Του Λίνου Παναγή
Πιθανό να είναι ένα απλό διαφημιστικό κόλπο, το οποίο σκαρφίστηκαν κάποια ευφάνταστα στελέχη της Πάραμαουντ για να προωθήσουν το προϊόν τους. Όλοι μας, ωστόσο, θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτή είναι μία ρομαντική πραγματικότητα που έρχεται για να δροσίσει το δύσκολο καλοκαίρι μας. Αναφέρομαι στο απίθανο ρομάντζο του Λίαμ Νίσον με την Πάμελα Άντερσον, με κορυφαία στιγμή εκείνη την αστεία και τρυφερή αναπαράσταση του «Τιτανικού» επάνω σε μια βάρκα, στα ήσυχα νερά του ποταμού Σπρέε στο Βερολίνο. Η σκηνή, φτιαγμένη για να τρελάνει τα κοινωνικά δίκτυα, ήρθε στην κατάλληλη στιγμή: το reboot του «Naked Gun» με το διάσημο πρωταγωνιστικό ζεύγος, έσκασε με πάταγο στις κινηματογραφικές αίθουσες του κόσμου.
Η προώθηση του φιλμ υπήρξε -αν μη τι άλλο- ευρηματική. Η φωτογραφία, με τα ανοιχτά πόδια του Λίαμ Νίσον να απλώνονται κατά μήκος του Τάμεση, λειτούργησε ως το ιδανικό εξώφυλλο ενός θεοπάλαβου franchise. Το ίδιο ισχύει για την περιβόητη σκηνή, με τον 73χρονο (!) Νίσον ντυμένο μαθήτρια να εξαπολύει δολοφονικά γλειφιτζούρια. Αν, κατά λάθος, έπαιρνες τις «Τρελές Σφαίρες» στα σοβαρά, θα αναρωτιόσουν: τι συνέβη, 32 χρόνια μετά, στον αξιότιμο κύριο Όσκαρ Σίντλερ; Γιατί αναλαμβάνει τέτοιες υποτιμητικές, έως ποταπές, κινηματογραφικές αποστολές; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «δώσε μου ένα αριθμό» είναι η μόνιμη επωδός στους παραγωγούς που παίρνουν τηλέφωνο για να του προσφέρουν εργασία. Είναι, στο μεταξύ, προπονημένος στα «βαρέα και ανθυγιεινά» από τη μακρά θητεία του στα «Taken». Μήπως, λοιπόν, το ρομάντζο με την παλιά αγαπημένη στάρλετ του «Baywatch» οφείλεται στον πιο πάνω, μαγικό αριθμό;
Ουδείς μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι που συνηγορούν με την αντίθετη άποψη. Και οι δύο ξεφεύγουν κατά πολύ από το ανέκδοτο που είναι η ίδια η ταινία. Πρώτα, ήταν εκείνο το τραγικό ατύχημα της ηθοποιού -και αγαπημένης συζύγου του Νίσον- Νατάσα Ρίτσαρντσον, το οποίο της στοίχησε τη ζωή ενώ έκανε σκι. Και ύστερα, ήταν όλες οι κακοποιητικές σχέσεις που σημάδεψαν την ψυχή της Άντερσον, χωρίς να αφαιρέσουν ίχνος από την λάμψη της. Από τη μια, ένας -πέρα από καλοστεκούμενος- χήρος άντρας, με τη μελαγχολία μονίμως σχηματισμένη στο πρόσωπο. Κι από την άλλη, ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα που ωρίμασε όμορφα, εσωτερικά και εξωτερικά, που έχει μάθει να ζει με τα παλιά του τραύματα. Δύο πονεμένοι, αλλά αισιόδοξοι άνθρωποι: εκείνος ένας μαχητής της τρίτης ηλικίας κι εκείνη, όχι η συνηθισμένη μεσήλικας της διπλανής μας πόρτας.
Το ερωτικό ειδύλλιο (πραγματικό ή φανταστικό) του Νίσον και της Άντερσον δεν θα γεννήσει τους νέους Μπραντζελίνα. Δεν διαθέτει τη συνηθισμένη χολιγουντιανή αστερόσκονη. Είναι περισσότερο ένας ύμνος στις δεύτερες και στις τρίτες ευκαιρίες. Σε εκείνη τη μελλοντική έκπληξη που περιμένει στη γωνία, για να σμίξει έναν οσκαρικό υποψήφιο με κάποιο ξανθό κουνελάκι του Πλεϊμπόι. Σε αυτή τη σχέση μετράνε οι τρυφερές, καθημερινές πράξεις αγάπης: το γλυκό χαμόγελο του Νίσον, όταν του φτιάχνει ψωμί από προζύμι η αγαπημένη του Πάμελα. Ίσως μονάχα δύο άνθρωποι -κι ας είναι σταρ- που έχουν σφυρηλατηθεί μέσα στον πόνο και την απώλεια μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά. Διαφημιστικό κόλπο προώθησης ή όχι, αυτός ο έρωτας ξεκίνησε από μία βαθύτερη ψυχική ανάγκη. Την ανάγκη να καθρεφτιστούν δυο άνθρωποι, πολύ πιο πέρα από την κινηματογραφική τους περσόνα. Εκεί, δηλαδή, που ξεκινά η αληθινή ζωή…