18 Αυγούστου, 2025
8:09 μμ

Η πολυβραβευμένη συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας έγραφε πάντα για το παιδί μέσα της.

Έχοντας κλείσει τον περασμένο Ιούνιο τα 90 της χρόνια, ατενίζει μια διαδρομή που τέμνεται αδιάκοπα με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου και την πορεία της κυπριακής λογοτεχνίας. Βίωσε φτώχεια, πόλεμο, απώλεια, αλλά και την ανεξάντλητη δύναμη της κοινότητας. Η ματιά της δεν εγκλωβίστηκε στη νοσταλγία, αλλά μετατράπηκε σε αφήγηση, σε παιδαγωγική πράξη, σε συγγραφική κατάθεση, που την ανέδειξε ως σημαίνουσα φωνή στην παιδική λογοτεχνία του ελληνόφωνου κόσμου. Δασκάλα, συγγραφέας, εικονογράφος, αρθρογράφος, με λογοτεχνικό έργο που εκτείνεται σε βάθος εβδομηκονταετίας, η Μαρία Πυλιώτου μετέτρεψε την προσωπική μνήμη σε αφηγηματική δύναμη και τη διδασκαλία σε αποστολή ζωής. Από τα στενά του Λευκονοίκου της παιδικής της ηλικίας και τον κόρφο της γιαγιάς της, που μύριζε μέλι και θυμάρι, μέχρι τα μονοπάτια της ζωής και την κοινή πορεία με τον Αχιλλέα Πυλιώτη, ανασύρει ορόσημα και μνήμες που διαμόρφωσαν τη ματιά και τη γραφή της και την κατέστησαν αυθεντική μάρτυρα της εποχής της.

» Μνήμη και μη μνήμη! Είναι εκεί κι όσο κι αν προσπαθώ να ξεχάσω κάτι (συνήθως τραυματικό) αυτό δεν φεύγει. Εκεί, επιμένει να το θυμάμαι… Και το θυμάμαι! Κι όπου σιγά- σιγά ξεθωριάζει και με τα χρόνια μπαίνει κι αυτό, όπως κι οι καλές μνήμες στον μύθο. Στον δρόμο της δημιουργίας. Στον δρόμο της χαράς.

» Νιώθω να είναι τρία πρόσωπα από την παιδική μου ηλικία που διαμόρφωσαν τον πυρήνα της ευαισθησίας μου: η γιαγιά μου η παπαδιά, ο ιερέας παππούς μου κι ακόμα μια γιαγιά, η Παναγιωτού, αδερφή της πρώτης. Αυτή ίσως περισσότερο. Κάποια μέρα η γιαγιά εκείνη ξύπνησε κι ένιωσε τα δυο της πόδια «νεκρά». Δεν κινούνταν. Ήταν η κατά πλάκας σκλήρυνση. Έτρεξαν συγγενείς και γείτονες. Και τη βοηθούσαν. Γρήγορα, όμως, η γιαγιά η ίδια είχε βρει από μόνο της τρόπο να τα βγάζει πέρα, χωρίς να ξεσηκώνει τον κόσμο. Ζήτησε και της κρέμασαν δυο γερά σκοινιά από το ταβάνι, τα ‘πιανε με τα χέρια της, έσπρωχνε το σώμα και μπορούσε να κάθεται σε καρέκλα που ήταν δίπλα της. Σπρώχνοντας την καρέκλα με το σώμα της έφτανε στο μεγειριό, όπου έφτιαχνε το φαγητό της. Και στην τουαλέτα πήγαινε σπρώχνοντας την καρέκλα της. Η ζωή της άλλαξε. Αυτοβοήθητη καθώς κατάφερε να γίνει, ένιωσε νικήτρια σε κάποιο δύσκολο αγώνα. Ναι, εκείνη η παράλυτη γιαγιά «διαμόρφωσε» την ευαισθησία μου κι αργότερα και πολλές αποφάσεις μου. Πάντα στη σκέψη μου το μεγαλείο της ψυχής της. Η αυτοβοήθηθητη, η γεμάτη αξιοπρέπεια γιαγιά μου!

» Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η φτώχεια που επέφερε ήταν τα χειρότερα κακά για όλο τον κόσμο. Και το χωριό μας. Παιδί, θυμάμαι λαχταρούσα να είχα μια μπάλα, μα λεφτά δεν υπήρχαν. Κι έφτιαξα μόνη μου την μπάλα μου με άχρηστα μαλλιά. Έφτιαχνα και τις «πούππες» μου (κούκλες) με άλλα άχρηστα υλικά, όπως κουρέλια, βαμβάκια, κουμπιά. Κι από χάρτινα κουτιά, έφτιαχνα σπιτάκια. Κι έπαιζα… Έπαιζα ώρες ατέλειωτες. Και ζωγράφιζα με τα χρωματιστά μολύβια μου. Μεγαλώνοντας κι όταν έγινα δασκάλα, εκείνη η εμπειρία, η παιδική ήταν απίστευτα χρήσιμη. Μέρος του μαθήματος της Τέχνης ήταν και η χρησιμότητα των άχρηστων υλικών. Δεν θα ξεχάσω τα παιδιά, έφτιαχναν υπέροχα έργα. Ένιωθα τη χαρά τους να με πλημμυρίζει. Μου χάριζαν έργα τους, μου χάριζαν φωτογραφίες τους, μου χάριζαν την αγάπη τους. Ήμουν ευτυχισμένη, ήμουν χαρούμενη.

» Ευλογημένη, λοιπόν, η ώρα που έγινα δασκάλα. Ήξερα από την αρχή τι ήθελα. Ήθελα να ζήσω ως δασκάλα αυτά που δεν έζησα ως παιδί. Και τα παιδιά μπροστά μου να ζουν τη χαρά, την αγάπη, καθώς γίνονταν δημιουργικά κι ευτυχισμένα. Με τύλιγε πάντα μια αύρα δημιουργικής χαράς. Σπάνιο συναίσθημα.

» Όσο ο κόσμος των παιδιών μεγάλωνε μπροστά μου, μεγάλωνε κι η ανάγκη μου για δημιουργία. Ένας ακόμα τρόπος να επικοινωνώ με τα παιδιά. Να «γράφω» και να διαβάζω με απίστευτη όρεξη. Ένα θαυμάσιο βιβλίο, πολύτιμο για όσους αγαπούν τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, έχω εδώ και καιρό δίπλα μου. Τα «Επιλεγμένα ποιήματά» του σε επιμέλεια Λευτέρη Παπαλεοντίου. Το διάβασμά του μ’ έσπρωξε κι έχω γράψει ένα παραμύθι στην κυπριακή διάλεκτο- ανέκδοτο ακόμα. Το πιο ξεχωριστό βιβλίο που έχω διαβάσει για τον Βασίλη Μιχαηλίδη.

» Μου έρχονται στη μνήμη δύο περιστατικά- σκηνές σε κάποιο σχολείο που με είχαν καλέσει. Στο Διανέλλειο, συγκεκριμένα. Στη μια περίπτωση προηγήθηκε μια καθηγήτρια που έδειχνε στα παιδιά ένα βιβλίο μου και συγκινημένη διάβασε την αφιέρωση που είχα κάνει: «στη μάνα μου που δεν πρόλαβε να μου πει τα παραμύθια της» (τη χάσαμε στα 64 της). Ήταν μια φορτισμένη από συγκίνηση μέρα. Λίγο μετά, καθώς έφευγα, μια μαθήτρια με πρόλαβε στην έξοδο. «Θέλω να σας πω» μου είπε «πως τα βιβλία σας μ’ έχουν… αλλάξει!». Την αγκάλιασα συγκλονισμένη. Ένιωσα να γεμίζω με διάθεση να μη σταματήσω ποτέ να γράφω. Ποτέ! Ήταν μια αξέχαστη μέρα σ’ εκείνο το σχολείο. Στα σχολεία που με καλούσαν τα παιδιά συχνά με ρωτούσαν αν οι ιστορίες μου είναι αληθινές. Οι ιστορίες μου, τους έλεγα, συχνά ξεκινούν από ένα πραγματικό γεγονός. Μια σκηνή την οποία συνεχίζω μυθοπλαστικά, χωρίς να ξέρω από την αρχή πού με παίρνει και πού θα φτάσω. Εδώ αρχίζω να λειτουργώ συνειρμικά. Μόνο έτσι μπαίνουν απρόοπτα γεγονότα που ξαφνιάζουν. Τα παιδιά αγαπούν τα «ξαφνιάσματα», τις «εκπλήξεις» που τους προσφέρει ένα βιβλίο. Και το πιο σημαντικό είναι το «τέλος» που συχνά αφήνω στον αναγνώστη να το μαντέψει. (Αναφέρω το «Ασημένιο καπνιστήρι»). Κι άλλες ερωτήσεις παιδιών που διαμορφώνουν κάθε φορά την πορεία μου.

«Πριν λίγες μέρες άκουσα μια κυρία να λέει πως εκείνες τις σκηνές δεν μπορεί να τις βλέπει κι αλλάζει κανάλι. Λυπάσαι να την ακούσεις. Πρέπει να βλέπουμε, να ξέρουμε τι συμβαίνει, ν’ αντιδρούμε με όποιον τρόπο μπορούμε.» Φωτ. © Θεοδώρα Πυλιώτου

» 15 Ιανουαρίου 1950. Κόντευα να κλείσω τα 15 μου χρόνια. Κι εκείνη η ανακοίνωση έλεε: «Η Ιερά Σύνοδος της Έκκλησίας της Κύπρου ανακοινώνει τη διεξαγωγή Δημοψηφίσματος για την Ένωση της Κύπρου στις 15.1.1950». Ο καιρός κρύος, χειμώνας ήταν, μα ο κόσμος έτρεξε. Κι οι καμπάνες των δύο εκκλησιών χτυπούσαν ασταμάτητα, καλώντας τον κόσμο να πάει να ψηφίσει. Να κάτι που τότε συμφώνησαν όλα τα κόμματα! Κι η ελπίδα άνοιξε τα φτερά της. Πάνε οι έχθρες, το αλληλοφάγωμα. Όμως δεν ήταν κάτι που κράτησε πολύ. Οι διαμάχες ξανάρχισαν. Κι αυτό είναι κάτι που με πληγώνει. Το αλληλοφάγωμα. Αχ, πότε θα’ ρθει η ώρα που επιτέλους θα μονιάσουν όλοι; Τι άραγε πήγε στραβά; Και το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ονειρευτήκαμε; Η μισή μας πατρίδα κατεχόμενη; Το χωριό μου κατεχόμενο; Το σπίτι μου, η γειτονιά μου, όλα τα παλιά σπίτια του χωριού κατεδαφισμένα. «Αναγνώρισα» έγραψα «τα ερείπια του σπιτιού μου από ένα σπασμένο μάρμαρο».

» Το 1974 είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Μόνη παρηγοριά κι ελπίδα το διάβασμα και η δημιουργία. Διαβάζω, πιο συχνά ποίηση. «Όσο υπάρχουν ποιητές η ελπίδα δεν χάνεται». Διαβάζω, και σαν η έμπνευση χτυπήσει τις χορδές της καρδιάς μου, ξεκινώ. Νιώθοντας πάντα δίπλα μου τα τόσο δυνατά πεζογραφήματα του Χρίστου Χατζήπαπα και την ποίηση της Βασίλκας, μια ποίηση που λάμπει ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Κι άλλα βιβλία αγαπώ και τα ‘χω δίπλα μου. Πολύτιμους διαχρονικούς φίλους. Και ξαφνικά… Ένας εφιάλτης ορθώνεται μπροστά μας. Ο πόλεμος. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μ’ έχει χωρίς να το περιμένω, εμπνεύσει κι έχω γράψει μικρά διηγήματα. Η καθημερινή επίθεση του Νετανιάχου και η προσπάθειά του να εξοντώσει και τον τελευταίο Παλαιστίνιο, σκορπώντας τη λιμοκτονία στη Γάζα. Σκελετωμένα παιδιά ένα- ένα σβήνουν και χάνονται. Σκηνές συγκλονιστικές. Πριν λίγες μέρες άκουσα μια κυρία να λέει πως εκείνες τις σκηνές δεν μπορεί να τις βλέπει κι αλλάζει κανάλι. Λυπάσαι να την ακούσεις. Πρέπει να βλέπουμε, να ξέρουμε τι συμβαίνει, ν’ αντιδρούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Κάποτε ο Κώστας Βάρναλης (1884- 1974) είχε γράψει ένα υπέροχο στίχο του: «Άνθρωπος είναι αυτός που λέει πως εδώ κάτω τα βάσανα του κόσμου είναι και δικά του». Πόσοι άραγε λένε αυτά τα υπέροχα λόγια;

» Το χωριό μου το Λευκόνοικο το περπατάω συνέχεια στα όνειρά μου, σταματώντας πάντα στο πρώτο σπιτάκι που ανταμώνω, στ’ αριστερά μου. Ένα μονοπάτι με πάει ίσια στο σπιτάκι του παππού και της γιαγιάς μου. Τριγυρισμένο από αμυγδαλιές και πανέμορφα λουλούδια στην αυλή του: κυκλάμινα, κρινάκια, ασφοδίλια. Ένας μικρός παράδεισος με τις 100 κυψέλες της γιαγιάς μου, που ήταν μελισσοκόμος ξακουστή σ’ όλη την περιοχή. Αξέχαστη, εργατική. Καθημερινά ετοίμαζε το μέλι στα βαζάκια της, της κηρύθρες που τις έλιωνε και τις έκανε κεριά, τα φάρμακα ακόμη που ετοίμαζε από τα άφθονα βότανα που φύτρωναν ολόγυρα, για τον κόσμο του χωριού των και των περιχώρων σαν είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας στο δέρμα ή τα κόκαλά τους. Και αυτοδίδακτη γιατρός- φαρμακοποιός η καλή μου γιαγιά. Δεν σταματώ να αναπολώ τις μέρες που πήγαινα κοντά της, τα βράδια που κοιμόμουν στην αγκαλιά της, την πιο ζεστή αγκαλιά που μύριζε μέλι και θυμάρι.

» Ο Αχιλλέας Πυλιώτης γεννήθηκε κι έζησε στην Πύλα σε μια φτωχή οικογένεια. Μονάχα το Δημοτικό τον άφησαν να τελειώσει. Βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. Η δίψα του όμως για τα Γράμματα των έσπρωχνε πάντα να διαβάζει. Πολύ νωρίς απόκτησε επαρκή μόρφωση, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, έτσι που άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, τα πρώτα του άρθρα. Από νωρίς μπήκε στο αριστερό κίνημα κι ήρθε σ’ επαφή με τα πιο σημαντικά τότε ονόματα της λογοτεχνίας: Γιώργος Φίλιππου Πιερίδης, Θεοδόσης Πιερίδης, Τεύκρος Ανθίας κ.ά. Έγραφε άψογα και οι στίχοι του άγγιζαν την εργατική τάξη, στην οποία και ο ίδιος ανήκε. Άγγιξε και δεκάδες άλλους αναγνώστες. Το 1960 το κόμμα, το ΑΚΕΛ, τον κάλεσε ν’ αναλάβει τη φροντίδα σύνταξης της Νέας Εποχής. Ξεχώριζαν τα άρθρα του, οι κριτικές του. Από το 1961 που παντρευτήκαμε ζούσαμε στη Λευκωσία. Δυστυχώς, «έφυγε» το 1998 από χρόνια λευχαιμία, 75 χρονών. Πρόλαβε, όμως, και κυκλοφόρησε έναν τόμο με όλα τα ποιήματά του. Ένα όνειρο διαχρονικό που είχε πραγματοποιηθεί προτού «φύγει».

» Έγραφα και δημοσίευα από το 1957. Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια μέχρι να εκδοθεί δουλειά μου. Δεν ήθελα ο Αχιλλέας ν’ ασχοληθεί με τα βιβλία μου, παιδικά ήταν εξάλλου, ούτε να γράψει κάτι γι’ αυτά στο περιοδικό που εργαζόταν. Θα ‘μοιαζε με ευνοϊκή μεταχείριση και δεν το ήθελα. Κουβεντιάζαμε όμως συχνά κι έχω πάρει σημαντικά πράγματα από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Φυλάω την αλληλογραφία του με σημαντικούς λογοτέχνες- πεζογράφους- ποιητές από την Ελλάδα.

» Δεν φαντάστηκα ποτέ πως το «Κάστρο μας», ύστερα από 50 χρόνια θα γινόταν θεατρικό. Είδα παιδιά του σήμερα και μεγάλους που ήταν τότε παιδιά που παρακολουθούσαν την παράσταση κι υπήρχε μια συγκίνηση γύρω. Η θεατρική του απόδοση από τη Γεωργία Μεσιήτη και τους άλλους καλλιτέχνες ήταν άψογη. Χαρά μου είχαν δώσει κι όλα εκείνα που γράφτηκαν. Κρατάω την αναφορά της Ελένης Φτιάκα στο Άνευ που η γραφή της, το χιούμορ της με γεμίζουν χαρά. Της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή στο Ιδιόραμα που με καθηλώνει η κριτική της σκέψη. Και το δικό σας κ. Σαββινίδη στον Φιλελεύθερο που είχα γράψει ανάμεσα στ’ άλλα τα τόσο σημαντικά σας λόγια «Η καλλιτεχνική πράξη υποδεικνύει ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές ξεκινούν από τις καρδιές». Αργότερα κράτησα και μια άλλη σημαντική φράση του Γιώργου Φράγκου στην ίδια εφημερίδα για μια άλλη δουλειά μου: «Όταν η συγγραφική πένα κρυώσει, δεν είναι εύκολο πάντα να αναθερμανθεί πλήρως». Να μη σταματάμε, λοιπόν! Να ξεκινούμε από την καρδιά μας και να συνεχίζουμε. Κι από άλλους γράφτηκαν σχόλια κι ευχαριστώ όλους με την καρδιά μου.

» Στη λογοτεχνία συχνά ξαναζητούμε ιστορίες με ζωντανό μύθο, ακόμη και χιούμορ. Ένα είδος που χρειάζεται ξεχωριστό ταλέντο. Και τύχη καλή όποιος το έχει. Μηνύματα «προαποφασισμένα» σ’ ένα κείμενο υπάρχει κίνδυνος να δώσουν τη μορφή του σχολικού διδακτικού βιβλίου. Η λογοτεχνία να λειτουργεί ελεύθερη από προθέσεις και διδάγματα. Ν’ αγκαλιάζει τα παιδιά με αγάπη και γνώση. Το βιβλίο που έχει το παιδί στα χέρια του να είναι ικανό να δημιουργήσει την ανάγκη στο παιδί να το ξαναδιαβάσει κι ακόμα ν’ αναζητήσει κι άλλο του ίδιου συγγραφέα. Το βιβλίο να γίνει ο καλύτερος φίλος του παιδιού, μα και όλων μας.

«Μηνύματα ‘προαποφασισμένα’ σ’ ένα κείμενο υπάρχει κίνδυνος να δώσουν τη μορφή του σχολικού διδακτικού βιβλίου. Η λογοτεχνία να λειτουργεί ελεύθερη από προθέσεις και διδάγματα. Ν’ αγκαλιάζει τα παιδιά με αγάπη και γνώση». Φωτ. © Θεοδώρα Πυλιώτου

» Χαίρομαι όταν διαπιστώνω πως υπάρχουν νέοι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας. Ως αναγνώστρια θ’ αναφερθώ σε περιπτώσεις που εξαρχής μ’ έχουν εντυπωσιάσει. Όταν η Μαρία Ολυμπίου (πρόσφατο βραβείο της Ένωσης Δημοσιογράφων) πρωτοεμφανίστηκε, νιώσαμε πως με το είδος γραφής της- χιούμορ, ποιητικό σαρκασμό, φαντασία κ.ά.- προσφέρει ένα νέο και αξιοπρόσεκτο είδος γραφής. Τώρα, τα πρωτότυπα κείμενά της κάθε Κυριακή στην εφημερίδα «Αλήθεια» προσφέρουν ξεχωριστή χαρά στον αναγνώστη. Στην ίδια εφημερίδα και ο Κυριάκος Στυλιανού με τις καλογραμμένες επιφυλλίδες του και τις ενδιαφέρουσες βιβλιοπαρουσιάσεις του, με βιβλία ξεχωριστά από όλα τα είδη της λογοτεχνίας: παιδική και για ενήλικες. Μια ενημερωτική στήλη, χαρά για τον κάθε συγγραφέα μα και λάτρη του βιβλίου. Δίπλα στον Αντρέα Κούνιο, την ψυχή της εφημερίδας με τα υπέροχα κείμενα του. Στον λογοτεχνικό ορίζοντα άρχισαν επίσης ν’ αχνοφαίνονται και κάποια παιδιά, έφηβοι, με αξιόλογα κι ελπιδοφόρα κείμενά τους. Συγκράτησα το όνομα της Κυριακής Κοκκίνου, που κείμενά της έχω δει όταν ήταν μαθήτρια και μ’ έχει εντυπωσιάσει. Ελπίζω να συνεχίσει. Θα σταθώ στην περίπτωση της Μαριάννας Στυλιανού, που ένα διήγημά της έχει διακριθεί και θα δημοσιευτεί σ’ ένα έγκριτο περιοδικό. Κι άλλα παιδιά και νέοι. «Όμως, ο χρόνος έχει έναν τρόπο να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι», λόγια του John Sutherland στο βιβλίο του «Μικρή ιστορία της Λογοτεχνίας». Αναμένεται, λοιπόν, ο χρόνος που θα δικαιώσει το κάθε αληθινό ταλέντο. Κι είμαι σίγουρη πως κανένα ταλέντο δεν θα πάει χαμένο.

» H αναγνώριση που με συγκίνησε περισσότερο ήταν το «Τραγούδι της Χαράς» (στίχοι) που η υπέροχη μουσική του Γιώργου Μάρκου βοήθησε να διακριθεί από την UNICEF στον Διεθνή Διαγωνισμό Παιδικού Τραγουδιού για το Έτος Παιδιού (1979). Η κριτική επιτροπή ήταν από παιδιά. Κι είναι πολύ σημαντικό να σε βαθμολογούν παιδιά.

» Σ’ όλη την πορεία μου δεν ήταν πάντα όλα ρόδινα γύρω μου, όπως δηλαδή συμβαίνει με όλους. Φρόντιζα, όμως, πάντα, να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες κάνοντας τη δουλειά μου καλύτερη και με πιο πολλή αγάπη προς όλους. Πολλά πράγματα με βοηθούν. Και πρόσωπα. Και πρώτ’ απ’ όλα οι κόρες μου- ζωγράφοι και οι δύο. Η Θεοδώρα μου μου έχει εικονογραφήσει πολλά παραμύθια μου (στις εκδόσεις Πατάκη και Πάργα). Η Γιάννα μου και η εγγονή μου η Μαρία, μοναδική, κι ο Σωτήρης κι όλη η οικογένεια δίπλα μου να με στηρίζει και να με προστατεύει, ιδιαίτερα σε δύσκολες στιγμές. Κι οι φίλοι. Ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου είναι και οι φίλοι μου. Κι είναι όλοι στην καρδιά μου. Αναφέρω δύο, τον Σωτήρη Κόκκινο και τον Πέτρο Κόκκινο που με τη βοήθεια και τη χορηγία του Πέτρου κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο «Το χρονικό μιας δασκάλας». Ακόμα ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και στους δυο και στις δεκάδες άλλους συγχωριανούς και φίλους που το έχουν πάρει και διαβάσει. Ήταν μια μεγάλη χαρά για μένα. Κι η ευγνωμοσύνη μου σε όλους για την αγάπη και τη συμπαράστασή τους σε δύσκολες στιγμές που έχω περάσει.

» Λέξεις και έννοιες πάντα κινδυνεύουν να μείνουν αδειανές όταν αποτύχουμε να τις διατηρήσουμε στις σωστές τους διαστάσεις. Ιδιαίτερα η λέξη «αγάπη» σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μάς διαφύγει. Είναι η μόνη που μπορεί να σώσει κι όλες τις άλλες.

Ελεύθερα, 17.8.2025

Exit mobile version