Όνειρο της επίμονης φωτογράφου δεν είναι μόνο η επιβίωση των Τουρκάνα αλλά και η διατήρηση της ταυτότητάς τους.
Στη βόρεια άκρη της Κένυας, εκεί όπου η γη μοιάζει να ακουμπά τον ουρανό και οι ηλιαχτίδες δεν συναντούν σκιά, οι άνθρωποι της ερήμου Τουρκάνα πορεύονται εδώ και χιλιετίες μέσα στην απόλυτη αντίθεση: ανάμεσα στη σκληρότητα και την ομορφιά, ανάμεσα στη στέρηση και την επιμονή της ζωής. Εκεί επιστρέφει ξανά και ξανά η Μαρίνα Σιακόλα, φωτογράφος και πρόεδρος του ανθρωπιστικού οργανισμού «Σοφία για τα Παιδιά», με μια αποστολή που αναζητά τα όρια της παρέμβασης: να καταγράψει, να μαρτυρήσει, να επικουρήσει το δικαίωμα στην ύπαρξη. Η νέα της έκθεση με τίτλο «Sunscapes», που παρουσιάζεται στην Όμικρον σε επιμέλεια Νίκου Παττίχη, γεννήθηκε μέσα από τα ταξίδια στην καρδιά αυτού του άνυδρου μέρους, όπου όλα δοκιμάζονται. Είναι μια ωδή στον ήλιο και στους ανθρώπους που τον κουβαλούν μέσα τους. Οι φωτογραφίες, ποτισμένες από το ανελέητο φως και τη σκόνη, αφηγούνται την ιστορία μιας περιοχής που θεωρείται «κοιτίδα της ανθρωπότητας» κι ενός λαού που αντιστέκεται στην αλλοίωση απέναντι στις πιέσεις του σύγχρονου κόσμου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Μαρίνα μιλά για το σημείο όπου το φως και η ευθύνη γίνονται φωτογραφία.
» Είναι ένα εν εξελίξει πρότζεκτ που ξεκίνησε το 2010, όταν πρωτοπήγα σ’ αυτή την ερημική περιοχή, με την ιδιότητα της εθελόντριας του «Σοφία για τα Παιδιά». Μού ‘κανε αμέσως εντύπωση η φυλή των Τουρκάνα, γιατί είναι αδιανόητα υπέροχη, πολύχρωμη, εξωτική, αρχαία- ό,τι πιο ξένο και ταυτόχρονα οικείο μπορεί να δει κανείς στη ζωή του. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό. Μιλάμε για μια έρημο δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων· μια απέραντη έκταση που ξεκινά λίγο πάνω από τη μέση της Κένυας και φτάνει ως την Αιθιοπία. Κοντά είναι η λίμνη Τουρκάνα, με υφάλμυρο νερό. Η φυλή των Τουρκάνα επιβιώνει εκεί τα τελευταία 1,5 εκατομμύριο χρόνια. Οι ανθρωπολόγοι θεωρούν πως όλα τα ανθρώπινα όντα προέρχονται από αυτή την κοιτίδα. Εκεί εντοπίστηκε ο πλήρης σκελετός του «Αγοριού της Τουρκάνα», ενός νεαρού Homo erectus, του πρώτου είδους ανθρώπου που στάθηκε στα δυο του πόδια. Με έκπληξη διαπίστωσα πως έχουμε περισσότερα κοινά μαζί τους απ’ όσα θα ήθελαν πολλοί να πιστεύουν.
» Το τοπίο είναι απόκοσμο, σεληνιακό. Είναι ένα περιβάλλον τόσο ξερό που τα πλάσματα αυτά μοιάζουν να αιωρούνται. Αυτό ήθελα να αποδώσω με τη σειρά φωτογραφιών «Sunscapes». Πηγαίνω εκεί αρκετές φορές τον χρόνο κι όσο μεγαλώνω διαπιστώνω πόσο επηρεάζει αυτόν τον τόπο η κλιματική αλλαγή. Κάθε φορά βλέπεις τη διαφορά, φαίνεται όλο και πιο έντονα. Οι άνθρωποι περπατούν καθημερινά ολόκληρα χιλιόμετρα για εξεύρεση νερού και καταλαβαίνεις πόσο έχει αλλάξει το κλίμα από το βάθος της τρύπας που χρειάζεται να σκάψουν στους ξεροπόταμους. Τις περισσότερες φορές μπαίνουν τα παιδιά μέσα, διότι αναγκάζονται να τις κάνουν πιο στενές για να φτάσουν σε μεγαλύτερο βάθος. Κατεβαίνουν κάτι σαν σκάλες με ξερά κλαδιά για να γεμίσουν τα παγούρια που μεταφέρουν άλλα τόσα χιλιόμετρα να τα πάνε στο σπίτι και να ποτίσουν και τα ζωντανά τους.
» Όλη η ζωή, η καθημερινότητα περιστρέφεται γύρω από τα ζώα που έχει ο καθένας. Είναι η περιουσία τους. Υπάρχει μια φωτογραφία στην έκθεση μ’ ένα κοριτσάκι που κρατά σφιχτά την κατσίκα της, γιατί τη θεωρεί πολύτιμη. Τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Κάνουν επιδρομές γειτονικές φυλές για να κλέψουν από τους Τουρκάνα, που γενικά είναι φιλήσυχοι αλλά πλέον άρχισαν να πιάνουν κι αυτοί όπλα για να προστατεύουν τα ζώα και τους εαυτούς τους. Είναι τρομακτικό, ανάγλυφο και αληθινό να διαπιστώνεις την κλιματική αλλαγή καθώς συμβαίνει εκεί, διότι όλα είναι στοιχειώδη. Ένας τόπος σκληρός, με ελάχιστα αγκάθινα δέντρα (ακακίες). Έχω πετύχει και την πιο άνυδρη εποχή, χωρίς καθόλου βροχή και πραγματικά η έρημος παίζει παιχνίδια με τα μάτια, μοιάζουν τα δέντρα με χιόνι. Από τα δέντρα αυτά τρέφονται οι κατσίκες, που είναι πολύ ανθεκτικές και επιβιώνουν στην έρημο. Και η φυλή αυτή αποδείχτηκε ανθεκτική, αφού επιβιώνει κυρίως ανακατεύοντας το γάλα με αίμα που σταλάζει από μικρές τομές που κάνουν στα κατσίκια τους, ώστε να πάρουν λίγη πρωτεΐνη χωρίς να σκοτώσουν το πολύτιμο ζώο.
» Ο τίτλος «Sunscapes» είναι μια λέξη σύνθετη που προκύπτει από τη σχέση αυτής της φυλής με το περιβάλλον της. Θεωρώ το γεγονός ότι υπάρχει και επιβιώνει ακόμη, κόντρα στις προκλήσεις, ως το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα. Το τοπίο είναι τόσο ανοιχτό και γυμνό που βλέπεις τα πάντα μέχρι τον ορίζοντα. Είναι εντυπωσιακό να τους βλέπεις να ξεπροβάλλουν και να πλησιάζουν. Μοιάζουν σαν έγχρωμα τοτέμ και κάθε φορά σφίγγεται η ψυχή μου από δέος και θαυμασμό. Προσπαθώ να αποδώσω στις φωτογραφίες αυτό που βλέπω με τα μάτια μου κι αυτό που νιώθω. Είναι ένας λαός πολύχρωμος και περήφανος, ο οποίος μοιάζει με την ίδια τη ζωή.
» Ασχολούμαι από μικρή με τη φωτογραφία. Αυτό που με έλκυε πάντα ήταν ο άνθρωπος. Όσο μεγαλώνω, νιώθω ότι επικεντρώνομαι περισσότερο στο περιβάλλον. Όμως, οι φωτογραφίες μου δεν παύουν να είναι πάντα ανθρωποκεντρικές. Δεν υπάρχει ούτε μία που να μην περιέχει έστω ένα στοιχείο ανθρώπινης ζωής. Στην πορεία, έχω επηρεαστεί από τους κορυφαίους μάστερ όπως ο Ανρί Καρτιέ- Μπρεσόν, αλλά και μετά ο Ρίτσαρντ Άβεντον, ή η Άννι Λίμποβιτς. Είμαι ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να εργαστώ για χρόνια στα περιοδικά του Φιλελεύθερου. Ήταν όνειρο που έγινε πραγματικότητα να κάνω επάγγελμά μου αυτό που αγαπώ. Έχω δουλέψει και στη φωτογραφία μόδας κι αυτό είχε πλάκα, παρόλο που ακόμη κι εκεί, όσο κι αν θεωρείται «φτιαχτό», «φτιασιδωμένο», ή κάτι σαν ψευδαίσθηση, προσπαθούσα να «κοιτάξω» πιο βαθιά τους εικονιζόμενους.
» Ό,τι έχεις κάνει, επηρεάζει στον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Το αγόρι στη μέση του πουθενά που απεικονίζεται στην πρόσκληση της έκθεσης, βρισκόταν λίγο παραπέρα με τα κατσίκια του και μόλις μας είδε από μακριά σηκώθηκε και στάθηκε με τρόπο που και το πιο ακριβοπληρωμένο μοντέλο δεν θα πετύχαινε. Μόλις το είδα είπα: «πρέπει να το βγάλω πάση θυσία» κι αυτό πρέπει να γίνει πριν κουνηθεί. Διότι είναι δύσκολο να επικοινωνήσεις μ’ αυτή τη φυλή. Αλλά κάτι που λατρεύω είναι να μπορώ να επικοινωνώ με κόσμο που δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα.

Δεν πηγαίνω εκεί ως τουρίστρια. Όύτε καν ως φωτογράφος. Ο κύριος σκοπός είναι να εκπροσωπήσω το «Σοφία για τα Παιδιά». Οι άνθρωποι δεν είναι πάντα άνετοι μπροστά στον φακό κι έτσι χρειάζεται υπομονή και προσοχή. Πολλές φορές ρισκάρω μέχρι να δημιουργηθεί η ειλικρίνεια που χρειάζεται. Λίγες φορές στη ζωή μου ένιωσα κίνδυνο λόγω της φωτογραφίας κι όταν συνέβη ήταν επειδή ήμουν βιαστική, ανυπόμονη ή δεν είχα κάνει τα σωστά βήματα. Κάποτε στο Μαρόκο λ.χ. με κυνήγησαν, διότι σήκωσα αυθόρμητα τη φωτογραφική, χωρίς άδεια, για να απαθανατίσω μια κηδεία στους δρόμους. Μαθαίνεις να βλέπεις τον άλλο στα μάτια, να μη δίνεις την αίσθηση ότι προσπαθείς να «κλέψεις» τη φωτογραφία. Αισθάνεσαι πότε κάποιος θα συναινέσει και πάντα το σεβόμουν. Όταν μου ζητούν να σταματήσω, σταματώ αμέσως. Είναι ζήτημα εμπιστοσύνης, σεβασμού και ειλικρίνειας.
Με τους Τουρκάνα έχω ζήσει διάφορα ευτράπελα. Μια φορά είδα να έρχεται κατά πάνω μου μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη παραδοσιακά, με χρωματιστά της κοσμήματα και πάνω στα πολύτιμα χειροποίητα κολιέ να κρέμεται μια άδεια πλαστική μπουκάλα νερού- πολύτιμο απόκτημα, αφού μπορούσε να τη γεμίζει όπου έβρισκε νερό. Ήταν αποστεωμένη, στεγνή από τις κακουχίες. Καθώς φωτογράφιζα τη διανομή για το «Σοφία για τα Παιδιά», άρχισε να μου φωνάζει σ’ αυτή την εντελώς δική τους διάλεκτο. Απόρησα, αλλά όταν βρήκα τον μεταφραστή μας, τον Ζαχαρία, ανακάλυψα ότι αυτό δεν ήταν θυμός, αλλά ευγνωμοσύνη. Ο τρόπος τους ακούγεται επιθετικός, αλλά ήταν μια «επίθεση» αγάπης και εκτίμησης. Ήταν μια στιγμή που μου θύμισε πόσα μας χωρίζουν, αλλά και πόσα μάς ενώνουν μ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Οι σπουδές μου είναι στη νομική και την κοινωνιολογία, έχοντας εστιάσει ειδικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Από τη φύση μου, αν μπορούσα, θα προτιμούσα μόνο να παρατηρώ, χωρίς να επηρεάζω καθόλου τη ζωή τους και τον ρυθμό της. Είμαι ενάντια σε οποιαδήποτε αλλοίωση και παρέμβαση. Ωστόσο, ανθρώπινα μιλώντας, είναι δύσκολο να μη βοηθήσεις όταν συνειδητοποιείς ότι διακυβεύεται η επιβίωσή τους κι ότι οδηγούνται στον αφανισμό με μαθηματική ακρίβεια. Οργανισμοί όπως το «Σοφία για τα Παιδιά», που εργάζονται με σεβασμό και αγάπη για την ύπαρξη, την κουλτούρα και την ταυτότητα της φυλής, μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Χωρίς τέτοια υποστήριξη, η αρνητική εξέλιξη θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ραγδαία και σύντομα δεν θα υπήρχε καμία φυλή εκεί για να «αλλοιωθεί».
Ας μην ξεχνάμε ότι η απειλή αφανισμού που αντιμετωπίζουν οι Τουρκάνα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κλιματικής κρίσης. Η διαδικασία αυτή επιταχύνεται δραματικά. Όλοι μας φέρουμε ευθύνη γι’ αυτό. Το νιώθω βαθιά, όπως κι όλοι οι εθελοντές του «Σοφία για τα Παιδιά», από σεβασμό και αγάπη προς κάθε πολιτισμό που αγωνίζεται να επιβιώσει. Είναι αρχή μας ότι οι παρεμβάσεις μας πρέπει να γίνονται με συναίνεση των ντόπιων και σε αρμονία με τον τρόπο και τον ρυθμό ζωής τους, με σεβασμό στις αξίες και την κουλτούρα τους. Δεν πάμε ως «ξένοι που ξέρουν καλύτερα», ούτε ως αποικιοκράτες που θέλουν να τους «εκπολιτίσουν». Είδαμε, εξάλλου, πού οδήγησε ιστορικά η αποικιακή νοοτροπία: στην καταστροφή, που τελικά καταβροχθίζει και τον ίδιο τον αφέντη.

Εσχάτως η περιοχή άρχισε να προσελκύει μεγάλες πολυεθνικές λόγω του πετρελαίου και άλλων πόρων που έχει εντοπιστεί. Ήδη, με τη βοήθεια ντόπιων ολιγαρχών, ξεκίνησαν γεωτρήσεις, τη στιγμή που οι ίδιοι οι ιθαγενείς δεν έχουν καμία συναίσθηση της αξίας της γης τους. Άρχισαν ξαφνικά να έρχονται ξένοι, όχι με πρόθεση συνεργασίας ή προσφοράς, αλλά με κίνητρα εκμετάλλευσης. Αυτή η πίεση προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο ευθύνης στο έργο μας, για να προστατεύσουμε την κουλτούρα και την επιβίωσή τους.
Πρώτα κατέφθασαν οι Εκκλησίες και οι ιεραποστολές. Στη συνέχεια, με τους κερδοσκόπους που επιδιώκουν ν’ αρπάξουν τη γη τους, άρχισε να αλλάζει και η ίδια η καθημερινότητα των Τουρκάνα. Ήρθε να επιβληθεί μια νέα νοοτροπία. Σιγά- σιγά, άρχισαν να κάνουν τους ανθρώπους αυτούς να ντρέπονται για την εμφάνισή τους, για τα κοσμήματα, τα μαλλιά, τα σημάδια της φυλής τους. Για να πάνε τα παιδιά σχολείο πρέπει να τα αφαιρέσουν αυτά και να φορέσουν δυτικά ρούχα- έστω και κάποιο κουρέλι που μοιάζει με σχολική στολή. Είναι σκληρό να βλέπεις πώς προσπαθούν να τους ξεριζώσουν την ίδια τους την ταυτότητα στο όνομα της «προόδου». Αν αλλάξεις την κουλτούρα σου, τότε σιγά- σιγά χάνεις και τη γη σου. Τα νέα παιδιά δεν θα θέλουν να μείνουν πλέον εκεί έξω στην έρημο. Θα πάνε όσο γίνεται πιο κοντά στις πόλεις, όπου χωρίς καμία περιουσία ή δεξιότητες, θα είναι ένα τίποτα. Θα ζητιανεύουν ή θα κάνουν δουλειές του ποδαριού που δεν κάνουν οι υπόλοιποι.
Όνειρό μου δεν είναι μόνο να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να επιβιώσουν, αλλά και να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Θα ήθελα κάποτε να δημιουργήσουμε ένα πρότυπο σχολείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Να πηγαίνουν τα παιδιά με την παραδοσιακή φορεσιά, με την κόμμωσή τους, να μιλούν τη γλώσσα τους, να τραγουδούν τα τραγούδια τους. Εμείς προσπαθούμε να τους κάνουμε να νιώθουν περήφανοι. Τους εξηγούμε ότι αγαπούμε και σεβόμαστε την κουλτούρα τους, ότι είναι τιμή μας που πηγαίνουμε εκεί και μάς δέχονται στην κοινότητα, που μας επιτρέπουν να τους βοηθήσουμε να απαλύνουν τις κακουχίες τους. Κι όσο αντέχουμε, θα συνεχίσουμε να το κάνουμε.

» Τα πρώτα τραγούδια που άκουσα εκεί είχαν κάτι βαθιά αρχέγονο και γήινο, σχεδόν τελετουργικό. Ο τρόπος που τα πόδια χτυπούσαν τη γη όταν χόρευαν, ο ρυθμός, οι φωνές- όλα έβγαζαν μια ενέργεια που τη νιώθεις στο στομάχι. Καταλαβαίνεις πως αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούν πίσω τους αιώνες και αιώνες ύπαρξης. Είχα πάει κάποτε με τη Νόπη Τηλεμάχου- την αντιπρόεδρο του «Σοφία για τα Παιδιά» που είναι μουσικός- κι είχε μείνει άφωνη. Τώρα, προσπαθούν να τους αλλάξουν και τα τραγούδια, να τα κάνουν πιο συμβατικά· κι έτσι οι χοροί αρχίζουν να χάνουν εκείνον τον ηλεκτρισμό, το σχεδόν ερωτικό πάθος που τους κάνει τόσο μοναδικούς.
» Μετά την Εκκλησία και την εισβολή των επιχειρηματιών, κατέφθασαν στην έρημο και τα κοντέινερ της «ανθρωπιστικής βοήθειας»: σάκοι γεμάτοι με παλιά ρούχα, με στολές ποδοσφαιρικών ομάδων την ύπαρξη των οποίων οι ιθαγενείς αγνοούν. Στις αρχές δεν ήξεραν τι να τα κάνουν. Κοιτούσαν με απορία ένα σουτιέν. Και σιγά- σιγά έβλεπες γυναίκες με παραδοσιακές ενδυμασίες να φορούν στους 50 βαθμούς χοντρές κάλτσες της Άρσεναλ ή του Άγιαξ (!), επειδή αγαπούν τα χρώματα και τα στερούνται στο περιβάλλον. Προκύπτει μια ανορθόδοξη πανδαισία. Τώρα φτάσαμε να βλέπουμε αλλόκοτους συνδυασμούς, όπως να φορούν πάνω από το παραδοσιακό ένδυμα μια φανέλα που γράφει «Hello Kitty» ή «I love Paris». Όσο ενδιαφέρουσα εικόνα κι αν είναι, καταλαβαίνεις ότι ενέχει την απειλή της αλλοίωσης.
» Μερικές φορές, για να μπορείς να διατηρήσεις, πρέπει να αλλάζεις πράγματα. Δεν είμαι εγώ που είπα πρώτη ότι τα πράγματα για να μπορούν να μείνουν ίδια πρέπει να αλλάζουν, να προσαρμόζονται. Είναι ακόμη πιο σαφές σ’ αυτή την περίπτωση. Συνειδητοποιείς ότι η αντίστροφη μέτρηση θα επιταχυνθεί αν δεν στηριχτούν αυτοί οι άνθρωποι από οργανισμούς που νοιάζονται ειλικρινά για τη διατήρηση της κουλτούρας τους κι όχι απλώς για να τους εκμεταλλευτούν και να τους αλλοτριώσουν, δημιουργώντας στο σχολείο έναν νέο Τουρκάνα, που θα σνομπάρει και θα περιφρονεί τους γονείς του. Δυστυχώς, τα σχολεία πλέον είναι ελεγχόμενα από την Καθολική ή την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, ενώ στην αρχή έβλεπα συχνά άντρες γυμνούς και γυναίκες γυμνόστηθες ή καλυμμένες ίσα για να προστατεύονται από τον ήλιο και τη σκόνη, τώρα, επειδή τα παιδιά τους ντρέπονται γι’ αυτούς, αναγκάζονται να σκεπάζουν τη γύμνια τους. Στην κουλτούρα των Τουρκάνα ή έννοια του γυμνού είναι διαφορετική. Ντροπή γι’ αυτούς είναι να μην έχουν πάνω τους κοσμήματα, τα οποία κατασκευάζουν με κόπο.
» Είναι δεδομένο ότι για να μπορέσουν να επιβιώσουν στις σημερινές συνθήκες, πρέπει να αλλάξουν. Πρέπει να γίνουν γεωργοί με ειδικά παραδοσιακά συστήματα άρδευσης, ώστε να αναπτύξουν κάποια καλλιέργεια στη μέση της ερήμου. Κάποιες ΜΚΟ τα τελευταία χρόνια άρχισαν να τους μαθαίνουν να καλλιεργούν και να ψαρεύουν με παραδοσιακούς τρόπους. Στη λίμνη Τουρκάνα έχει ψάρια, κυρίως τιλάπια. Όμως, μέχρι πρόσφατα οι κοινότητες κοντά στη λίμνη δεν ψάρευαν γιατί θεωρούσαν τα ψάρια προϊόντα μαύρης μαγείας. Πλέον άρχισαν να τρώνε και ψάρι.
» Η μαύρη μαγεία είναι βαθιά ριζωμένη και ισχυρή σε περιοχές της Αφρικής. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμη πρακτικές που διαιωνίζονται, οι οποίες ξεπερνούν κάθε έννοια λογικής και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στο Ορφανοτροφείο Μακάριος στο Νυέρι φιλοξενούμε δύο παιδάκια από τη Δυτική Κένυα, από τον καιρό που μόλις αρχίσαν να περπατούν. Είναι διδυμάκια από μια υποδιαίρεση φυλής στη Δυτική Κένυα- καμία σχέση με την Τουρκάνα- όπου το να γεννάς δίδυμα θεωρείται κατάρα και λένε ότι δεν θα ευτυχήσεις αν δεν θάψεις ζωντανό το ένα παιδί στην αυλή. Εδώ η μητέρα μόλις νύχτωσε πήγε το ξέθαψε και εξαφανίστηκε. Κάποιος δημοσιογράφος έμαθε λίγο μετά την ιστορία, το μάθαμε κι εμείς και καταφέραμε να τους εντοπίσουμε και να τους φέρουμε στο ορφανοτροφείο. Πλέον έφτασαν 14 ετών.
» Φωτογραφίες βγάζω συνέχεια, σε κάθε ταξίδι. Ειδικά εκεί, διότι θέλω να ρουφήξω τα πάντα, να μη μου φύγει ούτε σκηνή. Στην αρχή ήταν δύσκολο, γιατί δεν είχα ξαναζήσει την εμπειρία της ερήμου. Το φως είναι τόσο δυνατό που σε τυφλώνει. Αλλοιώνει τα πάντα κι αυτή η αντανάκλαση από τον ήλιο στο σκληρό έδαφος καίει τα μάτια. Νομίζεις ότι καμία φωτογραφία δεν βγαίνει σωστή- δεν βλέπεις καθαρά ούτε στην οθόνη της φωτογραφικής. Τα πρώτα χρόνια το 90% των λήψεων ήταν άχρηστες. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω πώς «λειτουργεί». Με τον καιρό συνήθισε το μάτι, αλλά κυρίως έμαθα να βλέπω και να ρυθμίζω. Αυτός ο αντικατοπτρισμός, η οπτική απάτη, μοιάζει με τον τρόπο που συχνά αντιλαμβανόμαστε έναν ξένο κόσμο. Νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, αλλά στην πραγματικότητα το φως μάς ξεγελά.

» Είμαι πού περήφανη που επιμελείται την έκθεση ο Νίκος Παττίχης, ο οποίος ως επιμελητής και συλλέκτης είναι πραγματικά από τους πιο σημαντικούς που έχουμε. Τόσο η συλλογή του, όσο η ματιά του, η επιμελητική του ικανότητα, ξεπερνούν τα τοπικά όρια και με συγκινεί που κάνουμε αυτή την έκθεση μαζί. Παράλληλα, συγκινητικό είναι το γεγονός ότι η επαναλειτουργεί η Όμικρον, γιατί είναι ένας φανταστικός εκθεσιακός χώρος, ο οποίος έλειψε από τη Λευκωσία. Oμολογώ πως όταν είδα πρώτη φορά την επιλογή που έκανε ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Αισθάνθηκα μαζί και μια ανασφάλεια, κάτι που δεν με χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, αλλά ίσως ως καλλιτέχνη. Για πρώτη φορά θα δείξω τη δουλειά αυτή στην Κύπρο. Μέρος της έχει παρουσιαστεί το 2018 στο Λονδίνο, αλλά τώρα θα είναι πολύ πιο εκτενής. Νομίζω πως πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι σε έκθεσή μου, γιατί αποκαλύπτω το «μέσα» μου με όχημα έναν τόπο που γνώρισα, αγάπησα και φωτογράφισα μέσα από ένα πολύχρονο, απαιτητικό ταξίδι.
» Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη που δύο παιδιά από την Κένυα, ο Νέλσον και ο Χέσμπον, θα βρίσκονται μαζί μας στα εγκαίνια. Δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή την έκθεση χωρίς τον Νέλσον. Ήταν παρών σχεδόν σε κάθε κλικ. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν συμβεί διάφορα. Έχω λιποθυμήσει και με έπιασε· μια άλλη φορά καθώς πισωπατούσα πιάστηκαν τα μαλλιά μου στα αγκάθια των δέντρων και πέρασαν ώρες μέχρι να με ξεμπλέξουν· έχω πέσει και σε πηγάδι καθώς φωτογράφιζα. Ο Νέλσον είναι από τη μεγαλύτερη παραγκούπολη της Αφρικής, την Κιμπέρα στο Ναϊρόμπι, όπου τον γνώρισα ως έφηβο αγόρι ορφανό, μαζί με τα δυο μικρά του αδερφάκια. Μού έκανε εντύπωση η φυσική του ευγένεια κι η απίστευτη προθυμία να βοηθήσει. Με τη βοήθεια του «Σοφία για τα Παιδιά», κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να σπουδάσει, όπως κι ο αδερφός του ο Χέσμπον. Πλέον εργάζεται για μας ως υπεύθυνος των σιτιστικών προγραμμάτων στην Κιμπέρα και τη Δυτική Κένυα. Ο Νέλσον είναι η οικογένειά μου εκεί και μια ζωντανή απόδειξη ότι διαμάντια γεννιούνται και στα σκουπίδια.
Ελεύθερα, 2.11.2025










