Χάθηκαν στη διαδικασία τα αρμόδια Υπουργεία κατά τη διερεύνηση των καταγγελιών που έγιναν σε σχέση με την σεξουαλική παρενόχληση λειτουργών του Υπουργείου Παιδείας από τον προϊστάμενό τους, ο οποίος δικαιώθηκε σε πειθαρχική έρευνα, προήχθη αλλά πλέον διώκεται ποινικά. Αυτό κατέδειξαν τα όσα ακούστηκαν σήμερα στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής, τόσο από πλευράς του Υπουργείου Παιδείας όσο και από πλευράς του Υπουργείου Εργασίας και της Νομικής Υπηρεσίας.
Η ασυνεννοησία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, οι διασκορπισμένες καταγγελίες σε διάφορες υπηρεσίες και το γεγονός ότι η νομοθεσία δεν προστατεύει τα θύματα και δεν εφαρμόζεται επαρκώς αναδείχθηκαν και στην προηγούμενη συνεδρία της Επιτροπής ωστόσο, σήμερα, η συζήτηση εστίασε στο γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν έδωσε τον φάκελο της πειθαρχικής έρευνας της πρόσφατης υπόθεσης στην Επίτροπο Διοικήσεως όταν τον ζήτησε. Οι βουλευτές έστησαν στον τοίχο το αρμόδιο Υπουργείο, αφήνοντας υπόνοιες για ενδεχόμενο συγκάλυψης της υπόθεσης, και ζήτησαν εξηγήσεις για τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση.
Ασαφείς οδηγίες και μπαλάκι ευθυνών
Η Υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, υπογράμμισε ότι τα φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης δεν έχουν χώρο στο Υπουργείο και εξέφρασε βούληση να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες ούτως ώστε να διορθωθούν οι όποιες αδυναμίες. Ξεκαθάρισε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την πρώτη στιγμή που έγινε η καταγγελία και με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν, το Υπουργείο ξεκίνησε πειθαρχική έρευνα εναντίον του καταγγελλόμενου. Όπως προβλέπει η νομοθεσία, συνέχισε, του αφαιρέθηκαν αρμοδιότητες ώστε να μην είναι στον ίδιο χώρο με την καταγγέλλουσα. Ξεκαθάρισε πως όταν ολοκληρώθηκε η πειθαρχική έρευνα προέκυψαν νέα δεδομένα εναντίον του θύτη με αποτέλεσμα να ξεκινήσει και ποινική έρευνα. Στην πορεία, σύμφωνα με την Υπουργό, η Αστυνομία ζήτησε στοιχεία τα οποία της δόθηκαν. Στοιχεία (για την πειθαρχική έρευνα) ζήτησαν και το Υπουργείο Εργασίας και η Επίτροπος Διοικήσεως με τον ερευνώντα λειτουργό να ζητά τη γνωμάτευση της Εισαγγελίας, όπως όφειλε. Ωστόσο, η Υπουργός υποστήριξε ότι η Νομική Υπηρεσία αντιμετώπιζε κόλλημα στο να στείλει σαφείς οδηγίες.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου, Γιώργος Παντελή, διευκρίνισε πως ο λειτουργός ήταν διευθυντής σε άλλο Υπουργείο και ξεκαθάρισε: «Όταν η πειθαρχική έρευνα βρισκόταν σε εξέλιξη, η σύσταση της Νομικής Υπηρεσίας ήταν να μην δοθεί ο φάκελος της υπόθεσης. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας και συγκεκριμένα την περασμένη εβδομάδα (9 Οκτωβρίου) λάβαμε την τελική τοποθέτηση της Νομικής Υπηρεσίας που έλεγε ότι, όταν έληξε η πειθαρχική έρευνα, το Υπουργείο όφειλε να δώσει αντίγραφο του φακέλου στην Επίτροπο, τηρουμένων πάντα των κανόνων προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της Αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας».
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, Ζωή Κυριακίδου, αντέκρουσε τα λεγόμενα της Υπουργού και του Γενικού Διευθυντή, λέγοντας ότι η Εισαγγελία προέβη σε τηλεφωνική επικοινωνία με το Υπουργείο αρκετές φορές και έγινε ξεκάθαρη προφορική τοποθέτηση ότι τα στοιχεία μπορούν να δοθούν στην Επίτροπο, με το Υπουργείο ωστόσο να τη ζητά και γραπτώς. Η κ. Μιχαηλίδου απάντησε ότι ως πολιτική προϊστάμενή δεν δέχεται τηλεφωνικές γνωματεύσεις.

Δαιδαλώδεις διαδικασίες και στο Υπουργείο Εργασίας
Η Ελένη Κουζούπη, εκ μέρους της Επιτροπής Ισότητας του Υπουργείου Εργασίας, έθιξε το γεγονός ότι πολλά θύματα χάνουν μέρος των δικαιωμάτων τους επειδή δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν. Όπως είπε, η Επιτροπή παρέχει τη δυνατότητα δωρεάν νομικής αρωγής στα θύματα, ωστόσο, το κονδύλι χάνεται επειδή δεν γίνονται καταγγελίες. Σε σχέση με την υπόθεση παρενόχλησης στο ΥΠΑΝ, η κ. Κουζούπη υποστήριξε ότι έπρεπε να είχε γίνει καταγγελία και στην εν λόγω Επιτροπή. Η Αλεξία Χατζηκουμή, εκ μέρους του Υπουργείου Εργασίας, διευκρίνισε πως είχε γίνει καταγγελία στην Επιτροπή και συγκεκριμένα στην προκάτοχό της, όμως, με βάση τον κανονισμό αυτή πρέπει να παραπέμπεται πίσω στο Υπουργείο Εργασίας. Η κ. Χατζηκουμή υποστήριξε ότι υπήρξε άμεση ανταπόκριση από το Τμήμα Εργασίας στην διερεύνηση της καταγγελίας αλλά η δυσκολία που προέκυψε ήταν η δυστοκία του Υπουργείου Παιδείας να παραθέσει οποιαδήποτε στοιχεία. Ως εκ τούτου, το πόρισμα που βγήκε ήταν ότι «δεν μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα».
Καταγγελίες για εχθρικό κλίμα και «κάθαρση»
Η πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ανέφερε ότι οι χειρισμοί του Υπουργείου Παιδείας οδήγησαν τρίτο θύμα στο να αποσύρει την καταγγελία του και εισηγήθηκε όπως αποσταλεί μια εγκύκλιος σε όλα τα Υπουργεία, που να ξεκαθαρίζει ποιες διαδικασίες πρέπει να ακολουθούνται στην διερεύνηση τέτοιας φύσεως καταγγελιών.
Η βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, χαρακτήρισε την κατάσταση προβληματική καθώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί πρόληψης, διερεύνησης και προστασίας των θυμάτων. «Οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι περίπλοκες, δαιδαλώδεις, δεν υπάρχει συνεργασία μεταξύ των Υπουργείων και απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για την διερεύνηση», τόνισε. Σημείωσε μάλιστα, ότι ήταν λάθος της Βουλής «που έκανε ένα τόσο σοβαρό αδίκημα πειθαρχικό. Έπρεπε να ήταν απευθείας ποινικό. Μειώσαμε την ορατότητα και την σοβαρότητά του», εξήγησε.
Η ανεξάρτητη βουλευτής, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, έψεξε το γεγονός ότι οι αρμόδιοι δεν προστάτευσαν τις καταγγέλλουσες, ανεξαρτήτως αν ήταν βάσιμες ή όχι οι καταγγελίες τους. Αντίθετα, υποστήριξε, δημιουργήθηκε ένα απίστευτα εχθρικό κλίμα στο ΥΠΑΝ και απειλές για κάθαρση.
Τέλος, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιώργος Κουκουμάς, είπε ότι το σημαντικό είναι τα θύματα να αποκτήσουν κίνητρο για να σπάσουν τη σιωπή τους, γνωρίζοντας πως το κράτος θα τους σταθεί αρωγός.