Ξανά στις δικαστικές αίθουσες το θέμα της κατασκευής εργοστασίου παραγωγής ασφάλτου στο Μιτσερό. Μετά την επιτυχία οκτώ κοινοτήτων να ακυρώσουν την απόφαση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, το Εφετείο την ανέτρεψε και τώρα το Συνταγματικό Δικαστήριο, απέρριψε αίτημα των κοινοτήτων για χορήγηση άδειας για να εγείρουν νομικά ζητήματα που αφορούν την απόφαση του Εφετείου.
Όπως προκύπτει, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρι να υπάρξει οριστική κατάληξη στο ζήτημα που ταλανίζει τις κοινότητες Μιτσερού, Αγροκηπιάς, Αγίου Ιωάννη, Μονής, Μενοίκου, Ορούντας, Αρεδιού και Μαλούντας.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, στις 24.3.2022 η Πολεοδομική Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της δεδομένα, ειδικά τη θετική γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής, προχώρησε με τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας, σε σχέση με κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ασφαλτικού σκυροδέματος. Οι αιτητές-κοινότητες καταχώρησαν προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης προς έγκριση της αίτησης για πολεοδομική άδεια.
Η πρωτόδικος Δικαστής, αφού έκρινε ότι οι αιτητές, ως ενδιαφερόμενες τοπικές αρχές, είχαν έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης πράξης, προχώρησε στην εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος 4 αφορούσε στην παραβίαση του Άρθρου 9.9.2.3 της Δήλωσης Πολιτικής για την ύπαιθρο, το οποίο προνοεί όπως η Πολεοδομική Αρχή συμβουλεύεται, μεταξύ άλλων, «… και την οικεία Τοπική Αρχή, καθώς και οποιαδήποτε όμορη Τοπική Αρχή, σε περίπτωση που η ανάπτυξη προτείνεται σε απόσταση μικρότερη της τάξης των δύο χιλιομέτρων από τα αντίστοιχα διοικητικά της όρια.» Έκρινε, καταληκτικά, ότι οι ως άνω πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής παραβιάστηκαν και, δεδομένου ότι ο υπό αναφορά λόγος ακύρωσης ανέτρεχε στη ρίζα της διαδικασίας, δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Το επιτυχές αποτέλεσμα της προσφυγής προσβλήθηκε με μια σειρά από λόγους έφεσης ενώπιον του Αναθεωρητικού Τμήματος του Εφετείου. Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6 έβαλλαν κατά του ευρήματος επί της ουσίας, της παραβίασης δηλαδή των προαναφερθέντων προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής. Το Εφετείο, εντόπισε ότι σημείο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων αποτελούσε, «… κατά πόσο τέτοια απόφαση χωροθέτησης, στην παρούσα περίπτωση, λήφθηκε, ως (εμμέσως πλην σαφώς) η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πριν ακουστούν οι προσφεύγοντες, ή αφού ακούστηκαν οι εφεσίβλητοι, με το επιχείρημα προς υποστήριξη της τελευταίας θέσης από την πλευρά της Εφεσείουσας να έχει ότι, η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν «πολιτικής» φύσεως και η υποχρέωση ακρόασης πριν τη λήψη της διοικητικής απόφασης περί της χωροθέτησης, η οποία λαμβάνεται από την Πολεοδομική Αρχή, δημιουργείται με την καταχώρηση της σχετικής πολεοδομικής αιτήσεως και όχι προηγουμένως.». Συνεπώς, ακύρωση της επίδικης απόφασης γι’ αυτό τον λόγο δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε, αφού αναγκαστικά τέτοια πλημμέλεια, αν υπήρξε, δεν μπορεί παρά να τύγχανε επανόρθωσης/θεραπείας σε ενεστώτα χρόνο και, ως έχουμε προαναφέρει, τελικώς οι (επτά εκ των οκτώ) εφεσίβλητοι (ήδη) ακούσθηκαν, ενώ, ταυτόχρονα, δεν έχουν στοιχειοθετήσει, τι άλλο θεωρούν ότι στερήθηκαν να εκθέσουν που δεν έθεσαν, έστω μεταγενέστερα, αν τέτοια θέση γινόταν αποδεκτή, ενώπιον της διοίκησης.».
Στη βάση των πιο πάνω, το Εφετείο κατέληξε όπως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί παράβασης της διάταξης 9.9.2.3 και η συνακόλουθη, λόγω αυτού του ευρήματος, ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, παραμεριστούν «… αφού τέτοιος λόγος ακύρωσης προβλήθηκε και προωθήθηκε, κρίνουμε, αλυσιτελώς.». Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στο Διοικητικό Δικαστήριο προς εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.
Μετά την απόφαση του Εφετείου, οι οκτώ κοινότητες με αίτημά τους ζήτησαν άδεια από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με το αιτιολογικό ότι από την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου προκύπτουν νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας δευτερογενούς νομοθετικής διατάξεως, καθώς και με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας. Υποστηρίζεται επίσης πως η κατάληξη του Εφετείου πάσχει, δεδομένου ότι αποφάσισε επί θέματος το οποίο καθόρισε το αποτέλεσμα της έφεσης, ήτοι ύπαρξης αλυσιτέλειας, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και τον πυρήνα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο κατά πλειοψηφία έξι δικαστών υπέρ και δύο κατά, αποφάνθηκε ότι το κατά πόσον το Εφετείο ορθά έπραξε ή εάν όφειλε και θα έπρεπε, κατά δικονομική, ως τίθεται, ευθυγράμμιση, να κινηθεί εντός των ορίων των λόγων έφεσης που καταχωρήθηκαν και να ακούσει προηγουμένως τους συνηγόρους εν σχέσει με το ζήτημα της αλυσιτέλειας, επηρεάζει, ενδεχομένως, αναλόγως της κατάληξης, τα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά δεν συνιστά νομικό θέμα, εν τη εννοία του Άρθρου 9(2)(γ), προς απάντηση. «Αλυσιτέλειας, προσθέτουμε, όχι υπό την έννοια του παραδεκτού της προσφυγής, η ακρόαση επί της οποίας εκκρεμεί, αλλά, όπως το Δικαστήριο καθόρισε. Στη βάση δηλαδή του γεγονότος ότι, εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές, σε κάποιο στάδιο, είχαν ακουστεί ως προς το ζήτημα της χωροθέτησης».
Μετά τη διαπίστωση αυτή δεν έδωσαν άδεια για να τεθούν τα νομικά σημεία γι’ αυτό και τώρα θα πρέπει να αναμένεται το αποτέλεσμα της ακρόασης της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο, δηλαδή το θέμα βρίσκεται στον ίδιο παρονομαστή από το 2022.