20 Απριλίου, 2025
1:30 μμ

Η μέριμνα για τον εργαζόμενο επέβαλλε τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

Τόσο η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2001/23/ΕΚ, όσο και η ενσωμάτωσή της στην κυπριακή νομοθεσία με τον νόμο 104(Ι)/2000, σκοπό έχουν την προστασία των εργαζομένων από μαζικές απολύσεις ή διαδικασίες πτώχευσης.

Γι’ αυτό εφαρμόζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ανεξάρτητα εάν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα ή όχι. Συνεπώς, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, μεταβιβάζονται, με τη μεταβίβαση αυτή, στον εκδοχέα.

Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση, κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, με ελάχιστη περίοδο διατήρησης των όρων εργασίας ένα χρόνο. Ο εκχωρητής και ο εκδοχέας μπορούν να συμφωνήσουν ότι μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από τη μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης.

Αποζημιώσεις και πληρωμή

Σε περίπτωση που τερματίζεται η εργασιακή σχέση λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα και αυτό δεν οφείλεται σε λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως, που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχόλησης, η απόλυση είναι παράνομη και ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου. Αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση διαφορών είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Π.Ε.7/2016, ημερ.20.03.2025, εξέτασε την έφεση εταιρείας, η οποία λόγω μεταβίβασης των εργασιών εκπαιδευτηρίου απέκτησε την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση αυτή. Συγκεκριμένα, οκτώ εργοδοτούμενοι, των οποίων οι υπηρεσίες τερματίστηκαν για λόγο πλεονασμού, αποτάθηκαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και αξίωσαν αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης. Ο ισχυρισμός της εταιρείας που μεταβίβασε την επιχείρηση ήταν ότι η ίδια είχε τερματίσει τις εργασίες του εκπαιδευτηρίου και πως τη λειτουργία του ανέλαβε η νέα εταιρεία, η εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση των εργαζομένων οφειλόταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση και ότι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολουθούσαν να απασχολούνται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης και επιδίκασε αποζημιώσεις προς όφελός τους και εναντίον της εφεσείουσας. Η τελευταία θεώρησε λανθασμένη την απόφαση, που κατέληξε ότι είχε γίνει μεταβίβαση επιχείρησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η εν λόγω Οδηγία αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματία, παρέχοντας τη δυνατότητα σε αυτούς να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου επιχειρηματία, υπό τους ίδιους όρους ως με τον μεταβιβάζοντα. Η μεταβίβαση επιφέρει αυτόματα την μεταβολή του εργοδότη ο οποίος, από την ημερομηνία της μεταβίβασης, υπεισέρχεται στη θέση του προηγούμενου αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τη σχέση εργασίας.

Κατάληξη

Παραπέμποντας σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, έκρινε ότι η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας και υπό τον νέο φορέα είναι το αποφασιστικό κριτήριο, ανεξαρτήτως του τρόπου μεταβίβασης. Για να αποφασιστεί για το κατά πόσο έγινε μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας με διατήρηση της ταυτότητάς της, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, και συνεκτιμούνται τα εξής στοιχεία:
(i) η μεταβίβαση ή μη υλικών αγαθών, όπως κτίρια, μηχανήματα κλπ., (ii) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, (iii) η ανάληψη ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, (iv) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, (v) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και (vi) η διάρκεια της τυχόν αναστολής των δραστηριοτήτων της.

Κατέληξε ότι ήταν σαφές πως και οι δύο εταιρείες μιλούσαν βασικά για τη συνέχιση της λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου στη βάση των ίδιων αδειών και ότι από τις ανακοινώσεις τους προς ενημέρωση των γονέων των υφιστάμενων μαθητών, προέκυπτε πως το εκπαιδευτήριο απευθυνόταν στον ίδιο κύκλο εργασίας και πελατολόγιο. Δεν διέκρινε οποιαδήποτε παρερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες οι οποίοι ορθά κρίθηκαν ικανοί να καταδείξουν μεταβίβαση της επιχείρησης και απέρριψε την έφεση.

*Δικηγόρος στη Λάρνακα

Exit mobile version