Η κόρη του Μάικλ Τζάκσον, Πάρις Τζάκσον, έχει λάβει ήδη 65 εκατομμύρια δολάρια από το κληροδότημα του πατέρα της, ισχυρίζονται σε έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, οι διαχειριστές της περιουσίας “βασιλιά της Ποπ”, σε μια ανταπάντηση στην αγωγή που η ίδια έχει καταθέσει εναντίον τους για έλλειψη διαφάνειας και υπερβολικά «bonus».
Η δήλωση των εκτελεστών της περιουσίας, που υποβλήθηκε στις 9 Οκτωβρίου, εμφανίζει τα στοιχεία ως απάντηση στην προσφυγή της 27χρονης Πάρις, η οποία κατηγορεί τους διαχειριστές ότι ενέκριναν «υπερβολικά δώρα και φιλοδωρήματα» ύψους 625.000 δολαρίων προς τρεις νομικές εταιρείες χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.
Οι διαχειριστές υποστηρίζουν ότι «λίγοι έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την επιχειρηματική κρίση των εκτελεστών της; διαθήκης από ό,τι η ίδια η Πάρις Τζάκσον», παραθέτοντας ότι «έχει λάβει περίπου 65 εκατομμύρια δολάρια από την περιουσία» και ότι «δεν θα είχε λάβει τίποτα απ’ αυτά αν οι εκτελεστές είχαν ακολουθήσει την τυπική διαδικασία που προβλέπεται για μια περιουσία σαν αυτή το 2009».
Στην ίδια κατάθεση οι εκτελεστές υπερασπίζονται το έργο τους, επισημαίνοντας ότι μετέτρεψαν μια υπερχρεωμένη περιουσία σε ένα παγκόσμιο brand αξίας 2 δισ. δολαρίων και επικαλούνται προηγούμενη δικαστική απόφαση που χαρακτήριζε το έργο τους «εξαιρετικό». Όπως αναφέρουν, οι ενέργειές τους οδήγησαν σε έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων από επιχειρηματικές συμφωνίες, μεταξύ άλλων και από την επένδυση στην EMI.
Η πλευρά της Πάρις, ωστόσο, διατείνεται ότι οι διαχειριστές χορήγησαν «υπερβολικά δώρα και φιλοδωρήματα» — καταγγελία που εστιάζει σε συγκεκριμένες πληρωμές ύψους 625.000 δολαρίων προς τρεις νομικές εταιρείες, τις οποίες η κόρη του Τζάκσον χαρακτηρίζει μη τεκμηριωμένες και πληρωμές που παραβίασαν εντολή του δικαστηρίου. Σύμφωνα με την καταγγελία, οι πληρωμές αφορούσαν «απλήρωτο ή μη καταγεγραμμένο χρόνο εργασίας», χωρίς επαρκή εξήγηση για την έλλειψη καταγραφής χρόνου.
Σε προγενέστερα έγγραφα, που κατατέθηκαν στις 24 Ιουνίου, αναφέρεται ότι δύο από τις δικηγορικές εταιρείες που συνεργάστηκαν με τη διαχείριση έλαβαν «πριμ» χωρίς προηγούμενη έγκριση του δικαστηρίου — κατάφωρη παράβαση, σύμφωνα με τα έγγραφα, της εντολής που επέτρεπε μόνο μερική καταβολή αμοιβών έως την τελική έγκριση. Στην καταγραφή αναφέρεται επίσης ότι «ακόμη χειρότερα, αυτές οι πληρωμές φαίνεται, τουλάχιστον εν μέρει, να αποτελούν πολυτελή φιλοδωρήματα που δόθηκαν σε ήδη υψηλόμισθους δικηγόρους».
Οι εκτελεστές της περιουσίας απάντησαν στις 9 Οκτωβρίου απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ως «εν γνώσει ψευδείς» και υπενθύμισαν ότι «Τα bonus δεν δίνονται αυθαίρετα. Δίνονται για εξαιρετικές υπηρεσίες και αποτελέσματα. Και σε κάθε περίπτωση, υπόκεινται στην έγκριση του δικαστηρίου διαθηκών».
Σε έγγραφα της 15ης Ιουλίου, η νομική ομάδα των εκτελεστών σημείωνε ότι οι επίμαχες δικηγορικές εταιρείες «έπαιξαν καθοριστικό ρόλο» στη μετατροπή και ανάπτυξη του brand του Μάικλ Τζάκσον, συμβάλλοντας, όπως υποστηρίζουν, σε κέρδη άνω των 287 εκατομμυρίων δολαρίων από την επένδυση στην EMI. Η σύμβαση πώλησης του μεριδίου της περιουσίας στην EMI στη Sony το 2018 προκύπτει ως κρίσιμο σημείο αναφοράς, καθώς συνέπεσε με την περίοδο κατά την οποία υποβλήθηκαν τα αιτήματα για τις επίμαχες πληρωμές.
Η αντιπαράθεση αναμένεται να συνεχιστεί στο δικαστήριο, με τις δύο πλευρές να ανταλλάσσουν αιτιάσεις για τη διαχείριση, τη διαφάνεια και το κατά πόσο οι καταβληθείσες αμοιβές και τα «bonus» ήταν νόμιμα και δικαιολογημένα.
iefimerida.gr