Θα ξεκινήσω ανάποδα, προτείνοντας κατευθείαν την προφανή λύση: να αναθέσουμε άμεσα την εκπροσώπηση της Κύπρου στις Μπιενάλε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ή έστω στο Υφυπουργείο Τουρισμού. Το Πολιτισμού δεν πρέπει να έχει καμία σχέση, όπως δεν έπρεπε να είχε παλιότερα ούτε το Υπουργείο Παιδείας. Είμαι σίγουρός ότι δεν είμαι ο πρώτος που το σκέφτηκε αυτό.
Υπό μια έννοια, το σκέφτηκε και η ίδια η Λίνα Κασσιανίδου έναν χρόνο πριν, όταν είχε βρεθεί σε ανάλογη θέση για την έκδοση που συνόδευε τη συμμετοχή της Κύπρου στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης– Μπιενάλε Βενετίας 2024.
Αν ενθυμείστε (διότι είναι πολλά τα εθνεγερτήρια και χάνεται ο λογαριασμός), υπήρχε αναφορά σε «ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά», γεγονός που και τότε ερέθισε τον ευαίσθητο κάλο του Παύλου Μυλωνά. Η Υφυπουργός Πολιτισμού άφησε να εννοηθεί ότι η μελλοντική ανάπτυξη της συμμετοχής της Κύπρου στη Μπιενάλε περνά μέσα από τη «στενή συνεργασία» με το ΥΠΕΞ. Ίσως εννοούσε κάτι άλλο- ίσως και όχι. Φέτος παρακολουθούμε αυτή την πρόθεση να αποκτά ρεύμα.
Ακόμη μια αποτελεσματική λύση (όλα εγώ πια;) θα μπορούσε να ήταν η πρόνοια να τελεί ο κατάλογος -ή και η ίδια η συμμετοχή- υπό την έγκριση του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας ή κάποιου ειδικού συμβουλίου εθνικής επαγρύπνησης. Έτσι θα γλιτώνουμε κάθε χρόνο τον κουραστικό σαματά από τα καθιερωμένα ντελίρια πατριωτισμού, που πλέον αγγίζουν και τον τομέα της Αρχιτεκτονικής.
Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να στείλουμε στην 20ή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, με ειδική ανάθεση, τον ίδιο τον Μυλωνά με την πρόταση «Αρχιτεκτονική του Μακροχρόνιου: Αναδυόμενες γεωοντολογίες στην τοπογραφία του εθνικού φαντασιακού». Μια ιδέα ρίχνω.
Ακόμη καλύτερα, αν και σαφώς πιο ριζικά, προτείνω ως έσχατη λύση να μην εκπροσωπηθούμε ΚΑΘΟΛΟΥ. Όπως δηλαδή συνέβη το 2022 στην 59η Μπιενάλε, εξαιτίας ενός μπαράζ ολιγωριών, με αποτέλεσμα, εκ των πραγμάτων, να μην έχουμε καθόλου παρατράγουδα κι έτσι βρήκαμε την ησυχία μας κι εμείς και οι Βενετσιάνοι.
Να θυμίσω επίσης τι είχε συμβεί το 2009, στην 53η Μπιενάλε, με την εννοιολογική πρόταση του Σωκράτη Σωκράτους «Φήμες». Άγρυπνοι βιγλάτορες του εθνοκανονιστικού προτάγματος διαρρήγνυαν και τότε τα ιμάτιά τους, χωρίς να έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται, επειδή η επίσημη πρόσκληση απεικόνιζε µια πολεµική φρεγάτα µε τουρκική σηµαία στις ακτές της κατεχόµενης Κερύνειας. Η αναμπουμπούλα εκείνη είχε καταστήσει μια ολόκληρη κοινωνία «συνδημιουργό» της πρότασης. Ο καλλιτέχνης τη θεώρησε φυσική προέκταση του έργου του και ενέταξε σ’ αυτό δημοσιεύματα και αντιδράσεις. Θέμα του ήταν ο φόβος του «άλλου» και η βιοτεχνία στερεοτύπων και ενορχηστρωμένων συμβολοποιήσεων στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όπερ έδει δείξαι.
Να λοιπόν που πάλι οι εξανιστάμενοι γλωσσαμύντορες σαν «γητευτές των φιδιών περιφέρονται στην πόλη», όπως έγραφε τότε ο Σωκράτης, αναζητώντας προδότες, εξωμότες, μειοδότες και πουρκουάδες. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να τους καθησυχάσω ότι το εθνικό φρόνημα είναι σε καλά χέρια. Είναι το τελευταίο για το οποίο πρέπει να ανησυχούμε. Όλα τα υπόλοιπα είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Άλλωστε, δεν μιλάμε για κάποιο πολιτικό και διπλωματικό φόρουμ, ή μια τουριστική έκθεση όπου μάς παίρνει να κάνουμε εκστρατεία διαφώτισης για τα δίκαια του λαού μας. Ο ρόλος των Μπιενάλε είναι διαφορετικός. Δεν πρόκειται για φόρα πολιτικής συμμόρφωσης. Εκεί ένα κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί, ναι, να χρηματοδοτεί θεσμικότατα την εκπροσώπησή του σ’ ένα διεθνές πολιτιστικό πλαίσιο διαλόγου, διαφωνίας και κριτικής παραγωγής.
Διερωτώμαι πώς θα γίνει αυτή η απόσυρση του καταλόγου της κυπριακής συμμετοχής χωρίς να ξεφτιλιστούμε. Μπορούμε να ρωτήσουμε, επ’ αυτού, τον επιμελητή της 19ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, Κάρλο Ράτι. Τι γνώμη να έχει, άραγε; Έχει λόγο ύπαρξης μια τέτοια διοργάνωση αν απαρνιέται τον ρόλο της ως χώρου πολιτισμικής παρρησίας;
Δεν τρέφω αυταπάτες, οι Μπιενάλε είναι διεθνή γεγονότα με ισχυρή πολιτική ισχύ και παγκόσμια προβολή. Είναι αναμενόμενο και αναπόφευκτο, χώρες που συμμετέχουν να προβάλουν, έστω εμμέσως, πτυχές της εθνικής τους ταυτότητας και εμπειρίας. Αυτό δεν είναι εξ ορισμού προβληματικό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το «πολιτικό» περιορίζεται μόνο στο διπλωματικά χρήσιμο. Όταν, δηλαδή, η δημιουργία στρατεύεται σ’ ένα αποστειρωμένο και ελεγχόμενο «εθνικό πρόταγμα». Αλίμονο, αν συμβεί αυτό.
Η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι συνταγματικά και ηθικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Πρέπει να προστατευτεί πάση θυσία. Αλλά μην ανησυχείτε, είμαστε στην Κύπρο κι αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα. Άλλα πράγματα εδώ προέχει να προστατευτούν με κάθε κόστος, ηθικό ακόμη και εθνικό, αν χρειαστεί. Στη λογοκρισία θα κολλήσουμε;
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επιζήμιο από την εικόνα ενός κράτους που φοβάται τον πλουραλισμό και την κριτική σκέψη, δεν εμπιστεύεται τους δημιουργούς του και αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό ως εργαλείο «εθνικής θωράκισης» και όχι διαλόγου, προβληματισμού και αυτογνωσίας. Ενός κράτους που εν τέλει λειτουργεί θεσμικά με υστερική ανασφάλεια ταυτότητας, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ελέγξει και να φιλτράρει το εξωτερικό βλέμμα πάνω του. Είναι η αποκαρδιωτική εικόνα μιας κρατικής οντότητας που δεν εμπιστεύεται ούτε τον εαυτό της, ούτε τους πολίτες της, ούτε την αλήθεια.
Όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την πρόταση καθαυτή. Προσωπικά, βλέποντας (φωτογραφίες με) τις ξερολιθιές από το κυπριακό περίπτερο, διαβάζοντας το σκεπτικό ή επίμαχα και μη αποσπάσματα από τον κατάλογο- εντός και εκτός συγκειμένου- μπορεί να μη μου γέμισαν το μάτι. Δεν είμαι και ο πιο ειδικός, αλλά μπορεί να βρήκα την πρόταση συγκεχυμένη, ομφαλοσκοπική, επιτηδευμένα προκλητική, με αισθητικές και εννοιολογικές επιλογές που δεν με πείθουν. Περί ορέξεως. Εντούτοις, εδώ δεν κρίνεται η αρτιότητα, αλλά η αρχή πως μια χώρα οφείλει να στηρίζει τους δημιουργούς της, ακόμη κι όταν δεν τους καταλαβαίνει ή διαφωνεί μαζί τους. Κι όχι να τους λογοκρίνει.
Το κράτος, ως εγγυητής της δημοκρατίας, δεν επιδοτεί μόνο έργα που το εξυπηρετούν ή το κολακεύουν. Ο ρόλος του είναι να εγγυάται πλαίσιο, όχι να ελέγχει περιεχόμενο. Επικίνδυνο για την εθνική μας υπόθεση και υπόσταση, αλλά και για το αν έχει καν νόημα αυτή η υπόσταση, είναι οτιδήποτε σαμποτάρει και αδυνατίζει τη δημοκρατία. Διαφορετικά, ας αφήσουμε το καθεστώς Ερντογάν να μάς αφομοιώσει. Δεν θα αλλάξουν και πολλά.
Ελεύθερα, 8.6.2025