Η επικείμενη κάθοδος της προσωπικής απεσταλμένης του ΓΓ του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελα Όλγκιν, συνιστά τη μοναδική έως σήμερα εξέλιξη στο Κυπριακό που αφήνει μια περιορισμένη χαραμάδα αισιοδοξίας μετά την άτυπη διάσκεψη της Γενεύης. Ωστόσο, οι προσδοκίες παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, καθώς η πραγματικότητα επί του πεδίου καταδεικνύει ότι τα δεδομένα όχι μόνο δεν ευνοούν επανέναρξη διαλόγου, αλλά επιβεβαιώνουν τη στασιμότητα και την απουσία ουσιαστικής προόδου.
Η Όλγκιν επιστρέφει στην Κύπρο με την αποστολή να προωθήσει την υλοποίηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) που είχαν τεθεί στη Γενεύη, στοχεύοντας στο να δημιουργηθεί ένα ελάχιστο πλαίσιο εμπιστοσύνης ενόψει της διευρυμένης συνάντησης που έχει οριστεί για τον Ιούνιο. Ωστόσο, σχεδόν δύο μήνες μετά την τελευταία άτυπη διάσκεψη, η μόνη πρόοδος που έχει σημειωθεί αφορά το ζήτημα της συντήρησης των νεκροταφείων, ενώ όλα τα υπόλοιπα ΜΟΕ παραμένουν στάσιμα.
Η αξιοπιστία της διαδικασίας εξαρτάται πλέον από μικρά, αλλά ουσιαστικά βήματα εφαρμογής που θα αποτρέψουν το οριστικό πάγωμα της πρωτοβουλίας Γκουτέρες.
Η έλλειψη προόδου δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο αλλά εντάσσεται, σύμφωνα με διπλωματικές εκτιμήσεις, σε μια συνειδητή στρατηγική της τουρκικής πλευράς. Η επιλογή της στασιμότητας φαίνεται να εξυπηρετεί τον στόχο του περαιτέρω αποπροσανατολισμού της διαδικασίας και της σταδιακής εγκατάλειψης του μοντέλου της ΔΔΟ, υπέρ της λύσης δύο κρατών, όπως σταθερά υποστηρίζουν Άγκυρα και Τατάρ.
Χαρακτηριστική αυτής της στρατηγικής ήταν η πρόσφατη συνάντηση Χριστοδουλίδη-Τατάρ, η οποία επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά την απόσταση μεταξύ των δύο πλευρών. Όπως αναφέρεται σε δημοσιογραφικές πληροφορίες, μεγάλο μέρος της συνάντησης αναλώθηκε στις αξιώσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη για παύση των διώξεων σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε υποθέσεις σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.
Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση, ο Τατάρ κατηγόρησε την Κυπριακή Δημοκρατία για «επιθετική πολιτική» που πλήττει το κλίμα συνεργασίας, υποστηρίζοντας ότι οι συλλήψεις επενδυτών που δρουν βάσει του «νομικού πλαισίου» του ψευδοκράτους υπονομεύουν τη δημιουργία θετικού κλίματος. Επανέλαβε επίσης την πάγια θέση περί ύπαρξης δύο οντοτήτων στην Κύπρο, εκφράζοντας ενόχληση για τις δημόσιες αναφορές του Προέδρου Χριστοδουλίδη περί επανενωμένης Κύπρου.
Το κλίμα επιβάρυνε περαιτέρω η παρουσία το περασμένο Σάββατο, του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα κατεχόμενα, στο πλαίσιο της τελετής εγκαινίων του λεγόμενου «προεδρικού μεγάρου». Ο Ερντογάν επανέλαβε τη θέση ότι «η Τουρκία ήρθε για να μείνει στην Κύπρο», δίνοντας το στίγμα της αδιάλλακτης στρατηγικής της Άγκυρας. Η επίσκεψη συνοδεύτηκε από ισχυρούς συμβολισμούς και ξεκάθαρα μηνύματα, τόσο προς τη Λευκωσία όσο και προς τη διεθνή κοινότητα, ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να υποχωρήσει από την πολιτική της αναγνώρισης της «κυριαρχικής ισότητας». Ταυτόχρονα, φρόντισε να στείλει μηνύματα και προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και τους αντιδρώντες στην πολιτική ισλαμοποίησης των κατεχομένων, πώς αφεντικό στα κατεχόμενα είναι η Άγκυρα.
Ρεαλιστικά, η νέα αποστολή της Όλγκιν δεν αναμένεται να οδηγήσει σε ουσιαστική πρόοδο ή ανατροπή των δεδομένων. Η επικρατέστερη εκτίμηση είναι πως θα περιοριστεί στη διατήρηση του διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών και στην αποτροπή οριστικής κατάρρευσης της διαδικασίας μέχρι τουλάχιστον τον Ιούνιο και τη νέα διευρυμένη συνάντηση για το Κυπριακό. Ενδεχομένως να προκύψουν και κάποιες συμβολικές κινήσεις καλής θέλησης προκειμένου να σταλεί ένα μήνυμα κινητικότητας αλλά μέχρι του σημείου αυτού. Η απουσία πολιτικής βούλησης από την Άγκυρα και η εμμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς στη λύση δύο κρατών περιορίζουν δραστικά το πεδίο ελιγμών της αποστολής Ολγκίν.
Το ερώτημα που μένει να αιωρείται είναι ποια θα είναι η επόμενη κίνηση από πλευράς των Ηνωμένων Εθνών μετά τη διευρυμένη συνάντηση του Ιουνίου. Εφόσον δεν υπάρξει ουσιαστική πρόοδος, το ενδεχόμενο παγώματος της διαδικασίας επ’ αόριστον παραμένει υπαρκτό. Ενδεχομένως όμως, ο Αντόνιο Γκουτέρες να επιλέξει να δώσει μία ακόμη παράταση ζωής στη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος μέχρι την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων παραμένει ακόμα μακρύς και εξαιρετικά δύσβατος.