16 Ιουνίου, 2025
5:22 μμ

Η διακεκριμένη συγγραφέας πιστεύει πως αν ο Αρθούρος Ρεμπώ ζούσε στη σημερινή Κύπρο, θα έβρισκε πολλούς λόγους να εξεγείρεται καθημερινά.

Στην ιστορία της λογοτεχνίας, υπάρχουν προσωπικότητες που μοιάζουν να μην ανήκουν σε καμία εποχή, γλώσσα, ή χώρα. Ωστόσο, διασχίζουν συγκεκριμένα σημεία στον χάρτη. Ο Αρθούρος Ρεμπώ, ποιητής- διάττοντας, αρνητής των πάντων και εκφραστής του ανείπωτου, έμελλε να περάσει για λίγο από την Κύπρο. Δεν ήταν πια ποιητής, ούτε επαναστάτης, αλλά ένας επόπτης έργων σε μια αποικιακή γωνιά της Ευρώπης που μόλις άλλαζε χέρια- και όψη. Στο νέο της βιβλίο «Μη γράφετε Αρθούρος», η Νάσια Διονυσίου επιχειρεί να ιχνηλατήσει αυτό το πέρασμα. Όχι για να ερμηνεύσει τον Ρεμπώ· για να τον αποδεσμεύσει: από βιογραφίες, μύθους, λέξεις. Όχι για να τον αποκαταστήσει, αλλά για να τον επανακρυπτογραφήσει. Σ’ έναν ισόπεδο κόμβο ιστορίας, ποίησης και μυθοπλασίας, επανεγγράφει τα χνάρια του αινιγματικού ποιητή δίνοντας φωνή και μνήμη στο ίδιο το Τρόοδος και μετατρέποντάς τον Ρεμπώ σε καθρέφτη για τις σύγχρονες αντιφάσεις μας. Καθώς άνθρωποι και τόποι συνομιλούν και αλληλοτροφοδοτούνται, η συγγραφέας διαπερνά αφηγήσεις του περιθωρίου και μετατρέπει τη γραφίδα της σε εργαλείο αποκάλυψης κρυμμένων στρωμάτων της ταυτότητάς μας.

Τι σε γοήτευσε σ’ αυτή την περίοδο του βίου του Ρεμπώ; Σε ολόκληρη την ιστορία της ποίησης δεν έχει υπάρξει άλλος Ρεμπώ κι αυτός ο Ρεμπώ βρέθηκε στο νησί μας και μάλιστα λίγο προτού η ζωή του πάρει διαπαντός «την όψη μιας απέραντης ερήμου», όπως ενδεικτικά γράφει ο Χένρι Μίλλερ. Αυτό και μόνο το γεγονός δεν είναι αρκετό για να γοητεύσει μια συγγραφέα;

Γιατί θεωρείς ότι αξίζει να ακουστεί μέσα από μια κυπριακή τοπογραφία; Στα ίδια τα χώματα του Τροόδους που περπατάμε σήμερα, κάτω από τα ίδια δέντρα που ξαποσταίνουμε, περπάτησε και ξαπόστασε ένας Ρεμπώ. Αυτή ήταν η αρχική μου έμπνευση, ενώ στην πορεία μού γεννήθηκαν κι άλλα, σχετικά ή και άσχετα, ερωτήματα: Η συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, της μετάβασης, δηλαδή, του νησιού από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία, έπαιξε κάποιο ρόλο στην πορεία της ζωής του; Και τι ρόλο έπαιξε στην πορεία της ζωής των Κυπρίων; Το ίδιο το Τρόοδος έπαιξε κάποιο ρόλο στη ζωή του; Έπαιξε ποτέ κάποιο ρόλο στη δική μας ζωή; Και τι γνωρίζουμε τελικά για τον Ρεμπώ, τι γνωρίζουμε για την ιστορία μας, για τον τόπο μας, ή τελικά για τις ίδιες τις ζωές μας; «Εγώ είναι ένας άλλος» είχε γράψει. Ποιο είναι το «εγώ», ποιος ο «άλλος»; Τα ερωτήματα, βλέπεις, όταν ξεκινήσουν δεν σταματούν!

Πώς προσέγγισες τη φιγούρα του ως λογοτεχνικό υλικό; Όσο περισσότερο μελετούσα τον Ρεμπώ, τόσο περισσότερο ένιωθα τη μορφή του ρευστή, θολή, ακατάληπτη με βάση τους κοινούς κανόνες και κώδικες αυτού του κόσμου. Ίσως επειδή ο ίδιος έμοιαζε να μην είναι αυτού του κόσμου, πειθαρχούσε σε άλλους νόμους, «υπήρχε και την ίδια στιγμή δεν υπήρχε, ώστε κι αυτοί που τον συνάντησαν ίσως να μην τον είδαν», όπως γράφει σ’ ένα στίχο του. Ακόμα και σήμερα, παρά τις δεκάδες μελέτες που έχουν εκπονηθεί, ο Ρεμπώ παραμένει ένα αίνιγμα. Επέλεξα, λοιπόν, αυτός να είναι και ο άξονας, που συγκροτεί την αφήγησή μου: η φιγούρα του να συνυφαίνεται κυρίως από τις αντανακλάσεις των εντυπώσεων που προκαλεί σε διάφορα πρόσωπα.

© Γιώργος Σαββινίδης

Πώς διαχειρίστηκες το λεπτό όριο ανάμεσα στην απότιση φόρου τιμής και τη δημιουργική αυθαιρεσία; Υπάρχει πράγματι ο εξής κίνδυνος: είτε λόγω του θαυμασμού για τον ήρωά σου, ιδίως όταν αυτός αποτελεί μια μυθοποιημένη μορφή, απλώς να αναπαράγεις τη συνθήκη της ζωής και της δημιουργίας του, χωρίς να της προσδώσεις μια νέα δυναμική, είτε να αυθαιρετήσεις πάνω σ’ αυτή, υποβάλλοντας ή και επιβάλλοντας μια δική σου, εντελώς υποκειμενική νοηματοδότηση. Προσπάθησα να αποφύγω και τα δύο, πατώντας πολύ γερά σε όσα γνωρίζουμε για τον Ρεμπώ και στην απεριόριστη ζωτικότητα της ποίησής του και ταυτόχρονα δημιουργώντας μια φανταστική πλοκή, που μπορούσε να χωρέσει, μαζί με τον Ρεμπώ και τη δική μου ευαισθησία. 

Το Τρόοδος στο βιβλίο έχει φωνή. Πώς «αφουγκράζεσαι» μια γεωγραφία πριν τη μετατρέψεις σε αφήγηση; Καθώς έγραφα το «Μη γράφετε Αρθούρος», βρέθηκα πολλές φορές στο Τρόοδος. Κοιμήθηκα και ξύπνησα εκεί, το περπάτησα, το ανάσανα, το μυρίστηκα, το ψηλάφισα, το αισθάνθηκα, άκουσα τις φωνές του. Ούτως ή άλλως, λόγω της καταγωγής της μητέρας μου από το χωριό Φοινί, το Τρόοδος το γνωρίζω καλά, ενώ κι ως άνθρωπος που προσπαθώ να θεμελιώνω μια βιωμένη επαφή με τον τόπο μου, αντιλαμβάνομαι την οροσειρά ως τη σπονδυλική στήλη του νησιού: μάς συνέχει, μάς παρακολουθεί, μάς γνωρίζει ως λαό καλύτερα απ’ ό,τι εμείς τον εαυτό μας. Η πρόκληση ήταν να μπορέσω να συνθέσω, με βάση όλες αυτές τις εικόνες, τις μνήμες και τους συμβολισμούς, μια αυθύπαρκτη αφηγηματική φωνή που θα μπορούσε να ακούγεται χωρίς οποιαδήποτε δική μου διαμεσολάβηση.

Ο Ρεμπώ «συνομιλεί» με τη σημερινή Κύπρο; Με ποιον τρόπο; Ο Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από τον Αλμπέρ Καμύ ως «ο ποιητής της εξέγερσης και μάλιστα ο σημαντικότερος όλων». Εξεγέρθηκε ενάντια σε οτιδήποτε συμβατικό: ενάντια στις ασφυκτικές οικογενειακές δομές, τους πληκτικούς έρωτες, τις ανούσιες απολαύσεις, ενάντια στις αιμοβόρες πολιτικές και τα καταπιεστικά δόγματα, ενάντια στην υποκρισία των αριστοκρατών και τη μοιρολατρία των φτωχών, ενάντια στη στειρότητα της καθιερωμένης σκέψης και τη ρηχότητα της καθεστηκυίας ποίησης. Πιστεύω, λοιπόν, πως αν ζούσε στη σημερινή Κύπρο, θα έβρισκε πολλούς λόγους να εξεγείρεται καθημερινά. Επιπρόσθετα, επειδή στο βιβλίο μου η παρουσία του στο νησί αντιπαραβάλλεται προς την παρουσία των Βρετανών, πολλές από τις υποτιμητικές, άπληστες και αβαθείς αντιλήψεις που είχαν οι αποικιοκράτες για τους άλλους και για τον κόσμο τότε, μπορούν να ανιχνευθούν σε διάφορες στάσεις και συμπεριφορές, δικές μας, του εδώ και του τώρα.

© Γιώργος Σαββινίδης

Γιατί σε έλκουν οι περιθωριακές ή υποφωτισμένες αφηγήσεις του τόπου; Ίσως επειδή αυτές είναι οι περισσότερες ή και οι πιο σημαντικές. Ιστορίες που σκεπάστηκαν, αθέλητα ή ηθελημένα, κάτω από τα πέπλα άλλων αφηγήσεων– πιο κανονικών, πιο ηρωικών, πιο εθνοκεντρικά ορθών– και έμειναν εκεί βουβές και απωθημένες. Μόνο που δεν μπορείς να εξηγήσεις, να ερμηνεύσεις ή ακόμα και να αγαπήσεις τη διαδρομή και την ψυχή ενός τόπου και ενός λαού μέσα από ακρωτηριασμένα ή παραμορφωμένα αφηγήματα. Η αλήθεια, την οποία εγώ προσπαθώ να προσεγγίσω, είτε αυτή αφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη, είτε στην Ιστορία, είναι μια αλήθεια όσο το δυνατόν σφαιρική, όχι όμως στρογγυλεμένη, μια αλήθεια αυτόφωτη και όχι ετεροκαθορισμένη, μια αλήθεια λυτρωτική μέσα από τις αδυναμίες, τους κλυδωνισμούς, τις αντιφάσεις της.

Η κυπριακή λογοτεχνία συχνά αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα ως «περιφερειακή», ως «ιδιάζουσα περίπτωση» ή εξετάζεται μέσα από το πρίσμα της εθνικής τραγωδίας του 1974. Έχει αλλάξει η δυναμική της τα τελευταία χρόνια; Θεωρώ πως η λογοτεχνία που γράφεται στην Κύπρο αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις με κάθε λογοτεχνία που γράφεται στην ελληνική γλώσσα. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η μεταπολεμική, τουλάχιστον, γενιά των Κύπριων συγγραφέων αναψηλαφεί το ιστορικό τραύμα πιο στοχαστικά, ανοίγοντας συγχρόνως το βλέμμα της για να συμπεριλάβει και άλλου είδους πραγματικότητες που ταλανίζουν τους ανθρώπους της εποχής μας.

-Και τι παραμένει πεισματικά ίδιο; Ότι η λογοτεχνία που γράφεται εδώ κουβαλά αναπόφευκτα και τον τόπο– αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητά μας, με το ηχόχρωμα και τις αποχρώσεις της– και καταξιώνεται όταν, με τα μέσα της καλής λογοτεχνίας, πετυχαίνει να μετουσιώσει το ατομικό σε πανανθρώπινο και το περιφερειακό σε οικουμενικό.  

Πιστεύεις ότι διαμορφώνεται ένα διακριτό «γυναικείο βλέμμα» στην κυπριακή λογοτεχνία; Πιθανώς ναι, αλλά όχι υπό την έννοια ότι έχουν αυξηθεί οι Κύπριες πεζογράφοι και ποιήτριες ή στη βάση των γνωστών κλισέ περί γυναικείας ευαισθησίας, που διαχρονικά ταυτίστηκαν με τον καθόλου δόκιμο όρο «γυναικεία γραφή». Αντίθετα, αυτό που νομίζω πως προσδιορίζει τη συνειδητή και χειραφετικά έμφυλη οπτική, στην Κύπρο αλλά και παντού, είναι η συνομιλία με σύγχρονες κοινωνικές και ταυτοτικές διεργασίες και δυναμικές, καθώς και η προσπάθεια να υπονομευτούν οι πατριαρχικά καθιερωμένες απεικονίσεις στη λογοτεχνία και ευρύτερα. Αναφέρομαι σε απεικονίσεις του φύλου και των επιτελέσεων της θηλυκότητας και στην ανάγκη να ξαναγραφτούν τα πράγματα πρωτογενώς μέσα από τη βιωμένη εμπειρία, την απελευθερωμένη περιέργεια ή ακόμα κι ένα ιδιότυπο αίσθημα αλληλεγγύης, με απώτερο στόχο την πληρέστερη σύλληψη της πραγματικότητας.

© Γιώργος Σαββινίδης

Ως γυναίκα που γράφει αλλά και εργάζεται στον ευαίσθητο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νιώθεις ότι η γραφή σου λειτουργεί κι ως πράξη πολιτική ή κοινωνική; Ή αποζητάς μια «ουδέτερη» ζώνη δημιουργίας; Ευτυχώς ή δυστυχώς, παραμένω αμετανόητα πολιτικό ον! Άλλωστε, η ίδια η συγγραφή, ως μια επίπονη διαδικασία να δώσει κανείς μορφή στο λανθάνον περιεχόμενο της ανθρώπινης αγωνίας, αποτελεί αφ’ εαυτού μία πολιτική πράξη αντίστασης, σε ένα κόσμο που απαξιώνει τόσο την τέχνη, όσο και την ίδια την ανθρώπινη αγωνία. Από την άλλη, δεν γράφω για να επαληθεύω ή να επιβάλλω τις βεβαιότητές μου, αλλά για να ακονίζω τη λογική και συναισθηματική μου εγρήγορση, ώστε να μπορώ να προσεγγίζω καλύτερα τις αλήθειες των άλλων και, γιατί όχι, να αποδομώ τις δικές μου.

Σκέφτεσαι τη γραφή ως πράξη παρατήρησης ή περισσότερο ως πράξη μεταμόρφωσης του βλέμματος; Θα έλεγα, ως πράξη μετατόπισης του βλέμματος. Απ’ αυτό που μοιάζει προφανές στο άδηλο, από αυτό που εμφανίζεται ως κρίσιμο στο φαινομενικά ασήμαντο, απ’ αυτό που κραυγάζει σ’ αυτό που σωπαίνει, απ’ αυτό που επιμένει σ’ αυτό που κλονίζεται. Με άλλα λόγια η γραφή και κατ’ επέκταση η ανάγνωση, θα πρέπει να μπορούν να δημιουργούν έστω την υποψία πως κάτω, έξω και πέρα από την καθημερινότητα, τη συνήθεια και τη φθαρτότητά μας επιβιώνουν και διεκδικούν να ακουστούν πολλές ακόμη πλευρές και εκδοχές ζωής, που δεν αποκλείεται να είναι και οι πιο ουσιώδεις.

Ο Ρεμπώ και η Κύπρος

Ο Γάλλος ποιητής, Αρθούρος Ρεμπώ, μέσα σε μία περίοδο τεσσάρων μόνο ετών, από τα δεκαέξι έως τα είκοσι του, έγραψε μια ποίηση που ανέτρεψε ό,τι έως τότε γνωρίζαμε ως ποίηση: μία ποίηση οραματική, που συλλάμβανε τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι και όχι όπως ήταν, με μία γλώσσα τόσο δραστική, που κατόρθωνε να εκφράσει το ανέκφραστο και το ανείπωτο. Ελάχιστα χρόνια αργότερα, ξεκίνησε μια νέα τυχοδιωκτική ζωή στις χώρες της Ερυθράς Θάλασσας και, από τα γράμματα που στέλνει στην οικογένειά του, διακρίνουμε πια έναν άνθρωπο κυνικό, αποκαρδιωμένο, σχεδόν αντιπαθητικό. Στο ενδιάμεσο αυτής της πορείας, ο Ρεμπώ βρέθηκε στην Κύπρο, όπου και εργάστηκε ως επόπτης, αρχικά σε ένα λατομείο στα παράλια της Λάρνακας και ακολούθως στην ανέγερση της αγροικίας του Βρετανού Μεγάλου Αρμοστή (νυν εξοχική προεδρική κατοικία) στο Τρόοδος. Αυτό το πέρασμά του, που συνέπεσε με τη μετάβαση της Κύπρου από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία, ερέθισε τη λογοτεχνική μου φαντασία και με προκάλεσε να διερευνήσω μυθοπλαστικά κατά πόσο οι δύο αυτές μεταβάσεις αλληλεπιδρούν και μπορούν να συνομιλήσουν.

  • INFO Το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου «Μη γράφετε Αρθούρος» (εκδ. Πόλις) παρουσιάζεται την Τρίτη 17 Ιουνίου στις 7.30μ.μ. στην στην αυλή του Πολυδύναμου Δημοτικού Κέντρου Λευκωσίας. Με τη συγγραφέα συζητούν η αρχαιολόγος Άννα Μαραγκού, ο πρέσβυς επί τιμή Ανδρέας Μαυρογιάννης και η φιλόλογος Βασιλική Σελιώτη.
Exit mobile version