Μέσα σε ένα αφόρητα βαρετό star system ο Βασίλης Μπισμπίκης είχε τα πάντα: Τρομερό out of the norm story, αδιαμφισβήτητο ταλέντο και μία υπέρλαμπρη σύντροφο. Κατά μία έννοια, ήταν «λουκουμάκι» στην πρώτη στραβοτιμονιά ενός άτεγκτου «συστήματος» που δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του.
Η δημόσια σφαίρα, αποτελούμενη από ανθρώπους που εκτίθενται συνεπικουρικά μέσω του κοινού -από πολιτικούς μέχρι ηθοποιούς και τραγουδιστές, από αθλητές έως αμφιβόλου προέλευσης αναγνωρίσιμους- συγκροτείται από έναν χώρο διαλόγου όπου οι πράξεις και οι λόγοι των προσώπων εκτίθενται στην κρίση του κοινού.
Νόμος: Όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα -π.χ. καλλιτέχνες, ως διαμορφωτές πολιτισμικών και πολιτικών νοημάτων- οι επιλογές τους δεν παραμένουν ιδιωτικές, αλλά αποκτούν συμβολικό και συνολικό «βάρος» – ώσπου ένας ατέρμονος κύκλος «αίματος» ξεκινά εωσότου ξεσκιστούν οι σάρκες του δακτυλοδεικτούμενου εις τα εξ ων συνετέθη στοιχεία που τον ανήγαγαν λίγο πριν στο υψηλότερο βάθρο, στο «ωσαννά».
Η πρόσφατη εμπλοκή του ηθοποιού και σκηνοθέτη Βασίλη Μπισμπίκη -του εναλλακτικού, αλλά και λαοφίλητου, αφού προτού πέσει στον λάκκο με τα φίδια του προηγούμενου Σάββατου, ισορροπούσε με αξιοσημείωτη μαεστρία ανάμεσα στον Οικονομίδη και στη διαφήμιση μπύρας- σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, συνοδεύτηκε από εγκατάλειψη του σημείου και αποφυγή ανάληψης ευθύνης, μας καλεί να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στη φήμη, στην προσωπική ηθική και στη συλλογική προσδοκία.
Ίσως και στα ασαφή όρια του δημόσιου κουτσομπολιού και της υποκουλτούρας: «Ο Βασίλης έχει πρόβλημα» (Ανδρέας Μικρούτσικος, πάνελ «Buongiorno»), «Δεν λέω πως ήταν μεθυσμένος, αλλά αν… (Γιώργος Λιάγκας, παρουσιαστής «Το Πρωινό»), «Η Δέσποινα είναι χάλια! Διαπίστωσε πως άλλα της είπε στο τηλέφωνο και άλλα έγιναν, με αποτέλεσμα… («Ραντεβού το ΣΚ», Open). Ο «κύκλος του αίματος» μόλις θα ξεκινούσε…
Δημόσιος, ως πρότυπο
Η κοινωνιολογία γνωρίζει καλά ότι τα πρόσωπα δεν δρουν εν κενώ αλλά φέρουν κοινωνικούς ρόλους, και με αυτούς, και προσδοκίες. Ο διάσημος καλλιτέχνης, ιδίως όταν γίνεται «λαϊκό είδωλο», δεν απολαμβάνει απλώς προνόμια αναγνωρισιμότητας, αλλά φέρει και ένα άτυπο, πλην υπαρκτό, «συμβόλαιο» κοινωνικής «ηθικής». Ο τρόπος που συμπεριφέρεται σε κρίσιμες περιστάσεις -όπως σε ένα τροχαίο ατύχημα- λειτουργεί όχι μόνο ως προσωπική πράξη, αλλά και ως παράδειγμα, ως πρότυπο ή αντιπρότυπο για το κοινό.
Η φερόμενη απομάκρυνση του Μπισμπίκη από τον τόπο του ατυχήματος τα ξημερώματα του προηγούμενου Σαββάτου, χωρίς την άμεση ανάληψη ευθυνών, δεν συνιστά επομένως μόνο πιθανή νομική εκτροπή, αλλά, σε κοινωνιολογικούς όρους -και όρους μαζικού θεάματος- αποτελεί μια ρωγμή στο συμβολικό κεφάλαιο που διαθέτει ως δημόσιο πρόσωπο.
Ο Pierre Bourdieu έχει επισημάνει πως ό,τι αυτό περιλαμβάνει -η φήμη, η αξιοπιστία, η αποδοχή- «οικοδομείται» αργά αλλά μπορεί να διαβρωθεί ραγδαία όταν δεν τηρείται η «ηθική οικονομία» της αναγνώρισης. Για τον εγχώριο σταρ, ωστόσο, αρκούσαν μερικές κινήσεις έξω από την εναλλακτικότητα των θεατρικών επιλογών που έκανε στο παρελθόν για να εκτιναχθεί όχι μόνο η φήμη του αλλά και η εικόνα «του λαϊκού παιδιού που συμπαθείς»: Τα αυθόρμητα φιλιά στις αθηναϊκές πίστες με την λαοπρόβλητη-σταρ αγαπημένη του, η καταπάτηση νόμων που δεν ταιριάζουν σε έναν άντρα που δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί να τον δείξουν οι κάμερες όταν «όλοι καπνίζουν σε κλειστούς χώρους διασκέδασης», ενδυόμενος τον μανδύα του «ήρωα» και «πρωταγωνιστή» που κατανικώντας τους δαίμονές του είχε εξιλεωθεί μέσω του θαυμασμού. Εωσότου εισπράξει τον φθόνο. Εν μία νυκτί.
Εναλλακτικός μέχρι τη ρήξη με το «σύστημα»

Ο Βασίλης Μπισμπίκης έχει επανειλημμένα παρουσιαστεί ως καλλιτέχνης της ρήξης: Με την καθωσπρέπει αλλά οριακή αισθητική, με τις παραδοσιακές νόρμες, με την υποκρισία της δημόσιας ζωής – την οποία «έφτυνε» υιοθετώντας την ταυτόχρονα. Αυτή η στάση βέβαια, όταν εκφράζεται στο πλαίσιο της Τέχνης, μπορεί να ιδωθεί ως απελευθερωτική, ακόμη και ριζοσπαστική.
Ωστόσο, όταν μεταφέρεται στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και των ηθικών υποχρεώσεων, τότε εγείρονται σοβαρά ερωτήματα: Είναι η άρνηση της ευθύνης μια μορφή «αντισυμβατικότητας» (εκείνης που ευαγγελίζεται, δηλαδή) ή απλώς ένας τρόπος υπεκφυγής; Η εσκεμμένη ή μη αποποίηση ευθύνης, ειδικά σε περιστάσεις που εμπλέκουν κινδύνους για την ασφάλεια άλλων, δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από την αμφισβήτηση των θεσμών ή την καλλιτεχνική (ας την πούμε έτσι) ιδιορρυθμία.
Η συμπεριφορά αυτή, εξάλλου, παραπέμπει σαφέστατα σε έναν ναρκισσιστικό ατομικισμό – «ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της όψιμης νεωτερικότητας», όπως την περιγράφει ο Zygmunt Bauman. Ο σοσιαλμιντιακός χαρακτήρας της ηθικής του σήμερα καθιστά, άλλωστε, ολοένα και πιο θολά τα όρια ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και στην κοινωνική υποχρέωση, κάνοντας ολοένα σβούρες γύρω από έναν μεγάλο λάκκο. Μέχρι να πέσεις ο ίδιος μέσα!
Ποιος θα «πυροβολήσει» πρώτος τον Μπισμπίκη;
Μέχρι το Σάββατο, απλώς υπήρχε ένα μειδίαμα -ας το πούμε έτσι- «κατανόησης» στα παθιασμένα ζεϊμπέκικα και στα δημόσια φιλιά του ηθοποιού προς την αγαπημένη του, μη εκφρασμένο από τους σημερινούς δημόσιους κατηγόρους του. Όμως, από τις εμφανίσεις επί σκηνής με τις έντονες ερωτικές εκφράσεις, μέχρι τις σκηνοθετημένες (ή μη) δημόσιες εκδηλώσεις αγάπης, η προσωπική σχέση έγινε ένα πολιτισμικό-κουτσομπολίστικο γεγονός, σχολιασμένο σχεδόν με όρους τηλεοπτικής μυθοπλασίας που τώρα πλέον «φωτίζεται» με προβολείς.
Γι’ αυτό και η ενσώματη -ίσως και θεατρική- διαχείριση μιας ερωτικής σχέσης σε κοινή θέα, εγείρει κοινωνιολογικά ερωτήματα για τη θέση των συντροφικών δεσμών στο πλαίσιο της μαζικής κουλτούρας: Πότε η αγάπη μετατρέπεται σε προϊόν προς κατανάλωση; Και ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην αυθεντικότητα και τον εντυπωσιασμό; Κανείς δεν μπορεί να «κατηγορήσει» γι’ αυτό τη Δέσποινα – μόλις είχε χωρίσει και μάθει.
Τον Μπισμπίκη, όμως; Από τη μια πλευρά, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο ηθοποιός επανανοηματοδοτεί τον «ανδρισμό» μέσα από μια συναισθηματική έκθεση που μοιάζει να ρίχνει φως σε μια πιο ευάλωτη, παθιασμένη και λιγότερο λογική μορφή συντροφικότητας. Από την άλλη όμως, ενδέχεται να πρόκειται για αναπαραγωγή του στερεοτύπου του άνδρα- κυρίαρχου, που «οικειοποιείται» το γυναικείο σώμα ως μέρος του θεάματος. Υπάρχει και η τρίτη -«γυναικεία»- εκδοχή του φαινομένου που, αν δεν κάνω λάθος, ανέφερε η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Τσόλκα στην εκπομπή στην οποία συμμετέχει: Πως η Δέσποινα έψαχνε για έναν άντρα- στήριγμα μετά το στραπάτσο της προσωπικής της ζωής, και βρέθηκε να «νταντεύει» ένα «μωρό».
Σοφόν το σαφές, αφού εκείνη εισήλθε σ’ ένα σκηνικό όπου η σχέση λειτουργεί και ως πολιτισμική διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενους «κόσμους»: Τον τηλεοπτικά εξευγενισμένο και τον «αντισυμβατικά αυθεντικό», τον «καθωσπρέπει» και τον «ακατέργαστο», τον λαϊκό και τον κυριλέ, τον παλιό και τον νέο. Η χύτρα άνοιξε το προηγούμενο Σάββατο και απλώς αποκάλυψε εκείνο που όλοι είχαν στο μυαλό τους αλλά δεν τολμούσαν να εκφράσουν δημόσια. Κι έτσι, το «ριάλιτι» του δημοσίου θεάματος μόλις θα έδειχνε το πρώτο του επεισόδιο.
Ο ρόλος του ανδρός

Στην περίπτωση Μπισμπίκη (με ό,τι και όσα κουβαλά, τα οποία, πολλές φορές, είχε αφηγηθεί σε συνεντεύξεις του), η κοινωνική αντίδραση στο συμβάν του ατυχήματος -από την κατακραυγή μέχρι τη σχετικοποίηση και την εν μέρει αποδοχή- αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα με την οποία η κοινωνία προσλαμβάνει την έννοια της ατομικής ευθύνης. Παράλληλα, η έκθεση της ερωτικής του ζωής ως κομμάτι δημόσιου αφηγήματος επιβεβαιώνει πως το προσωπικό, σήμερα, είναι πιο δημόσιο από ποτέ – ιδίως αν το τρέφεις αφειδώς.
Η σύνδεση έρωτα, επιτυχίας, ζαμανφουτισμού και επιθετικότητας συνθέτει πλέον έναν νέο τύπο «διάσημου άνδρα» –τον άνδρα της εποχής των media και του 2025-, έναν ρόλο που φέρει ισχυρά πολιτισμικά φορτία και καθίσταται ως το πιο «δυνατό» δημόσιο μήνυμα. Εκτός κι αν υπάρχουν «εφεδρείες» ή «συγνώμες» που θα επιστρατευθούν. Εν αναμονή, λοιπόν. Στα πάνελ της Δευτέρας και των σηκωμένων δαχτύλων…
Ελεύθερα, 5.10.2025