Περισσότερα από πέντε χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων του covid στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκατοντάδες άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν κάθε εβδομάδα.
Τον περασμένο μήνα, κατά μέσο όρο περίπου 350 άτομα πέθαιναν εβδομαδιαίως από COVID, σύμφωνα με δεδομένα των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Αν και ο αριθμός είναι υψηλός, οι θάνατοι παρουσιάζουν πτώση και είναι σημαντικά λιγότεροι από το ανώτατο σημείο των 25.974 θανάτων που καταγράφηκαν την εβδομάδα που έληξε στις 9 Ιανουαρίου 2021, καθώς και από τους εβδομαδιαίους θανάτους που σημειώνονταν προηγούμενες ανοιξιάτικες περιόδους, σύμφωνα με τα στοιχεία του CDC.
Ειδικοί στη δημόσια υγεία δήλωσαν στο ABC News ότι, παρόλο που η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ο covid εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τις ευπαθείς ομάδες. «Το γεγονός ότι εξακολουθούμε να βλέπουμε θανάτους σημαίνει ότι ο ιός εξακολουθεί να κυκλοφορεί και ότι ο κόσμος εξακολουθεί να κολλάει», δήλωσε ο δρ Τόνι Μούντι, καθηγητής παιδιατρικής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Duke. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν από τον ιό, μεταξύ των οποίων η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, η φθίνουσα ανοσία και η ανεπαρκής πρόσβαση σε θεραπείες.
Χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, φθίνουσα ανοσία
Κατά τη σεζόν 2024–25, μόνο το 23% των ενηλίκων άνω των 18 ετών είχαν λάβει το επικαιροποιημένο εμβόλιο κατά της COVID έως και την εβδομάδα που έληξε στις 26 Απριλίου, σύμφωνα με στοιχεία του CDC. Ανάμεσα στα παιδιά, μόλις το 13% είχε εμβολιαστεί την ίδια περίοδο.
Ο δρ Γκρέγκορι Πόλαντ, ειδικός στην εμβολιολογία και πρόεδρος του Atria Research Institute, το οποίο επικεντρώνεται στην πρόληψη ασθενειών, ανέφερε ότι πιθανώς δεν είναι αρκετοί εκείνοι που εμβολιάζονται, κάτι που συμβάλλει στους εβδομαδιαίους θανάτους από COVID. Ωστόσο, πρόσθεσε, ακόμη και όσοι έχουν εμβολιαστεί, ενδέχεται να μην αναπτύσσουν επαρκή ανοσιακή απόκριση.
«Υπάρχουν άτομα που ενδέχεται να έχουν γενετική προδιάθεση ώστε να μην ανταποκρίνονται καλά στο εμβόλιο. Αυτό είναι κάτι που έχω μελετήσει και με άλλα εμβόλια για ιούς», δήλωσε στο ABC News. «Το πιο σύνηθες πρόβλημα είναι ότι κάποιος είναι ανοσοκατεσταλμένος και δεν μπορεί να ανταποκριθεί σωστά.»
Ο Πόλαντ σημείωσε ακόμη ότι η ανοσία που παρέχουν τα εμβόλια φθίνει με τον χρόνο, αυξάνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, η τρέχουσα σύσταση για άτομα άνω των 65 ετών είναι να λαμβάνουν δύο δόσεις του επικαιροποιημένου εμβολίου σε διάστημα έξι μηνών. «Ένας ακόμη λόγος για τους θανάτους από COVID είναι το γήρας, αυτό που αποκαλούμε «ανοσογήρανση», δηλαδή η μειωμένη ικανότητα του ανοσοποιητικού να ανταποκρίνεται όπως στα 30 ή τα 40», είπε. Σύμφωνα με τα δεδομένα του CDC, τα άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω έχουν αυτήν τη στιγμή τον υψηλότερο ρυθμό θανάτων από COVID, με 4,66 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού.
Μη πρόσβαση σε θεραπείες COVID
Υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες για ασθενείς με COVID-19 με τη μορφή αντιικών χαπιών, όπως το molnupiravir από τις Merck και Ridgeback Biotherapeutics και το Paxlovid από την Pfizer. Και τα δύο σκευάσματα πρέπει να χορηγούνται εντός πέντε ημερών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και λαμβάνονται δύο φορές την ημέρα για πέντε ημέρες — το πρώτο ως τέσσερα χάπια κάθε φορά και το δεύτερο ως τρία. Υπάρχει επίσης το remdesivir, ενδοφλέβιο φάρμακο που πρέπει να ξεκινά εντός επτά ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων.
«Πιστεύω ότι δεν αξιοποιούμε απαραίτητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εργαλεία που διαθέτουμε», δήλωσε ο Μούντι. «Έχω μιλήσει με ανθρώπους που πήραν φάρμακα όταν κόλλησαν COVID και είχαν τεράστια διαφορά… Τα δεδομένα από τις δοκιμές δείχνουν ξεκάθαρα ότι τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά.» Ο ίδιος εκτίμησε ότι δεν χρησιμοποιούνται τα φάρμακα όσο θα μπορούσαν, ούτε χορηγούνται σε όσους πραγματικά θα βοηθούσαν.
Ο Μούντι πρόσθεσε ότι είναι πιθανό κάποιοι ασθενείς να παρουσιάζουν συμπτώματα αλλά να μην επισκέπτονται γιατρό έως ότου επιδεινωθούν. Άλλοι ενδέχεται να μην κάνουν τεστ, με αποτέλεσμα να μην διαγιγνώσκονται εγκαίρως. «Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι μολυσμένοι αλλά δεν εντοπίζονται ούτε λαμβάνουν θεραπεία», είπε. Ωστόσο, τόνισε ότι δεν χρειάζεται να υποβάλλονται όλοι συστηματικά σε τεστ, μόνο τα άτομα υψηλού κινδύνου πρέπει να κάνουν πιο συχνά.
In.gr