Η σκηνοθέτρια και δημιουργός του Φανταστικού θέατρου, ανεβάζει σε μορφή αναλογίου το αφήγημα της γιαγιάς της Μαγδαλένας Ζήρα, «Η Άλλη Εποχή», έχοντας επίγνωση για το βάρος της ευθύνης του εγχειρήματός της και διαθέτοντας παράλληλα μία αστείρευτη πηγή υλικού που αντλεί από τις μνήμες, τις κουβέντες, τις πληροφορίες και την ατμόσφαιρα που εξακολουθεί να την περιβάλλει, ζώντας στο σπίτι της.
–Πώς θυμάσαι τη γιαγιά σου; Η γιαγιά μου ήταν κεντρική φιγούρα της παιδικής μου ηλικίας. Σε ένα σπίτι γεμάτο με πολλές δυναμικές γυναίκες, που με μεγάλωναν, ήταν μια ήρεμη δύναμη. Τη θυμάμαι με πολλή αγάπη, γεμάτη διάθεση επικοινωνίας, γεμάτη τρυφερότητα. Θυμάμαι ακόμα τη λατρεία της για τον φυσικό κόσμο, το λεβέντικο μπόι της και τα μακριά μαλλιά της. Θυμάμαι να μου μιλάει πολύ για το παρελθόν όταν ήμουν πια φοιτήτρια. Θυμάμαι να νιώθω ότι μου εξομολογείται πράγματα, που ίσως δεν έχει ξαναπεί.
–Πώς θα την περίγραφες την προσωπικότητα της; Ποια ήταν θα έλεγες τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της; Είχε ανοιχτό μυαλό, μελετούσε, διάβαζε ασταμάτητα και μου μετέδωσε τη σημασία του να ζεις περικυκλωμένη από βιβλία. Είχε μεταδοτικότητα, χιούμορ και την υπομονή να μας μάθει πολλά και σημαντικά: από τη στριφνή γραμματική των Αρχαίων Ελληνικών μέχρι συνταγές μαγειρικής για γιορτινά τραπέζια. Ήταν ταυτόχρονα προσιτή και σεβάσμια. Η ιδιότητά της ως διευθύντρια σχολείου, ήταν αυτό που κυριαρχεί στη μνήμη πολλών ανθρώπων που την ήξεραν, αλλά στην ηλικία που την έζησα εγώ, είχε ήδη αφυπηρετήσει από τη δημόσια εκπαίδευση και η ζωή της είχε μια ηρεμία. Όμως η φλόγα της ψυχής της, οι δυνατές ηθικές αρχές, η μαχητικότητα και η γενναιότητα, που καλλιεργήθηκε μέσα στην ιστορική πυκνότητα του 20ού αιώνα που βίωσε η γενιά της, ήταν πάντα εκεί.
–Μιλούσατε για λογοτεχνία; Το έργο της; Μιλούσαμε για την αρχαιοελληνική γραμματεία, γιατί μας ένωνε η κλασική φιλολογία. Στο σπίτι τα βιβλία ήταν απλά σαν τον αέρα που αναπνέαμε, διαβάζαμε συνεχώς, χωρίς ιδιαίτερη παρότρυνση. Θυμάμαι να διαβάζω τίτλους βιβλίων στα πολυάριθμα ράφια της, για να διαλέξω κάτι να πάρω μαζί μου – κάποιο μυθιστόρημα έψαχνα συνήθως. Αλλά στη βιβλιοθήκη της μπορούσες να βρεις τα πάντα, από κλασική φιλολογία μέχρι Κυπριακή λαογραφία και σύγχρονη κοινωνιολογία. Το «Δεύτερο Φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ, το είδα για πρώτη φορά στο ράφι της και ο προκλητικός τίτλος εντυπώθηκε στη μνήμη μου, πριν να ξέρω ακόμα τίποτα για το φεμινισμό. Ξέρω επίσης πως αγαπούσε βαθιά τον λαϊκό πολιτισμό της Κύπρου και θυμάμαι πολλές οικογενειακές εκδρομές σε απόμερα χωριά, που γίνονταν με αφορμή τη μελέτη της και τις καταγραφές της. Κατέγραφε σε όλη της τη ζωή σημαντικά στοιχεία της Κυπριακής παράδοσης. Τη θυμάμαι επίσης να γράφει την «Άλλη Εποχή». Θυμάμαι την αγάπη και την προσοχή της προς αυτό το έργο, τη λεπτομέρεια στην έκδοση, στο εξώφυλλο, στις σελίδες.
–Ποιο στοιχείο της γραφής των έργων της, σε επηρεάζει περισσότερο ως σκηνοθέτιδα; Νομίζω η αγάπη της για το αρχαίο δράμα, που είναι η ρίζα της θεατρικής τέχνης, είναι αυτό που μου μεταδόθηκε, σε σχέση με το θέατρο. Το αρχαίο δράμα ήταν γι’ αυτήν φορέας μηνυμάτων κρίσιμων για τη δημοκρατία και για την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος.
–Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε στο συγκεκριμένο διήγημα το οποίο σκηνοθετείς τώρα και γιατί το επέλεξες; Με συναρπάζει το στοιχείο της προσωπικής μαρτυρίας, ειδικά σε σχέση με μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Με ενδιαφέρει ως θεατρικός δημιουργός, να εξετάζω το πώς η προσωπική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα κλονίζει τις συλλογικές μας βεβαιότητες, τη σιγουριά μας. Ιδιαίτερα, η σχέση των γυναικών με την ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι μια θεματική που εξερευνώ σε διάφορα έργα μου τα τελευταία χρόνια. Το άλλο στοιχείο που με τράβηξε σε αυτό το κείμενο είναι το στοιχείο της νιότης που τολμά να ελπίζει, που ονειρεύεται ακόμα και στις πιο μαύρες εποχές. Οι πρωταγωνιστές είναι νεαροί φοιτητές που κάνουν τα πρώτα βήματα στην ενήλικη ζωή, μέσα στη φρίκη της Κατοχής. Αρκετοί απ’ αυτούς είναι οι μελλοντικοί διανοούμενοι, που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Κύπρου όταν επιστρέψουν, όπως η ίδια η Μάγδα Κιτρομηλίδου, η αδελφή της, Αγγελική Πιερίδου, καθώς και ο Μίκης Κιτρομηλίδης. Αλλά στον χρόνο του βιβλίου είναι παιδιά που προσπαθούν να επιβιώσουν, που μεγαλώνουν απότομα, που ψάχνουν τον δρόμο τους, που ερωτεύονται, που απογοητεύονται, που δοκιμάζονται από την ιστορία. Είναι μια πραγματικά επική αφήγηση που απλώνεται σε μια περίοδο τεσσάρων χρόνων, από την αρχή της Κατοχής μέχρι την αρχή του εμφυλίου και καταγράφει μέσα από προσωπικές εμπειρίες τα πιο κομβικά και δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη Ελλάδα.
–Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη μετατροπή του λογοτεχνικού κειμένου σε θεατρική αφήγηση; Είναι ένα αφήγημα μεγάλης έκτασης, σχεδόν τριακοσίων σελίδων, και πυκνού περιεχομένου. Είναι ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό με συναρπαστικές ανθρώπινες στιγμές αλλά και πάρα πολλές ιστορικές λεπτομέρειες. Όλα αυτά για να δουλευτούν σε ένα θεατρικό έργο χρειάζονται την αμείλικτη οικονομία που απαιτεί η σκηνή. Επίσης το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα που εξελίσσεται με βάση μια πλοκή, αλλά αυτοβιογραφικό αφήγημα που εξελίσσεται μέσα από δαιδαλώδη μονοπάτια μνήμης. Έτσι έπρεπε να γίνει επιλογή, αφαίρεση, δραματοποίηση, συμπύκνωση. Επέλεξα να συμπεριλάβω στοιχεία της φόρμας του θεάτρου της αφήγησης στο τελικό κείμενο, για να διατηρήσω μια δυναμική σύνδεση με το πρωτότυπο έργο. Είχα επίσης την ευκαιρία να δουλέψω τη δραματοποίηση με τον θίασο, αφού αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί το κείμενο από την αρχή. Και γι’ αυτό τους είμαι ευγνώμων.
–Πώς είναι να δουλεύεις θεατρικά πάνω σε ένα κείμενο που κουβαλά οικογενειακή μνήμη; Ομολογώ πως είναι πολύ τρομακτικό. Είναι μεγάλο το βάρος και η ευθύνη. Υπάρχει μια γενιά ανάμεσα σε εμένα και τη γιαγιά μου που είναι ίσως πιο κοντά στα πρόσωπα και στα γεγονότα από ό,τι εγώ. Τους έχω συνέχεια στο μυαλό μου. Επιπλέον, πρόκειται για ένα πρόσωπο γνωστό, που άγγιξε τη ζωή πολλών ανθρώπων μέσα από το σημαντικό έργο της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα όμως, έχω στη διάθεσή μου μια αστείρευτη πηγή υλικού και μια δυνατή πυξίδα, που αποτελείται από τις μνήμες που έχω από τη γιαγιά μου, τη σχέση μου μαζί της, τις κουβέντες της που θυμάμαι, τις πληροφορίες που μπορώ ανά πάσα στιγμή να πάρω από άλλα μέλη της οικογένειάς μου και την ατμόσφαιρα που υπάρχει ακόμα γύρω μου, αφού ζω στο δικό της σπίτι.
–Πώς πιστεύεις ότι συνομιλεί η παράσταση με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα; Πώς διατηρείς τις αρχές σου μπροστά στις δοκιμασίες που φέρνουν μπροστά σου οι μεγάλες ιστορικές εξελίξεις; Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα που θέτει το έργο, ανάμεσα σε άλλα. Ίσως κι εμείς θα έρθουμε σύντομα αντιμέτωποι με τέτοιες δοκιμασίες. Πού βρίσκεται η ελευθερία και τι είναι πραγματικά η δικαιοσύνη; Αυτά είναι διαχρονικά θέματα. Τι είναι καθήκον και τι είναι αγάπη; Τι μας κινεί στη ζωή μας; Κι ακόμα, πώς ο φασισμός βρίσκει τόσο εύκολα πρόσφορο έδαφος μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων;
–Πόσο σημαντική θεωρείς την έννοια της πολιτιστικής μνήμης στο σύγχρονο κυπριακό θέατρο; Τη θεωρώ εξαιρετικά σημαντική και είναι ένα στοιχείο που με τράβηξε στο συγκεκριμένο βιβλίο. Είναι ένα αφήγημα όπου κεντρικό ρόλο κατέχει το θέμα της ταυτότητας και της σχέσης μας με την ιστορία. Το να γνωρίζουμε το ιστορικό παρελθόν μας αλλά και τη συμβολή των προηγούμενων γενιών στον πολιτισμό του τόπου μας, είναι το μεγαλύτερο όπλο μας σε μια εποχή που η ακατάσχετη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τον στοχασμό και τη γνώση.
–Τι νομίζεις ότι αναζητά σήμερα το θεατρικό κοινό; Το Φανταστικό Θέατρο με ποιο όραμα συνεχίζει; Νομίζω ότι σήμερα, όπως και πάντα, ο θεατής του θεάτρου αναζητά να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, να βιώσει μια συλλογική εμπειρία, να έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει μέσα σε ένα έργο. Το Φανταστικό Θέατρο συνεχίζει με προσανατολισμό τα καινούργια θεατρικά έργα που πηγάζουν από την κοινή πολιτιστική μας ρίζα, καθώς και με την επαναφήγηση κλασικών έργων σε σύγχρονο πλαίσιο.
Πού και Πότε
- Λευκωσία, Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, από την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, 8μ.μ.Παραστάσεις: 8, 10, 12, 13, 15, 17, 18, 19 Δεκεμβρίου, 8μ.μ., 7 και 14 Δεκεμβρίου 6μ.μ. Εισιτήρια: more.com









