Η ζωή των παππούδων της από τη μεριά της μητέρας της, η δύσκολη δουλειά του παππού στα μεταλλεία της Λίμνης στην Πάφο και ο αγώνας της γιαγιάς της που αναγκάστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία να βγει στην αγορά εργασίας και ν’ αφήσει τα παιδιά της πίσω, ήταν το έναυσμα για να γράψει το τελευταίο της βιβλίο, «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ».
Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνομιλία με την Κωνσταντία Σωτηρίου, μια από τις πιο δυναμικές φωνές της κυπριακής λογοτεχνίας. Συζητούμε όχι μόνο για το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και για την έμφυλη οπτική στο συγγραφικό της έργο, και για το πώς οι Κύπριοι συγγραφείς μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους στο εξωτερικό.
–Ποια είναι η αγωνία σου κάθε φορά που αρχίζεις ένα βιβλίο; Δεν νιώθω αγωνία, νιώθω χαρά και αδημονία. Μου αρέσει πολύ η αρχική διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου. Το ότι κλωθογυρίζω το θέμα στο κεφάλι μου, το ότι σκέφτομαι την έρευνα που θα ακολουθήσω, το σκαρίφημα που στήνω για το πώς θα γράψω αυτό που φαντάζομαι, πώς θα βάλω τις λέξεις μου στη σειρά. Και στη συνέχεια, η ίδια η διαδικασία του γραψίματος. Γράφω συνήθως Σάββατο απόγευμα σε μια συγκεκριμένη καφετερία, επειδή τότε μόνο έχω τον χρόνο και επειδή μου αρέσει ο «λευκός θόρυβος» των ανθρώπων γύρω μου. Η αγωνία αρχίζει, νομίζω, όταν το βιβλίο φεύγει από κοντά σου, τυπώνεται και πηγαίνει στα ράφια. Τότε σκέφτομαι πάντα πώς θα το δουν οι αναγνώστες, αν αφορά και κάποιον άλλον αυτό που γράφω.
–Τα βιβλία σου συνήθως έχουν αφετηρία αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην «Κεφαλή του Τσάτσγουερθ» ποιο ήταν το έναυσμα; Νομίζω όλοι οι συγγραφείς έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία τους, αλίμονο, ξεκινούμε να γράφουμε έχοντας ως αφετηρία τις δικές μας εμπειρίες και πεποιθήσεις. Εγώ να σου πω κιόλας πως ανησυχώ μερικές φορές πόσο διακριτά είναι αυτά τα στοιχεία, ειδικότερα αυτά που μετά την έκδοση του βιβλίου μπορεί να νιώθω πως με αφήνουν και λίγο ευάλωτη. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, κατορθώνω να αφομοιώσω τα στοιχεία αυτά σε λογοτεχνία. Στην «Κεφαλή» το έναυσμα ήταν η ζωή των παππούδων μου από τη μεριά της μητέρας μου, η δύσκολη δουλειά του παππού στα μεταλλεία της Λίμνης στην Πάφο και ο αγώνας της γιαγιάς μου που αναγκάστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία να βγει στην αγορά εργασίας και ν’ αφήσει τα παιδιά της πίσω. Ήθελα πολύ να μιλήσω για όλο αυτό, για μια Κύπρο διαφορετική από όλα όσα βιώνουμε σήμερα, για μια ζωή που απέχει από εμάς πολύ λίγα χρόνια συγκριτικά, αλλά μοιάζει να ανήκει σε άλλους ανθρώπους. Και ωστόσο είναι η ιστορία των παππούδων πολλών από εμάς.
–Σε προηγούμενα βιβλία σου, αλλά και στο τελευταίο, δίνεις φωνή σε γυναίκες της Κύπρου. Σε ενδιαφέρει η έμφυλη οπτική; Ασφαλώς με ενδιαφέρει η έμφυλη οπτική. Θέλω μέσα από τα βιβλία μου να παρουσιάζω τον κόσμο όπως τον βλέπουν οι γυναίκες, θέλω να δώσω φωνή σε αυτές που συνήθως δεν έχουν φωνή και θέλω να τις κάνουν να ακουστούν. Μεγάλωσα σ’ έναν κόσμο γυναικών, αυτός είναι ο κόσμος μου και αυτόν περιγράφω. Από εκεί και πέρα το κείμενο και κάτι εσωτερικό, που είναι η ανάγκη να γράφεις, καθοδηγεί τα βήματα τα συγγραφικά και διαμορφώνει αυτά που θέλεις να πεις.
–Νιώθεις ότι πήρες κάποιο ρίσκο να αγγίξεις μια τόσο πρόσφατη ιστορία, όπως οι φρικιαστικές ιστορίες των αλλοδαπών γυναικών που βρέθηκαν δολοφονημένες στο μεταλλείο του Μιτσερού; Το πόσο δύσκολο ήταν να γράψω αυτό το βιβλίο το φανερώνει το γεγονός ότι χρειάστηκαν πέντε χρόνια για τη συγγραφή του. Άρχισα να το γράφω το 2019, δεν μπορούσα να βρω τη φωνή της αφηγήτριας και κατάλαβα πως έπρεπε να το αφήσω κατά μέρος μέχρι να μπορέσω να μιλήσω για το θέμα. Στο μεσοδιάστημα έγραψα το «Brandy Sour» και το παιδικό βιβλίο «Η κουβέρτα του Τζον». Το θέμα των δολοφονημένων γυναικών, με όλο το ρίσκο και τη φρίκη που κουβαλά η συγγραφή ενός τέτοιο δύσκολου και σύγχρονου θέματος, ήρθε και έδεσε μέσα μου όταν καταστάλαξα πως φωνή θα έδινα μόνο στις δολοφονημένες, φως θα έριχνα μόνο στη δική τους ζωή, σε αυτά που βιώνουν οι ξένοι εργάτες στην Κύπρο, στη φρίκη της ανακάλυψης των σωμάτων των γυναικών και των παιδιών που πέθαναν. Το βιβλίο μου αναφέρεται στις μετανάστριες γυναίκες που δολοφονήθηκαν και στο πώς στάθηκε η κυπριακή κοινωνία απέναντι στη δολοφονία τους. Σε κανέναν άλλο. Και στην αμηχανία μας απέναντι σε αυτό που έγινε και, αν θέλεις, και στον κρυμμένο ρατσισμό μας. Το βιβλίο δεν είναι βεβαίως δημοσιογραφική καταγραφή αυτού που έγινε, είναι λογοτεχνία, και η λογοτεχνία πρέπει να ανιχνεύει τα τραύματα και να τα καταγράφει. Και ίσως είναι καιρός να αντιληφθούμε πως τραύμα δεν είναι μόνο το Κυπριακό.
–Μεγάλο μέρος του βιβλίου εστιάζει στον αγώνα που έδωσαν παλιά οι γυναίκες των μεταλλωρύχων, όταν οι άνδρες τους έφευγαν από τη ζωή χτυπημένοι από τις αδιανόητα σκληρές συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία. Ποιες ήταν οι πηγές της έρευνάς σου γι’ αυτή την ενότητα; Έκανα μεγάλη έρευνα για τις συνθήκες εργασίας των μεταλλωρύχων. Ανέτρεξα σε μαρτυρίες, τηλεοπτικές και διαδικτυακές εκπομπές και βιβλία. Αναφέρω ενδεικτικά τα βιβλία του Παντελή Βαρνάβα για τα μεταλλεία της Κύπρου και την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, το βιβλίο του Ιωάννη Φάκα για το Σανατόριο της Κυπερούντας και το βιβλίο του γιατρού Μιχάλη Βωνιάτη για τη φυματίωση στην Κύπρο. Υλικό άντλησα επίσης από το σπουδαίο αρχείο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, τόσο για το χρονικό των δολοφονιών των γυναικών όσο και για την κατάσταση των ασθενών από πνευμοκονίαση, τις συνεντεύξεις που έδωσαν οι ετοιμοθάνατοι και τη δράση του Εγγλέζου γιατρού Μπέβαν. Πολύτιμη ήταν η συνεισφορά των κατοίκων του χωριού Πλατανιστάσα το οποίο επισκέφθηκα. Οι μαρτυρίες και οι ιστορίες τους ενίσχυσαν την έρευνά μου για τις συνθήκες της ζωής των μεταλλωρύχων.
–Ιδιαίτερα συγκλονιστική είναι η αναφορά στη «μαμμού Αντωνού». Η ιστορία που περιγράφω για τη «μαμμού Αντωνού», που χτύπησε με θάρρος το τραπέζι των βουλευτών ζητώντας δικαιοσύνη, είναι μια από τις ιστορίες που μου μετέφεραν οι κάτοικοι της Πλατανιστάσας, με θλίψη αλλά και με θαυμασμό για τις γενναίες γυναίκες των μεταλλουργών που αναγκάστηκαν να βγουν στην αγορά εργασίας για να ζήσουν την οικογένειά τους.
–Τι συμβολίζει η κεφαλή του Τσάτσγουερθ- το χαμένο άγαλμα του Απόλλωνα που καταλήγει να εμφανίζεται σε λονδρέζικη συλλογή; Η κεφαλή συμβολίζει το αποικιοκρατικό παρελθόν μας, αυτά που κλάπηκαν από μας, την κληρονομιά που μένει αδικαίωτη, αλλά και τη δική μας αδυναμία να αντιληφθούμε αυτό που υπήρξαμε και τη σύνδεση με τη δική μας παράδοση. Στο βιβλίο, η κεφαλή του αγάλματος καταλήγει στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά όταν αυτό ανακαλύπτεται στα χώματα της Κύπρου, οι χωρικοί το λιώνουν για κατσαρόλες.
Το βιβλίο λειτουργεί και ως καθρέφτης για τον ρατσισμό μας απέναντι στις μετανάστριες; Όπως ανέφερα πιο πάνω, η λογοτεχνία μπορεί να έχει έναν ρόλο: Να καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, να τα αφομοιώνει και να τα περιλαμβάνει. Καθόλου δεν θέλω, ωστόσο, τα βιβλία μου να είναι διδακτικά ή να κουνάνε το δάχτυλο σε κανέναν. Αν το βιβλίο αντανακλά το άσχημο ή το όμορφο πρόσωπο της κοινωνίας, θα το πουν οι αναγνώστες.
–Η κεντρική αφηγήτρια στο βιβλίο μιλά παραληρηματικά, σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα. Ο αναγνώστης έχει επίσης την αίσθηση ότι του κόβεται η ανάσα, ή ότι διαβάζει ένα ποίημα. Ήταν στις προθέσεις σου να μεταφέρεις μια αγωνία στον αναγνώστη και μια ποιητικότητα; Σ’ ευχαριστώ που το παρατηρείς αυτό, επειδή στόχος μου ήταν ακριβώς να δώσω αυτή την αίσθηση. Στο βιβλίο υπάρχει έντονη η αίσθηση της απουσίας οξυγόνου, της ασφυξίας, τόσο όσον αφορά τους μεταλλωρύχους που πέθαναν από πνευμοκονίαση επειδή γέμισαν οι πνεύμονες τους με τις σκόνες των μεταλλείων, όσο και για τις γυναίκες, τις ξένες μετανάστριες που δολοφονήθηκαν το 2019, ο θάνατος των οποίων ήταν αποτέλεσμα ασφυξίας. Ήθελα λοιπόν να μεταφέρω αυτή την αίσθηση της έλλειψης αναπνοής, του ασθματικού λόγου, και στη φωνή της αφηγήτριας. Η γιαγιά στο κείμενο μιλά παραληρηματικά σχεδόν επειδή κι αυτή, όπως και όλοι όσοι αναφέρονται στο βιβλίο, δεν μπορούν να πάρουν ανάσα. Πνίγεται.
–Το καλοδουλεμένο ηχόχρωμα της κυπριακής διαλέκτου προσδίδει περισσότερη ζωντάνια και αυθεντικότητα στις ιστορίες και τους μύθους που ξετυλίγεις; Στο βιβλίο ήθελα ακριβώς να υπάρχει περισσότερο το ηχόχρωμα, η τραγουδιστή φωνή της κυπριακής διαλέκτου, με κάποιες λέξεις και φράσεις. Ήθελα κιόλας να καταγράψω τα ονόματα πουλιών, δέντρων και φυτών που δεν χρησιμοποιούμε πια. Η λογοτεχνία λειτουργεί και ως καταγραφέας μνήμης και γλώσσας. Το κείμενο, που κάθε φορά σου μιλά και σε οδηγεί για το πού θα καταλήξει, δεν χρειαζόταν αυτή τη φορά μεγάλα κείμενα σε διάλεκτο. Ήθελα να γράψω ένα μικρό κείμενο γένεσης για την Κύπρο και να βάλω όλους τους μύθους και τις παραδόσεις που αγαπώ.
–Με την επανάληψη των φράσεων ήθελες να δώσεις περισσότερη δύναμη στον λόγο; Οι επαναλήψεις είναι ένα χαρακτηριστικό της γραφής μου και εξυπηρετούν έναν ρυθμό σχεδόν μουσικό που πάντα παίζει στο κεφάλι μου όταν γράφω. Η επανάληψη δίνει σίγουρα βαρύτητα σε αυτό που θέλεις να πεις. Δεν το κάνω όμως γι’ αυτό, έχει να κάνει με τον ρυθμό της γραφής μου.
–Το συγγραφικό σου έργο έχει απήχηση και στον ελλαδικό χώρο. Πιστεύεις ότι χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια από τις γυναίκες για να αναγνωριστεί το έργο τους; Χαίρομαι που έχει απήχηση το έργο μου και στην Ελλάδα. Είμαι μια συγγραφέας που γράφει στην ελληνική γλώσσα, και οι Κύπριοι συγγραφείς είμαστε κομμάτι της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Χαίρομαι επίσης που αυτό που κάνω, ο τρόπος που γράφω και αυτά για τα οποία γράφω, χαίρει εκτίμησης. Το πώς γράφουμε για το τραύμα, ειδικά για το Κυπριακό, αν θέλεις και για την ΕΟΚΑ, για το τοξικό και ταξικό μας παρελθόν και όλα όσα μας ταλανίζουν, δεν είναι προνόμιο μόνο κάποιων που βλέπουν τα πράγματα μέσα από τον δικό τους φακό, μέσα από τις δικές τους τραυματικές ή άλλες εμπειρίες. Ο συγγραφέας γράφει πάνω από όλα για το δικό του προσωπικό τραύμα και αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό. Μερικές φορές νιώθω πως αυτό δεν ισχύει, ειδικά για όσους από εμάς έχουμε μια άλλη ματιά. Και το βλέπω στην Κύπρο, όχι στην Ελλάδα.
–Πώς βλέπεις τη σχέση Κύπρου – Ελλάδας στο πεδίο της λογοτεχνίας; Χρειάζεται μια πολιτιστική πολιτική που να ενθαρρύνει την εκδοτική παραγωγή; Πολλοί Κύπριοι συγγραφείς εκδίδουν πλέον στην Ελλάδα. Αυτό που χρειάζεται είναι να ανοίξουμε τα φτερά μας στο εξωτερικό. Τα βιβλία μας πρέπει να μεταφραστούν και να φτάσουν σε άλλους ανθρώπους. Εγώ είχα την χαρά να δω το «Brandy Sour» να μεταφράζεται στα αγγλικά και στα γαλλικά, και ήταν απίστευτο πώς το θέμα της Κύπρου κατάφερε να αγγίξει ανθρώπους που δεν γνώριζαν καθόλου για το πολιτικό μας πρόβλημα. Αυτή θεωρώ πλέον πως είναι και η ουσία της πολιτιστικής διπλωματίας. Άλλωστε, τίποτε δεν έχουμε να ζηλέψουμε από άλλους συγγραφείς που μεταφράζονται.
–Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που σε συνεπήρε; Θα σου πω τρία που ξεχώρισα φέτος: Δήμητρα Λουκά, «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου», εκδόσεις Κίχλη. Το λάτρεψα. Γυναίκεια φεμινιστική γραφή και απίστευτο ταλέντο. Τρομερές ιστορίες. Το συνιστώ θερμά αυτό το βιβλίο. Το ζήλεψα. Επίσης: Αταλάντη Ευριπίδου, «Εκείνοι που έφυγαν», εκδόσεις Πόλις (η Αταλάντη είναι και μισή Κύπρια). Και τέλος: Νάσια Διονυσίου, «Μην γράφετε Αρθούρος», εκδόσεις Πόλις. Βιβλία γυναικών που θαυμάζω, σέβομαι και αγαπώ.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ»:

«Έβρεξε πολύ ο Θεός φέτος και αν δεν έβρεχε πολύ δεν θα κατέβαιναν τα ποτάμια, δεν θα ποτίζονταν τα δέντρα, δεν θα φύτρωναν τα λουλούδια, δεν θα γεμίζανε τα πηγάδια, δεν θα πλημμύριζαν οι δρόμοι, δεν θα ξεχείλιζαν τα φρεάτια του μεταλλείου, δεν θα ανέβαιναν πάνω τα νερά, δεν θα κουβαλούσαν σκοινιά, ξύλα και σαπισμένες λαμαρίνες, δεν θα κουβαλούσαν παλιά ρούχα, δεν θα έφερναν στην επιφάνεια τούβλα και μπάζα, δεν θα έσπρωχνε πάνω το νερό πεθαμένες γάτες και σκοτωμένες γυναίκες, ούτε και χαμένους σκύλους και παλιά ρολόγια και σκουριασμένες βαλίτσες, πράγματα που ρίχνεις στο νερό για να κρύψεις, που ρίχνεις στα πηγάδια για να μην τα δει κανείς, για να τα χάσεις, τέτοια πράγματα, χαμένα, έχει ανομβρίες εδώ και ο Θεός δεν βρέχει, δεν γεμίζουν τα πηγάδια, δεν ποτίζονται οι δρόμοι, δεν ανθίζουνε τα δέντρα, δεν ξεχειλίζουν τα φρεάτια, δεν βρέχει πολύ ο Θεός εδώ, έτσι μπορείς να κρύψεις πράματα σε ένα πηγάδι αν θέλεις, εδώ ο Θεός δεν βρέχει, αλλά ήρθε και έκανε φέτι νερό ο ουρανός και ανέβηκαν τα ποτάμια και πλημμύρισαν οι δρόμοι φέτος και γεμίσαν τα πηγάδια και βρέθηκε νεκρή η γυναίκα και από τότε η Λάνι η Λανιλίνι συνέχεια κλαίει, είναι δέκα μέρες τώρα που έβρεξε ο Θεός κι αυτή κλαίει, κλαίει συνέχεια και με νευριάζει, κάλλιο να μην έβρεχε ο Θεός και να μην κλαίει»
Ελεύθερα 17.8.2025