Σε μια γωνιά του κόσμου όπου δεν φημιζόμαστε για τις λαμπρές μας ιδέες, να που προέκυψε μια που αξίζει να αγκαλιαστεί ή τουλάχιστον που αξίζει σοβαρής επεξεργασίας.
Για να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε στην ίδια σελίδα και ότι υπάρχει νόημα να συνεχίσετε να διαβάζετε αυτό το κείμενο, αν ανήκετε σ’ αυτούς που τάσσονται υπέρ της δημιουργίας Ζώνης Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στον χώρο της Κρατικής Έκθεσης Κύπρου καλύτερα να σταματήσετε την ανάγνωση εδώ. Συνεχίζετε; Αυτό σημαίνει ότι μάλλον βλέπετε με θετικό μάτι τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου στην περιοχή, κάτι που προφανώς αποτελεί και τη μέγιστη ανάγκη.
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός Κρατικού Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης σε κάποια από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις κάθε άλλο παρά αναιρεί αυτή την προοπτική. Για το αν υπάρχει ανάγκη δημιουργίας τέτοιου μουσείου, η συζήτηση πάει αρκετά χρόνια πίσω, σχεδόν 25 ή και περισσότερα. Από τότε που κάποιοι ονειρεύονταν ότι η Κύπρος θα μπει στον εικαστικό χάρτη με τη μετατροπή του τετραώροφου μοντερνιστικού κτηρίου της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λευκωσίας (ΣΠΕΛ) σε σημείο αναφοράς της Κρατικής Πινακοθήκης Σύγχρονης Τέχνης. Ακόμη κι αυτό πήρε σχεδόν 20 χρόνια να γίνει πράξη και εγκαινιάστηκε μόλις το 2019, για να συνειδητοποιήσουμε γρήγορα ότι είναι καλό και χρυσό ,αλλά τον ρόλο ενός Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης δεν μπορεί να τον παίξει.
Από τη σκοπιά της καλλιτεχνικής κοινότητας, η ίδρυση ενός τέτοιου μουσείου είναι μια πολυαναμενόμενη εξέλιξη. Η Κύπρος διαθέτει σημαντική καλλιτεχνική παραγωγή, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει έναν θεσμικό χώρο που να τη συγκεντρώνει, να την τεκμηριώνει και να την αναδεικνύει, συνομιλώντας ταυτόχρονα με τον κόσμο. Η απουσία αυτή δεν είναι μόνο πολιτιστική, αλλά και θεσμική και συμβολική, καθώς η χώρα χάνει την ευκαιρία να χαρτογραφήσει τη νεότερη καλλιτεχνική της ιστορία και να συμμετάσχει ισότιμα στον παγκόσμιο διάλογο της τέχνης.
Με δεδομένη την παροιμιώδη διαχρονική δυστοκία σχετικά τις πολιτιστικές υποδομές, προκύπτει ένας εύλογος συνειρμός όχι και πολύ αισιόδοξος: αν αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε μουσείο σύγχρονης τέχνης από το μηδέν δεν πρόκειται να το δούμε πριν το 2050. Με την ιδέα που συζητάμε, όμως, δεν υπάρχει και λόγος να πετάξουμε έναν σκασμό εκατομμύρια για ένα ακόμη τσιμεντένιο θηρίο.
Η αξιοποίηση υφιστάμενων υποδομών αποτελεί μια σοφή και βιώσιμη επιλογή. Αντί για τη δαπανηρή ανέγερση νέου κτηρίου, η προσαρμοστική χρήση υπαρχόντων περιπτέρων μπορεί να περιορίσει το κόστος, να μειώσει τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο και να επιτρέψει την ταχεία υλοποίηση του έργου. Ένα μουσείο που «αναπνέει» μέσα στον δημόσιο χώρο, δίπλα σε ένα Μητροπολιτικό Πάρκο, θα λειτουργεί ως πυρήνας πολιτισμού και πρασίνου, συνδέοντας τη φύση με τη δημιουργικότητα και ενισχύοντας την αστική ζωή της Λευκωσίας. Ωραίο δεν ακούγεται;
Ωστόσο, δεν αρκεί η καλή ιδέα. Χρειάζεται και πραγματική στήριξη στα πιο υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια. Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης πρέπει να έχει πολύ ευχάριστες αναμνήσεις αφού στο Περίπτερο 6 είχε πραγματοποιήσει την τελική του προεκλογική συγκέντρωση, τον Ιανουάριο του 2023 (φωτό).
Οι ιθύνοντες του Υφυπουργείου θα πρέπει να πάνε εκεί που χρειάζεται με μια πρόταση σοβαρή και συγκροτημένη, ώστε να πείσουν κι αυτούς που δεν έχουν τον πολιτισμό ύψιστη προτεραιότητα ότι θα ήταν μεγάλο κρίμα να χαθεί και αυτή η ευκαιρία. Η εμπειρία διδάσκει πικρά ότι τέτοια έργα, αν δεν υποστηριχθούν επαρκώς και εγκαίρως, κινδυνεύουν να παραμείνουν στη θεωρία.
Η διεθνής εμπειρία από την άλλη δείχνει ότι τα επιτυχημένα μουσεία σύγχρονης τέχνης συνδέονται άμεσα με την πόλη και την κοινωνία στην οποία βρίσκονται. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα διεθνώς που δείχνουν την τάση αξιοποίησης παλαιών βιομηχανικών ή εγκαταλελειμμένων δομών για πολιτιστικούς σκοπούς, όχι μόνο ως μουσεία σύγχρονης τέχνης αλλά και ως κέντρα πολιτισμού γενικότερα.
Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι ο πρώην σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Bankside στην όχθη του Τάμεση που μετατράπηκε στην Tate Modern το 2000. Η ανακαίνιση κράτησε στοιχεία της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, ενώ δημιουργήθηκε ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτιστικούς χώρους στον κόσμο. Ένα άλλο θαυμάσιο, που έτυχε να θαυμάσω προσωπικά, είναι το Βιομηχανικό συγκρότημα Ανθρακωρυχείων του Τσόλφεραϊν στο Έσεν της Γερμανίας, που πλέον είναι πολιτιστικό κέντρο και μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Θέλετε κι άλλα; Για το Fondazione Prada στο Μιλάνο αξιοποιήθηκε παλιά βιομηχανική αποθήκη και αποστακτήριο. Οι δε εγκαταστάσεις του Σφαγείου και της Δημοτικής Ζωαγοράς της Μαδρίτης, που κατά τον ισπανικό εμφύλιο χρησιμοποιήθηκε για την κράτηση ζητιάνων, είναι σήμερα το Centro Cultural Matadero, ένας πραγματικός πολιτιστικός πνεύμονας.
Στην Κύπρο δεν χρειαζόμαστε τόσο μεγάλους χώρους, ας είμαστε ρεαλιστές και ας τηρούμε τις αναλογίες. Ωστόσο, τόσα και τόσα δαιμόνια εισάγουμε από το εξωτερικό ας εισάξουμε και την τάση της προσαρμοστικής επανάχρησης, που είναι και αναγκαία στην εποχή μας. Στα οφέλη περιλαμβάνονται η διατήρηση του ιστορικού αποτυπώματος, η μείωση του κόστους, η ταχύτητα υλοποίησης, η δημιουργία μιας ιδιαίτερης ταυτότητας στον χώρο και στην πόλη.
Βέβαια, στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και υποδείξεις όπως αυτές της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Κατερίνας Γρέγου: πέρα από την εξασφάλιση και την αναδημιουργία του κτηρίου, πρέπει πρώτιστα να θεσπιστεί κι ένας ισχυρός και ανεξάρτητος φορέας που θα διαχειριστεί ένα τέτοιο μουσείο. Όπως και να εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή του.
Ελεύθερα, 2.11.2025










