Νεόφυτος Παπαλαζάρου: «Αγαθονίκης επιτάφιος θρήνος», ιδιωτική έκδοση, 2025.
Το ελεγειακό συνθετικό ποιήμα «Αγαθονίκης επιτάφιος θρήνος» είναι ότι πιο άρτιο, μετρικά και δομικά, έχει γράψει ως τώρα ο Νεόφυτος Παπαλαζάρου. Ο ποιητής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1986 με τη συλλογή «Ματωμένες μνήμες».
Το υπό αναφορά συνθετικό ποίημα είναι το 7ο ποιητικό του έργο που εκδίδεται σε βιβλίο. Συγκριτικά με τα όσα προηγήθηκαν, αυτό είναι το πιο ομοιογενές έργο του, στιλιστικά, υφολογικά μα και θεματικά.
Ως να ήταν ταγμένος γι’ αυτό το ποίημα ο Ν.Π. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα τους στίχους του Θεοδόση Πιερίδη από την «Κυπριακή Συμφωνία»: «Αν εξόμπλιαζα στίχους ένα τρίτο του αιώνα / τι να γύρευα τάχα;… / Μοναχά να γλυκάνει, να τρανέψει η φωνή μου / να σε πω σα σου αξίζει και σου πρέπει νησί μου». Ομοίως και ο Ν.Π. μοιάζει να γράφει στίχους κοντά σαράντα χρόνια, προκειμένου να ενσαρκώσει τον θρήνο της μάνας του, πρεσβυτέρας Αγαθονίκης, για τους δύο αδικοχαμένους αδελφούς του Κυριάκο και Σωτήρη Παπαλαζάρου. Η ιστορία της τραγικής και συνάμα ηρωικής αυτής οικογένειας γνωστή ανά το παγκύπριο και όχι μόνον. Ο 16χρονος Κυριάκος δολοφονήθηκε από την ΕΟΚΑ Β’ τον Ιούνιο του 1974 και ο 21 ετών Σωτήρης έπεσε μαχόμενος την πρώτη ημέρα της τουρκικής εισβολής το 1974.
Ο Νεόφυτος, νεότερος γιος της οικογένειας δίνει με τους στίχους του φωνή στη μητέρα του σ’ ένα μακροσκελές δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο ποίημα, θρηνητικό μα και καταγγελτικό. Όλο το ποίημα είναι ένα μοιρολόι με την κλασσική έννοια του όρου. Στο πρώτο μέρος οριοθετείται ο μητρικός θρήνος, κατατίθενται όλες οι παράμετροί του.
Στο δεύτερο μέρος το μοιρολόι μεταφέρεται πάνω στον τάφο των αδικοχαμένων γιών, του δολοφονηθέντα Κυριάκου και του πεσόντα Σωτήρη. Στο τρίτο μέρος ο θρηνητικός λόγος απευθύνεται αποκλειστικά στον Κυριάκο και στο τέταρτο αποκλειστικά στο Σωτήρη. Στο πέμπτο μέρος η βαρυθρηνούσα μητέρα αποτείνεται στην Παναγία. Στο έκτο καταληκτικό μέρος, το μοιρολόι είναι επιλογικό, συμπερασματικό και επιγραμματικό.
Σ’ αυτό το ποίημα ο Ν.Π. αναμετράται και συνδιαλέγεται με τον πεσόντα αδελφό του, επίσης ποιητή Σ.Π. Ο τελευταίος έγραψε το ποίημα «Θρήνος για το χαμένο αδέλφι» αναφερόμενος στον πρώτο νεκρό της οικογένειας Κυριάκο. Κι αυτό το ποίημα είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, ομοιοκατάληκτό, ζευγαρωτό και παροξύτονο στίχο. Έτσι η συνομιλία των δύο αδελφών ποιητών είναι ορατή, ομοιογενής, στέρεη και διάφανη.
Την ίδια ώρα, αμφότεροι, όρθωσαν το ποιητικό τους ανάστημα κάτω από την προστατευτική αύρα της σκιάς του Γιάννη Ρίτσου και του αριστουργηματικού «Επιτάφιου» του. Έχω την εντύπωση πως αν δεν υπήρχε ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου τα ποιήματα των Σ.Π. και Ν.Π. δεν θα γράφονταν ή τουλάχιστον δεν θα γράφονταν με το ίδιο στυλ, το ίδιο ύφος και την ίδια μορφή. Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου υπήρξε η τροφός και η αισθητική σχολή στην οποία θήτευσαν τα δύο αδέλφια.
Ώρα όμως να περιδιαβάσουμε στο ποίημα του Ν.Π. κορφολογώντας στίχους. Ο ποιητής πετυχαίνει ιδιαίτερα αξιοσημείωτα αποτελέσματα εκεί που φτιάχνει ωραίες εικόνες, με χρώματα κι’ αρώματα αλλά και με ανάγλυφες συγκινήσεις: «Σαν άγγελοι φτερούγισαν στη νιότη, στην ορμή τους / λεμονανθοί ολόλευκοι μες στην πλατιά αυλή τους». (σελ. 16) Ανάλογης παραστατικότητας, γλαφυρότητας αλλά και δημοτικής πνοής το δίστιχο που ακολουθεί: «Εσείς γλυκόλαλα πουλιά, που λεύτερα πετάτε, / σαν δείτε τους λεβέντες μου να μου τους χαιρετάτε». (σελ. 16)
Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος η ηρωομάνα Αγαθονίκη, πάνω από τον τάφο των παιδιών της, επικαλείται το σύζυγό της Παπαλάζαρο: «Σκεφτείτε τον πατέρα σας που πάντα είχεν έγνοια / τώρα ποτάμια δάκρυα τού βρέχουνε τα γένια. / Πάντα του σάς ορμήνευε, ειρήνη να ζητάτε, / μα δίκιο, για την ανθρωπιά πάντα να πολεμάτε». (σελ. 17 – 18)
Στο πέμπτο μέρος του ποιήματος διαβάζουμε την καθολικευμένη επίκληση της Αγαθονίκης στην Παναγία. Πρόκειται για μια παράκληση που αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας, το σύνολο του πόνου που προκαλεί στη μάνα η απώλεια του παιδιού ή των παιδιών της: «Και κάνε, Παναγία μου, άλλη μάνα μη ζήσει / όσα δεινά εγώ έζησα, όσα έχω μαρτυρήσει». (σελ. 28)
Στο έκτο επιλογικό στιχούργημα πραγματεύεται η αέναη επιθυμία της μάνας ν’ ανταμώσει τα παιδιά της στην άλλη ζωή, μετά θάνατον: «Στις όχθες του Αχέροντα θα’ ρθω να κατοικήσω / αντάμα να‘ χω εσάς τους δυο, να σας γλυκοφιλήσω». (σελ. 29)
Ο Ν.Π. στο σύνολο του συνθετικού αυτού ποιήματος, χρησιμοποιεί κατά κόρον τους εκφραστικούς τρόπους της παρομοίωσης και της μεταφοράς, στα πλαίσια πάντα μιας λυρικής πνοής και του ελεγειακού ύφους. Συχνά – πυκνά εκφεύγει αυτών των πλαισίων μιλώντας ωμά – ρεαλιστικά, με όρους πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου. Υπό αυτή την έννοια, το όλο έργο συνιστά κι’ έναν αντιπολεμικό παιάνα. Ένα παιάνα που θυμίζει την αντίστοιχη «κατάρα» του Παύλου Λιασίδη: «Πόλεμε, δαίμονα, κακόν, αξήλειφτον στον κόσμον, παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Άδη, ψεύτη, κλέφτη / όπου της νιότης θκιαλεχτούς, κόβκεις αθθούς των θκυόσμων…». Ειρήσθω εν παρόδω, θεωρώ πως θα ήταν δόκιμο να παρεισφρύσουν λέξεις και εκφράσεις του κυπριακού ιδιώματος μέσα στο όλο ποίημα. Στο κάτω – κάτω αυτή ήταν και η καθομιλουμένη γλώσσα της παπαδιάς Αγαθονίκης.
Και δυο λόγια επί προσωπικού. Ο Ν.Π. είναι κουνιάδος μου, είμαι παντρεμένος με την αδελφή του Μαρία, η παπαδιά ήταν πεθερά μου. Λόγω της στενής αυτής συγγενικής σχέσης δεν ασχολήθηκα ποτέ με το ποιητικό έργο του Ν.Π. Δεν ήθελα να υπάρχει και η παραμικρή σκιά στις κρίσεις και αξιολογήσεις μου. Αυτή μου η στάση μάλλον τον αδίκησε. Με αυτό το κείμενο ξεφεύγω από τον κανόνα που επέβαλα στον εαυτό μου. Και νομίζω σωστά έπραξα.