Οι καιροί δεν είναι ευνοϊκοί για τους υποστηρικτές της πράσινης μετάβασης. Σε αρκετές πρόσφατες συζητήσεις, αν κάποιος θίξει περιβαλλοντικά ζητήματα υπάρχουν συνομιλητές που κοιτούν συγκαταβατικά και αρχίζουν να μιλούν για το ενεργειακό κόστος, για τον Τραμπ, για την Κίνα που δεν μειώνει τις εκπομπές της, για την Ευρωπαϊκή Ένωση που βιάστηκε και άλλα.
Επειδή αυτές οι αναφορές έχουν αρχίσει να γίνονται καραμέλα στα χείλη πολλών στην Κύπρο, σκέφτηκα να γράψω μερικά δεδομένα, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα αλλάξει η άποψη όσων στην πράξη αδιαφορούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (ακόμα και αν δηλώνουν «προβληματισμένοι» ή «ανήσυχοι» στο Ευρωβαρόμετρο).
Τουλάχιστον όμως, ελπίζω μήπως προβληματιστούν όσοι αμφιταλαντεύονται.
Ιδού μερικοί μύθοι
– «Μόνο η Ευρώπη μειώνει τις εκπομπές της και αυτό δεν κάνει καμία διαφορά παγκοσμίως»
Λάθος. Πολλές χώρες του πλανήτη μειώνουν τις εκπομπές τους, με διαφορετικό βέβαια ρυθμό η καθεμιά.
Πριν από δέκα χρόνια, η βασική πρόβλεψη των επιστημόνων ήταν ότι οδεύουμε προς υπερθέρμανση του πλανήτη (σε σχέση με τα επίπεδα πριν από τη βιομηχανική εποχή) κατά πάνω από 4 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100. Σήμερα, η πρόβλεψη άλλαξε. Χάρη στα μέτρα που έχουν πάρει οι περισσότερες χώρες και χάρη στη μείωση του κόστους πολλών πράσινων τεχνολογιών, η σημερινή πρόβλεψη είναι ότι οδεύουμε προς υπερθέρμανση 3 περίπου βαθμών Κελσίου.
Είναι λίγο; Όχι, είναι πάρα πολύ – εδώ βλέπουμε τι γίνεται στην υφήλιο αυτή τη στιγμή που είμαστε στους 1,5 βαθμούς, οπότε φανταστείτε τι μπορεί να συμβεί με υπερθέρμανση 3 βαθμών.
Όμως η ανθρωπότητα άρχισε να αλλάζει την πορεία. Χρειαζόμαστε πάρα πολλή ακόμα προσπάθεια – αλλά μην πείτε ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αν οι κυβερνήσεις πετύχουν αυτά για τα οποία έχουν δημόσια δεσμευτεί, τότε μπορεί να φτάσουμε στους 2,5 βαθμούς Κελσίου. Ακόμα είναι πολύ ψηλή μια τέτοια υπερθέρμανση – αλλά η ιστορία συνεχίζεται. Και μολονότι οι κυβερνήσεις μπορεί να γράφουν ευχολόγια και να δυσπιστούμε έναντι των δεσμεύσεών τους, ωστόσο οι επιχειρηματικές ευκαιρίες που προκύπτουν από την πρόοδο στις πράσινες τεχνολογίες ξεπερνούν πολλές φορές τον δισταγμό των κυβερνήσεων.
– «Η Κίνα δεν κάνει τίποτα»
Οι ενεργειακές ανάγκες της Κίνας αυξάνονται έντονα. Η χώρα χρησιμοποιεί οποιονδήποτε ενεργειακό πόρο την εξυπηρετεί για να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες. Προσέξτε όμως: Ενώ από τη μια μεριά εξακολουθεί να χτίζει εργοστάσια άνθρακα, από την άλλη είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στην εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Το 2024 εγκατέστησε περισσότερες από ό,τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί. Μόνο το 2024 η ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες στην Κίνα ξεπέρασε ό,τι έχει παραγάγει όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση όλα τα χρόνια της ιστορίας της. Το αποτέλεσμα είναι ότι για πρώτη φορά – με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας – οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Κίνα μειώθηκαν κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο. Φτάνει; Όχι. Αλλά κάτι πολύ σημαντικό αλλάζει.
– «Η Κύπρος είναι πολύ μικρή και δεν αντέχει το κόστος»
Το κύριο ενεργειακό κόστος που ταλαιπωρεί την κυπριακή οικονομία είναι του ηλεκτρισμού. Όμως, οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού ΔΕΝ οφείλονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αυτό το γνωρίζουν καλά, νομίζω, οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, με την πολύ τεκμηριωμένη ενεργειακή αρθρογραφία της.
Επίσης, η Κύπρος δεν έχει εκείνη τη βαριά βιομηχανία που πλήττεται περισσότερο από την πράσινη μετάβαση. Δεν έχει χημική βιομηχανία, χαλυβουργία, διυλιστήρια ή αυτοκινητοβιομηχανία. Μπορείτε να μου βρείτε μία (1) θέση εργασίας που κινδυνεύει από την πράσινη μετάβαση στην Κύπρο;
– «Η Ευρώπη βιάζεται με την πράσινη μετάβαση»
Το αν βιαζόμαστε ή καθυστερούμε δεν θα μας το πει καμία επιχείρηση και κανένας πολιτικός. Μας το λέει η φύση. Οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης έρχονται γρηγορότερα και εντονότερα από ό,τι μας έλεγαν οι κλιματικοί επιστήμονες.
Μέχρι πρόσφατα, οι εκτιμήσεις μελετητών και διεθνών οργανισμών έδειχναν ότι η επίπτωση της κλιματικής κρίσης στην οικονομική ανάπτυξη έως το τέλος του 21ου αιώνα δεν θα ήταν δραματική.
Μελέτες στις οποίες βασίστηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το δίκτυο των Κεντρικών Τραπεζών του κόσμου για την πράσινη μετάβαση εκτιμούσαν την οικονομική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην Κύπρο μέχρι το 2100 σε 3-7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ανάλογες ήταν οι προβλέψεις τους για τον υπόλοιπο κόσμο.
Μέχρι το 2024, όμως, οπότε τα πράγματα άλλαξαν. Πρόσφατες οικονομικές αναλύσεις, με διαφορετικές μεθόδους η καθεμιά, καταλήγουν σε πολύ υψηλότερες αρνητικές προβλέψεις.
Δύο ανεξάρτητες μελέτες εκτιμούν επίπτωση της τάξης του 5-9% του ΑΕΠ γύρω στο 2050 ή λίγο αργότερα, δηλαδή σε 30-35 χρόνια από σήμερα. Λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για το κυπριακό ΑΕΠ, η επίπτωση αυτή αντιστοιχεί σε 2,5-5 δισ. ευρώ το 2050, σε σημερινές τιμές. Επειδή η επίδραση θα είναι σταδιακή, αν θεωρήσουμε ότι θα αυξάνεται γραμμικά από το 2030, το σωρευτικό κόστος μπορεί να φτάσει τα 15-30 δις. την περίοδο 2030-2050 σε σημερινές τιμές.
Άλλη μελέτη εκτιμά ακόμα μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις, καθότι εξετάζει την επίδραση από τα ακραία καιρικά φαινόμενα στην οικονομική δραστηριότητα, και προβλέπει μείωση άνω του 10% του ΑΕΠ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ακόμα και από αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου (που έχει ήδη ξεπεραστεί στην περιοχή μας). Οι επιδράσεις αυτές θα είναι «μόνιμες», δηλαδή δεν θα αποτελούν μια φυσική καταστροφή που μπορεί να αποκατασταθεί μέσα σε σύντομο χρόνο, αλλά θα επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα σε βάθος πολλών ετών ή δεκαετιών.
Το κόστος της κλιματικής κρίσης και η καθημερινότητα μας
Υπάρχουν λόγοι για να θεωρήσει κανείς τις εκτιμήσεις των μελετών αυτών συντηρητικές, δηλαδή υποεκτιμήσεις, και άλλοι λόγοι για να κρίνουμε ότι κάποιες αρνητικές επιπτώσεις υπερεκτιμώνται από τις μελέτες.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς οργανισμοί τις έλαβαν σοβαρά υπόψη και δεν άργησαν να αλλάξουν τις προβλέψεις τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ θεωρούσε ζημιές 5% του ΑΕΠ στην ΕΕ από την ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή το 2100, από πέρυσι υιοθέτησε τις νέες προβλέψεις και εκτιμά 33% σωρευτικές απώλειες αν δεν υπάρξουν μέτρα!
Και αν πει κανείς ότι το 2100 είναι πολύ μακριά, οι κεντρικές τράπεζες εξέτασαν επίσης και τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, δηλαδή για την επόμενη πενταετία. Δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους πριν από λίγες μέρες: μερικά ακραία φυσικά φαινόμενα στην Ευρώπη την επόμενη διετία (συνδυασμός από καύσωνες, ξηρασίες και πλημμύρες, ό,τι είδαμε δηλαδή τα τελευταία χρόνια) και η αρνητική επίδραση μπορεί να φτάσει στο 5% του ΑΕΠ. Ακόμα και τέτοια φαινόμενα αν συμβούν μόνο έξω από την Ευρώπη, σε περιοχές της Ασίας από τις οποίες εξαρτάται το διεθνές εμπόριο, και πάλι η αρνητική επίδραση στην Ευρωζώνη μπορεί να ανέλθει στο 2% του ΑΕΠ της πριν από το 2030.
Και οι πληθωριστικές πιέσεις βρίσκονται γύρω μας: ένα σωρό ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών ανά τον πλανήτη οδήγησαν σε πρόσκαιρες ή μακροχρόνιες μεγάλες αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά.
Η τιμή του ελαιολάδου εκτοξεύτηκε κατά 50% λόγω ξηρασίας στη Νότια Ευρώπη το 2022-23. Οι τοπικοί καύσωνες αύξησαν πάνω από 70% τις τιμές των λαχανικών στην Ινδία και στην Κορέα και 80% στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, 48% τις τιμές του ρυζιού στην Ιαπωνία και 50% τις διεθνείς τιμές του καφέ από τη Βραζιλία.
Πλημμύρες του 2022 αύξησαν τις τοπικές τιμές των λαχανικών κατά 50% στο Πακιστάν και κατά 300% στην Αυστραλία! Αυτά δεν προκλήθηκαν από συνηθισμένη κακοκαιρία που επαναλαμβάνεται περιοδικά, αλλά από ακραία φαινόμενα, που ήταν εντελώς χωρίς προηγούμενο στο παρελθόν.
* Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κύπρου