοράς, την επίτευξη υψηλής αποτελεσματικότητας και τον μετριασμό των επιπτώσεων στις επιχειρήσεις και την κοινωνία στο σύνολό της.

*Λειτουργός, Τμήμα Ενέργειας και Περιβάλλοντος (ΟΕΒ)

Exit mobile version