Πώς μπορεί να συνδέεται η εξαφάνιση ενός κοριτσιού το 1981, στο δάσος της βαυαρικής λίμνης Άμερ, με τη δολοφονία μιας γυναίκας το 2006, στο πολυτελές ρετιρέ της στο κέντρο του Μονάχου; Στο νέο του βιβλίο, «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», ο συγγραφέας δεν προκαλεί τον αναγνώστη να ανακαλύψει τον δράστη αλλά τον εμπλέκει στο παιχνίδι της ενοχής και της αθωότητας.
-Τι σας τράβηξε το ενδιαφέρον σε δύο αληθινά εγκλήματα, των δολοφονημένων Σαρλότε Μπέρινγκερ και Ούρσουλα Χέρμαν; Ασχολούμαι ελάχιστα με το whodunit, δηλαδή με την κλασική φόρμα του αστυνομικού όπου θα πρέπει να ανακαλύψουμε τον δράστη. Βρίσκω πιο ενδιαφέρον το πλήθος των ερωτημάτων που αναφύονται δίπλα από ένα έγκλημα: Γιατί και πότε αποφασίστηκε; Πώς έγινε και με ποιον τρόπο προσπάθησαν να το καλύψουν; Πόσοι εμπλέκονται και πόσοι επηρεάζονται; Ποια η τύχη τους μετά τη διάπραξη του εγκλήματος; Στην περίπτωση τόσο της δολοφονίας της Μπέρινγκερ όσο και της Χέρμαν, υπήρχε κάτι ακόμα εξαιρετικά κρίσιμο, τουλάχιστον για μένα: Η αδυναμία του (γερμανικού, εν προκειμένω) συστήματος απονομής δικαιοσύνης να διαχειριστεί αφενός την πίεση της κοινής γνώμης και αφετέρου την πιθανή αποτυχία εξιχνίασης των δύο υποθέσεων.
-Ήταν πρόκληση το ότι εστιάσατε σε πραγματικά και όχι φανταστικά γεγονότα; Ευτυχώς δεν μπόρεσα εξ αρχής να μαντέψω το μέγεθος της πρόκλησης, διότι μάλλον θα τα είχα παρατήσει. Το πιο δυσεπίλυτο πρακτικό πρόβλημα επικεντρώθηκε στην αδυναμία απευθείας πρόσβασής μου στις δύο δικογραφίες. Στα γερμανικά δικαστήρια, για την υπόθεση της Μπέρινγκερ υπάρχει ένα υλικό 3.000 σελίδων, ενώ για τη Χέρμαν ξεπερνά τις 20.000 σελίδες. Έπρεπε να ζητάω συνεχώς βοήθεια για να διαβάσω ορισμένα έγγραφα, να κάνω μεταφράσεις, να παίρνω νόμιμες άδειες. Θέλησα επίσης να επικοινωνήσω απευθείας με μάρτυρες που είχαν καταθέσει – φυσικά ορισμένοι αρνήθηκαν να μου μιλήσουν, κάτι που ήταν απολύτως λογικό και σεβαστό. Το κερασάκι στην τούρτα: Έγραφα την ιστορία ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε ισόβια, που βρισκόταν κλεισμένος σε μια από τις σκληρές φυλακές της Γερμανίας με πολύ περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας.
-Ποια είναι τα κοινά στοιχεία που συνδέουν τις δύο υποθέσεις; Αρχικά, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα κοινό στοιχείο. Η μία δολοφονία έχει διαπραχθεί το 1981 σ’ ένα μικρό γερμανικό χωριό, η άλλη το 2006 σ’ ένα πολυτελές διαμέρισμα στο κέντρο του Μονάχου. Στην πρώτη, νεκρό είναι το δεκάχρονο κοριτσάκι μιας πολύτεκνης οικογένειας βιοπαλαιστών, στη δεύτερη, μια πενηνταεννιάχρονη και εξαιρετικά πλούσια χήρα. Κι όμως, όσο προχωράμε στο βάθος των δύο ιστοριών, αρχίζει να εμφανίζεται ένα νήμα που βγαίνει από το βαυαρικό δάσος και καταλήγει στο κέντρο της πιο πλούσιας γερμανικής πόλης. Δυσκολευόμουν να πιστέψω στην ύπαρξή του, αποφάσισα ωστόσο να το ακολουθήσω. Τελικά, νομίζω πως αποκαλύφθηκε κάτι αληθινό και τρομακτικό.
-Ταξιδέψατε στο Μόναχο, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας, για να συναντήσετε τον Φρέντι που εξέτιε ποινή ισοβίων για τη δολοφονία της θείας του. Τι κρατάτε από αυτή την εμπειρία; Όταν τελείωσα την εξάωρη επίσκεψή μου στη φυλακή του Στράουμπινγκ, μπήκα στο αυτοκίνητο και προσπάθησα να επιστρέψω στο Μόναχο. Για κάποιες ώρες στάθηκε αδύνατο, απλά περιφερόμουν στη γερμανική επαρχία, χαμένος σε άγνωστα χωριά και βοσκοτόπια. Δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε κολλήσει το gps του κινητού μου. Είχα χαθεί κι εγώ ο ίδιος – πρακτικά και συμβολικά. Αν δεν είχα επισκεφτεί τη φυλακή και το δάσος όπου δολοφονήθηκε το κοριτσάκι, το βιβλίο θα ήταν τελείως διαφορετικό. Αισθάνθηκα ότι, ως συγγραφέας, δεν θα μπορούσα να φτάσω κάπου «πιο πέρα» από εκεί. Είχα αγγίξει ένα όριο όπου η εμπειρία μετατρέπεται σε προσωπικό βίωμα και ίσως σε τραύμα.
-Γιατί επιλέξατε να δημιουργήσετε ερωτήματα στο αναγνωστικό κοινό αντί να δώσετε απαντήσεις για τα δύο εγκλήματα; Αναπόφευκτα, οι απαντήσεις εξαρτώνται από τα ερωτήματα και όχι το αντίστροφο. Η ερώτηση είναι πάντα αυτή που θέτει το πλαίσιο και τη δυναμική του. Κατά τη διάρκεια συγγραφής δεν σταμάτησα να απορώ με πολλά και διάφορα πράγματα, θεώρησα λοιπόν πιο τίμιο (εκ μέρους μου) να το αποτυπώσω στο κείμενο αντί να παριστάνω τον παντογνώστη. Φαντάζομαι μάλιστα πως πολλές φορές οι αναγνώστες θα δώσουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ό,τι εγώ, και εκεί κρύβεται μια ακόμα πρόκληση.
-Οι σπουδές σας στη Νομική σάς έχουν βοηθήσει στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων; Δεν ξέρω αν με έχουν βοηθήσει, μα σίγουρα με έχουν επηρεάσει. Η εγκληματολογία παραμένει το αγαπημένο μου αντικείμενο, που βέβαια πολύ γρήγορα εκφεύγει της νομικής επιστήμης για να μετατραπεί σε υποκείμενο και να εισχωρήσει στα μονοπάτια της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Στα μικτά ορκωτά δικαστήρια, δηλαδή όταν δικάζουν επαγγελματίες δικαστές μαζί με ένορκους πολίτες, σχεδόν πάντα παρατηρείται ότι οι επαγγελματίες δικαστές είναι λιγότερο αυστηροί με τους παραβάτες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως η καθημερινή ενασχόληση με το έγκλημα μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για μια σημαντική απόληξη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης;
-Τι σας παρακινεί να γράφετε; Η ανθρώπινη περιπέτεια και η ανάγκη να μεταδοθεί. Μέσα στα τόσα εκατομμύρια είδη του ζωικού βασιλείου, είμαστε οι μοναδικοί που τρεφόμαστε –και– με ιστορίες. Εκτός αυτού, η λογοτεχνία διαθέτει τη σπάνια ικανότητα να συμπληρώνει την επίσημη Ιστορία, που κατά κανόνα γράφεται από τους νικητές. Μου φαίνεται συναρπαστική η πιθανότητα να διασωθεί ένα θραύσμα αλήθειας, μέσα από έναν κόσμο που δηλώνει καταστατικά φανταστικός.
-Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας επιρροές; Για τις επιρροές, αρμόδιοι να μιλήσουν είναι οι αναγνώστες. Δεν έχω την ικανότητα και την ευθυκρισία να δω ποιοι άλλοι έχουν βάλει (έμμεσα, ελπίζω) το χεράκι τους στα κείμενά μου. Κάνω όμως παρέα με τους αγαπημένους συγγραφείς, όπως όλοι μας. Τυχαία σειρά: Όμηρος, Αισχύλος, Θουκυδίδης, Μαργαρίτα Καραπάνου, Ρεμπώ, Κορτάσαρ, Μπέκετ, Κάφκα, Βιζυηνός, Γιώργος Χειμωνάς, Πόε, Σάρα Κέιν, Τόμας Μπέρνχαρτ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ανέφερα μόνο τους νεκρούς επειδή αυτοί ζουν για πάντα. Εννοείται πως ορισμένα ονόματα αλλάζουν ανάλογα με τη μέρα ή την ώρα, ενώ φυσικά κάποιοι παραμένουν εκεί – σαν βράχοι.
-Αλήθεια, πώς επιλέξατε να ζήσετε στο Αίγιο; Ζω σχετικά κοντά στο Αίγιο, σ’ ένα πολύ μικρό χωριό. Το σπίτι βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, σ’ έναν υπέροχο κήπο δύο στρεμμάτων. Μπορώ κάθε μέρα να πηγαίνω για ψάρεμα με τον γιο μου, να κάνω μπάνιο με την κόρη μου, να κάθομαι όσο θέλω στην παραλία, και φυσικά να κάνω σερφ μέχρι τελικής πτώσης. Δεν ζητάω τίποτα άλλο. Η ποιότητα ζωής μου είναι σαράντα δύο φορές καλύτερη από ό,τι αν έμενα σε –οποιαδήποτε– πόλη. Με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια, εννοείται. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό.
-Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα θα συστήνατε ανεπιφύλαχτα; «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρυ, στη νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
info. Λεμεσός, Χαρουπόμυλοι Λανίτη. Το Σάββατο 22 Νοεμβρίου ο Μίνως Ευσταθιάδης θα είναι στην Έκθεση Βιβλίου στη Λεμεσό και θα λάβει μέρος σε συζήτηση με τον Γιάννη Μπασκόζο για το νέο του βιβλίο «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», 12:00-13:00.
«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους»
Εκδ. Μεταίχμιο
Σελίδες 300
Τιμή €14,94


