Γεννήθηκα στο Τραχώνι Λεμεσού, 11 χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Σπίτι μου, ένα προσφυγικό, στην οδό Αγίου Μάμαντος. Στη μια πλευρά του δρόμου, τα ζυγά, τα προσφυγικά σπίτια, ομοιόμορφα, με κεραμίδια, τετραγωνικών ανάλογων των εκτοπισμένων μελών της οικογένειας. Απέναντι τα μονά, τα σπίτια των εντοπίων, μεγάλα, διώροφα κάποια και επιβλητικά. Κοινό γνώρισμα των κατοικιών οι κήποι, με λουλούδια και οπωροφόρα.
Οι πρόσφυγες, πριν ακόμα τελειώσουν τα σπίτια τους, φύτεψαν δέντρα, κυρίως ελαιόδεντρα, εσπεριδοειδή, μεσπηλιές και κληματαριές, και λουλούδια, κυρίως τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές και γιασεμιά. Ήταν και αυτός ένας τρόπος διατήρησης της μνήμης, μια αίσθηση συνέχειας κατά το επιβληθέν «intermezzo».
Οι πρόσφυγες: μαργαριτάρια απογυμνωμένα από το κέλυφός τους, δόντια ξεριζωμένα, που πάλευαν καταρχάς για την επιβίωση. Κάποιοι είχαν χάσει και συγγενείς στον πόλεμο, ορισμένοι περίμεναν αγνοουμένους να επιστρέψουν, μερικοί είχαν πληγωθεί ή περάσει το δράμα της αιχμαλωσίας.
Το χωριό και τα δέντρα μεγάλωσαν μαζί με τη γενιά μου. Το 1973 οι κάτοικοι του χωριού ήταν περίπου 530 και τα παιδιά του Δημοτικού 50. Το 1991 οι κάτοικοι ήταν περισσότεροι από 3.000 και τα πρωτάκια ήμασταν περισσότερα από 65. Και οι γάμοι και οι γέννες τρόπος αντίδρασης την επαύριον της συμφοράς.
Πριν ακόμη πάω στο Δημοτικό οικειώθηκα ιστορίες από το Βαρώσι, των πιο ωραίων χρόνων των γονιών μου και εικόνες από το οδοιπορικό της φυγής. Η δεύτερη Εισβολή, στις 14 Αυγούστου, βρήκε την καμαριέρα μάνα στο «Λοϊζιάνα», στη λεωφόρο Κέννεντι, στην περιοχή του Αγίου Μέμνονα. Το 177 δωματίων «Loiziana, the jewel of Famagusta Beach» δεν πρόλαβε να γεμίσει από τουρίστες εκείνο το καλοκαίρι· άδειασε ανάμεσα στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την πρώτη εισβολή. Το «Λοϊζιάνα» δεν επλήγη κατά τον βομβαρδισμό της 22ας Ιουλίου, όπως συνέβη με άλλα ξενοδοχεία. Μόνες ζημιές, κάποια σπασμένα τζάμια. Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν, οι καμαριέρες καθάριζαν τα δωμάτια και γύμνωναν τα κρεβάτια από τα στρώματα.
Η Κούλλα, η μάνα, 30 ετών τότε, έφυγε από την πόλη με την πράσινη-μπεζ στολή του ξενοδοχείου και σαγιονάρες με χοντρή σόλα και φιόγκο. Πρώτος σταθμός το Δασάκι της Άχνας, για λίγο, ως την επιστροφή στα Πέντε Πιθάρια. Τις πρώτες μέρες ύπνος (όσο επέτρεπαν τα κλάματα και οι θρήνοι) κάτω από τα πεύκα πάνω σε ποκαλάμες, με «συντρόφους» έντομα και ερπετά και βασική τροφή τσάι και μπισκότα. Στο Δασάκι βρήκε τη μάνα ο πατέρας, ο Κλεάνθης, με τη στολή του νοσοκόμου κόκκινη από το αίμα των πληγωμένων. Στο μεταξύ, είχαν κοπεί και οι σαγιονάρες, τις οποίες αντικατέστησαν παπούτσια από τον Ερυθρό Σταυρό. Στο μεταξύ, πιάστηκε αιχμάλωτος και ο Φλώρης, ο αδελφός του πατέρα, προσπαθώντας, να πάρει πράγματα για τον νεογέννητο γιο, από το σπίτι, στο Βαρώσι. Σύρθηκε στα Άδανα, αλλά επεστράφη.
Πρώτος σταθμός των γονιών μετά την Άχνα το χωριό της μάνας, ο Άγιος Φώτιος (Πάφος). Έπειτα, κατοίκησαν στη Λεμεσό, σε στενάχωρα «βοηθητικά» στην περιοχή του Αγίου Νεκταρίου και ύστερα σε πιο ευρύχωρα «βοηθητικά» στη Μέσα Γειτονιά. Στο μεταξύ, η μητέρα προσελήφθη ως καμαριέρα, στο «Απολλώνια», στη Γερμασόγεια, ενώ ο πατέρας έπιασε δουλειά στην Ορθοπεδική Κλινική του Π. Ζεμενίδη. Ακολούθησε, το 1979, η ανέγερση κατοικίας, στο πλαίσιο σχεδίου Αυτοστέγασης, στο Τραχώνι Λεμεσού. Δύο χιλιάδες λίρες το κυβερνητικό βοήθημα για την οικοδόμηση, αφού παιδιά δεν υπήρχαν και η οικία θα ήταν προσωρινή.
Το Τραχώνι του 1979 βρισκόταν πολλά χρόνια πίσω από το Βαρώσι του 1974. Η μάνα θυμάται, ακόμη, πόσο καχύποπτα την έβλεπαν, καταρχάς τουλάχιστον, οι εντόπιοι, όταν έπαιρνε το λεωφορείο στις πέντε το πρωί για να πάει «Απολλώνια».
Το κεφάλαιο «Απολλώνια» τελείωσε το 1985, με τη γέννησή μου. Λίγο μετά τα τρίτα μου γενέθλια, η μάνα άρχισε να δουλεύει ξανά έξω, πρώτα σε εσπεριδοειδή και έπειτα σε φυτώρια, στο Τραχώνι. Μέγιστος καημός της ο ξεριζωμός από την πόλη που λάτρεψε. Μέσα από τις διηγήσεις της, η κρυστάλλινη θάλασσα όπου η Κρητικιά γειτόνισσα, η Κική, την έμαθε να κολυμπά, η επιβλητική εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας, οι πορτοκαλεώνες του Αγίου Μέμνονα, ο μεγάλος κήπος του ενοικιασμένου σπιτιού στην οδό Σαχτούρη 4 με την κληματαριά, τα γιασεμιά και το λασμαρί, η εμβληματική μακρυμαλλούσα γοργόνα με τα νερά στο σαλόνι του «Λοϊζιάνα», η στοργική, υπομονετική Άννα Λοϊζιά, ο απαιτητικός, ευερέθιστος Παναγιώτης Λοϊζιάς, η Τουρκοκύπρια συνάδελφος Σεριφέ (που σε ανύποπτο χρόνο είχε πει στη μαμά πως αν γινόταν πόλεμος θα την έκρυβε), μετουσιώθηκαν σε δικές μου φυσιογνωμίες και εικόνες.
Στην Ε΄ Δημοτικού είχαμε έκθεση με θέμα «Ταξιδεύοντας επάνω σε ένα σύννεφο». Συνειδητά επέλεξα να ταξιδέψω στα κατεχόμενα, με σταθμούς στους χώρους που θυμόμουν χωρίς να έχω επισκεφτεί. Πετώντας, πήγα στο «Λοϊζιάνα» και μετέφερα στη γοργόνα τους χαιρετισμούς της μάνας, πήγα και στον Άγιο Γεώργιο του Σπαθαρικού, στο σπίτι με την καμάρα, όπου γεννήθηκε ο μπαμπάς, κατέβηκα και στον Χρυσοσώτηρα της Ακανθούς και προσευχήθηκα για την απελευθέρωση. Η έκθεση γράφτηκε σε τετράδιο του «Δεν Ξεχνώ», ένα από τα πολλά τετράδια «Δεν ξεχνώ», που από το 1991 έως το 1999 γέμισα με γράμματα και αριθμούς.
Στην τάξη είχαμε και σέλοτεξ αφιερωμένο στα κατεχόμενα. Άλλωστε, οι πλείστοι μαθητές ήταν «εκτοπισθέντες». Πόσοι τόποι χωρούσαν σε κάθε τμήμα των 34 περίπου μαθητών και μαθητριών! Για το δικό μου, μόνο, θυμάμαι: Βαρώσι, Κερύνεια, Μόρφου, Άγιος Γεώργιος Σπαθαρικού, Άγιος Επίκτητος, Άγιος Σέργιος, Ακανθού, Άσσια, Βασίλεια, Βατυλή, Γιαλούσα, Γύψου, Δίκωμο, Έγκωμη, Ζώδια, Καζάφανι, Καραβάς, Κάρμι, Λάπηθος, Λευκόνοικο, Λύση, Μια Μηλιά, Μπέλλα Πάις, Μύρτου, Στύλλοι, Σύγκραση, Ταύρου, Τρίκωμο, Χάρτζια. Μια μέρα σημειώσαμε όλοι τα χωριά μας στον χάρτη. Γέμισε ο χάρτης σημαδάκια, σαν χνάρια, για να μην χανόμαστε.
Το «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» παντού γύρω μας και πάντα, στο τέλος έτους, εκδήλωση αφιερωμένη στην κατεχόμενη γη μας. Στην Στ΄ Δημοτικού όταν παρουσιάσαμε δράμα, βασισμένο στη συλλογή της Κλαίρης Αγγελίδου Πενταδάκτυλος ο γιος μου (1991):
«Ο Πενταδάχτυλος αλλάζει φορεσιές
όχι καρδιά,
την άνοιξη θα βάλει τα
καλά του
για την Αγιά Μετάληψη
στο φως που σπαρταρά η ελπίδα
Αχειροποίητη Παναγιά
να φέξει η Λάμπουσα Λαμπρή
η ανεμώνα ρήγαινα
ο γιος μου στο στασίδι ορθός
ο Πενταδάχτυλος ντυμένος
τα κυκλάμινα
το φεγγάρι να κρέμεται».
Πόσες άνοιξες, πόσες Αναστάσεις, πέρασαν από τότε! Τα παιδιά του 1985 σαραντάρισαν. Η Κατοχή έπιασε τα 51, και συνεχίζεται. Τα συρματοπλέγματα σαν να ενσωματώθηκαν στα σπλάχνα της κυπριακής γης. Ο Πενταδάκτυλος εκεί, ορθός, και πάνω του, σαν σφραγίδα καταδίκου, η σημαία με το μισοφέγγαρο.
Τα παιδιά του 1985 απέκτησαν τα δικά τους παιδιά. Η σκυταλοδρομία της μνήμης εξακολουθεί· 51 χρόνια, και η μνήμη, ως βίωμα και κληρονομιά, ως γνώση και αποτέλεσμα μελέτης (πρέπει να) αποτελεί τρόπο αντίστασης και σημείο αναφοράς.