Η 13 Μαΐου θα είναι μια ημέρα με αρκετή κινητικότητα στη Λευκωσία και στην Άγκυρα, όσον αφορά τον παράγοντα Κυπριακό, πλην όμως από τα έως τώρα δεδομένα δεν αναμένεται μια θεαματική εξέλιξη. Κι αυτό γιατί τα τρία εμπλεκόμενα μέρη επενδύουν σε διαφορετικούς άξονες για το πως θα κινηθεί η διαδικασία προς τα εμπρός.

Η απόρριψη της πρότασης που μετέφερε η Ολγκίν για μια τριμερή συνάντηση της με τους δύο ηγέτες δεν προκαλεί κάποια έκπληξη και ήταν μια «φυσιολογική αντίδραση» από πλευράς Τατάρ ο οποίος εργάζεται για το στόχο του ναυαγίου της προσπάθειας των Ηνωμένων Εθνών. Η ελληνοκυπριακή πλευρά συνεχίζει να επενδύει στον παράγοντα Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα περισσότερο, μετά και τα πρόσφατα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Για τον Νίκο Χριστοδουλίδη η 13η Μαΐου, πέραν από τις νέες συναντήσεις του ιδίου και του Τατάρ με την Ολγκίν, θεωρείται καθοριστική λόγω και της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Άγκυρα. Στο μέσο αυτό των διαφορετικών προσεγγίσεων βρίσκεται η Ολγκίν η οποία ναι μεν μίλησε με Βρυξέλλες, Παρίσι και Βερολίνο, αλλά επιλέγει να βάλει πίεση και προς τους δύο ηγέτες μέσω της κοινωνίας των πολιτών.

Η προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ ΟΗΕ θέλησε, σ’ αυτή την τρίτη της επίσκεψη στο νησί, να αλλάξει το φόρματ των συναντήσεων και να πάει σε τετ-α-τετ με τους δύο ηγέτες, χωρίς την παρουσία συνεργατών. Ένα φόρματ που δείχνει να βολεύει όλες τις πλευρές καθώς θα ελέγχουν τις όποιες πληροφορίες θα βγαίνουν προς τα έξω, προκειμένου να εξυπηρετούν ενός εκάστου τις προθέσεις του.

Η Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ εξερχόμενη του Προεδρικού, αλλά μετά και τη συνάντηση στα κατεχόμενα, εξέφρασε την ελπίδα οι ηγέτες «να ακούνε τον κόσμο, την κοινωνία των πολιτών», σημειώνοντας ότι είναι και ευθύνη των ηγετών να ακούσουν τους πολίτες. Υπέδειξε ότι ο κόσμος θέλει να προχωρήσει προς τα εμπρός η διαδικασία «και να συμβεί κάτι στο νησί». Ενώ κάλεσε Χριστοδουλίδη και Τατάρ να δουν την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας.

Δηλώσεις από ελληνοκυπριακής πλευράς (μέχρι και νωρίς το βράδυ) έγιναν από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο έδειξε προς τα που στρέφει την προσοχή του ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης. Σημείωσε ότι ήταν η πρώτη συνάντηση μετά τα αποτελέσματα του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και το θετικό μήνυμα (σύμφωνα με τη Λευκωσία) που στάλθηκε προς την Τουρκία για διασύνδεση των ευρωτουρκικών με ην πρόοδο στο Κυπριακό». Στον Λόφο εκτιμούν ότι θα πρέπει να αφεθεί «η διπλωματία να λειτουργήσει» με τον Κ. Λετυμπιώτη να εκφράζει την ελπίδα όπως πριν συμπληρωθεί το εξάμηνο της αποστολής Ολγκίν να γίνει εφικτή η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο, ο Ερσίν Ταταρ κατέδειξε, μέσα από τις δικές του δηλώσεις, το πόσο δύσκολο είναι να καταστεί εφικτή η επανέναρξη διαπραγματεύσεων εντός του εξαμήνου. Πέραν της απόρριψης μιας κοινής τριμερούς συνάντησης ηγετών και ΟΗΕ τόνισε πως χωρίς κοινό έδαφος δεν έχει κανένα  νόημα να συναντηθούν και να ξεκινήσουν μια διαδικασία διαπραγματεύσεων. Ο κ. Τατάρ επανέλαβε τη θέση του για την επίλυση του Κυπριακού και στους όρους του για κυριαρχική ισότητα και ίσο διεθνές καθεστώς ως προϋπόθεση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. 

Όπως είπε, υπενθύμισε στην κ. Ολγκίν «τις αρμοδιότητές της και την ουσία της έγκρισης που δώσαμε», στην εντολή της. «Δήλωσα ξεκάθαρα ότι δεν θα επιτρέψω πιέσεις για να μετατοπίσουμε το θέμα ή να φέρουμε τους ηγέτες στον διάλογο», πρόσθεσε ο Τατάρ. Συνεχίζοντας ο κ. Τατάρ είπε ότι επανέλαβε στην κ. Ολγκίν «ότι είμαστε αμετακίνητοι σε αυτό το θέμα και δεν πρόκειται να κάνουμε βήμα πίσω. Στις 5 Ιουλίου 2024, θα έχουν περάσει έξι μήνες. Γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει κοινό έδαφος. Τι είπαμε εμείς; Ζητήσαμε κυρίαρχη ισότητα και ίσο διεθνές καθεστώς. Για να ικανοποιηθούν αυτά, είναι απαραίτητο να γίνουν κάποια βήματα. Η κυριαρχία μας πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια». Τέλος ο Ερσίν Τατάρ αναφερόμενος στην έκθεση που θα ετοιμάσει η Ολγκίν με το πέρας των επαφών της στο νησί, εξέφρασε την ελπίδα οι αναφορές να μην περιοριστούν στην παρούσα φάση αλλά να πάνε σε βάθος 50ετίας.

Επιμονή σε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας

Τη δυσαρέσκεια της ελληνικής πλευράς για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί εξέφρασε ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια χθεσινής του συνάντησης με την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Χαρακτήρισε δε τη μετατροπή αυτή ως παντελώς αχρείαστη. Παράλληλα, ενόψει και της επικείμενης επίσκεψής του στην Άγκυρα, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη σημασία της διατήρησης ανοικτών διαύλων διαλόγου με την Τουρκία, παρά τις εμμένουσες διαφορές.

«Θέλω, καταρχάς, να εκφράσω και δημόσια την έντονη δυσαρέσκειά μου, διερμηνεύοντας πιστεύω τα αισθήματα όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων, για την παντελώς αχρείαστη μετατροπή ενός ιστορικού βυζαντινού ναού, της Μονής της Χώρας, σε τζαμί», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης.

«Είναι, πιστεύω, μια ενέργεια η οποία προσβάλλει την πλούσια ιστορία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης ως ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, και είναι ένα ζήτημα το οποίο βεβαίως και θα θέσω στον Πρόεδρο Ερντογάν όταν τον συναντήσω», τόνισε.

Όπως σημείωσε, η επικείμενη συνάντησή του ιδίου με τον Πρόεδρο της Τουρκίας αποτελεί μια ευκαιρία αξιολόγησης «της προσπάθειας επαναπροσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία σίγουρα σε αρκετά επίπεδα έχει δείξει μετρήσιμα αποτελέσματα». Προσεγγίζουμε πάντα τις συζητήσεις μας με την Τουρκία με αυτοπεποίθηση και χωρίς αυταπάτες ότι οι τουρκικές θέσεις θα αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ανέφερε ο Έλληνας Πρωθυπουργός.

Exit mobile version