Η απαίτηση διενέργειας εξέτασης DNA ώστε να επαληθευθεί η πατρότητα παιδιών από αλλοδαπές μητέρες και Κύπριους πατέρες που έχουν, μάλιστα, προβεί σε δικαστική αναγνώριση των παιδιών από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), προκειμένου να εκδώσει προξενικό πιστοποιητικό γέννησης παιδιού, συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή των ενδιαφερόμενων και τελεί εκτός των ορίων της αρχής της νομιμότητας — δεδομένης της έλλειψης σχετικού νομικού πλαισίου — καταλήγει σε έκθεση η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη.
Η Επίτροπος συνέταξε την έκθεση, μετά από εξέταση παραπόνου που υπεβλήθη στο Γραφείο της αναφορικά με τη καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση του Προξενικού Πιστοποιητικού Γέννησης του παιδιού.
Όπως αναφέρει στην έκθεση η Επίτροπος, η συγκεκριμένη αίτηση είναι σε εκκρεμότητα από τον Απρίλιο του 2019, λόγω του ότι ζητήθηκε από το τότε Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως προσκομιστεί αιματολογική ή γενετική εξέταση του πατέρα από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, για να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου. Οι γονείς του ανήλικου δεν ανταποκρίθηκαν μέχρι και σήμερα στο αίτημα του Τμήματος, θεωρώντας ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να υφίσταται ελλείψει σχετικού νομοθετικού ερείσματος και η εξέταση της αίτησης παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα.
Η Επίτροπος διαπιστώνει πως μετά την ίδρυση του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, τα ζητήματα που πηγάζουν από τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο, όπως το παρόν θέμα, εμπίπτουν πλέον στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών.
Περαιτέρω, η Επίτροπος υπέβαλε την υπό αναφορά έκθεση στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με την εισήγηση όπως προωθηθεί τάχιστα η λήψη σχετικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση των ενδιαφερόμενων για έκδοση Προξενικού Πιστοποιητικού Γέννησης του παιδιού τους, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση.
Η Επίτροπος αναφέρει περαιτέρω ότι σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο υφιστάμενος νόμος δεν παρέχει ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο στο διοικούμενο για διενέργεια εξέτασης DNA, το πότε αυτό μπορεί να ζητηθεί, υπό ποιες προϋποθέσεις καθώς και τις συνέπειες σε περίπτωση μη διενέργειας και ως εκ τούτου, η ασφαλέστερη νομική οδός για να απαιτηθεί η εξέταση του DNA είναι η ετοιμασία νομοσχεδίου.
Επίσης, επισημαίνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το κράτος έχει υποχρέωση να σέβεται την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή εκάστου, καθώς και την υποχρέωση αποχής από ενέργειες που παρεμβαίνουν στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, με εξαίρεση περιπτώσεις που είναι σύμφωνες με τον νόμο και αναγκαίες, για την εξασφάλιση, μεταξύ άλλων, του συμφέροντος, της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της δημόσιας υγείας ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.
Τονίζει ακόμα ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Συνεχίζοντας σημειώνει ότι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού παρέχει ένα σύνολο νομικά δεσμευτικών δικαιωμάτων που ισχύουν για όλα τα παιδιά, θέτοντας πρότυπα για την ευημερία των παιδιών σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους και διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.
Η Επίτροπος αναφέρει ότι όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνά της, η αναφερόμενη πρακτική της εμπλεκόμενης υπηρεσίας δεν βρίσκει μέχρι στιγμής νόμιμο έρεισμα, καθότι δεν έχει ακόμη προωθηθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων η τροποποίηση του περί Αρχείου Πληθυσμού (Αρ. 2) Νόμου του 2022 για παροχή δικαιώματος στον Ληξίαρχο να αξιώσει τη διενέργεια γενετικής εξέτασης DNA για σκοπούς έκδοσης πιστοποιητικού γεννήσεως, με ταυτόχρονη απαγόρευση επεξεργασίας του αποτελέσματος της γενετικής εξέτασης καθ’ οποιονδήποτε άλλο λόγο, πέραν του εν λόγω σκοπού.
Συμπληρώνει ότι προκύπτει, συναφώς, ότι το Τμήμα ζητά να λάβει προσωπικές γενετικές πληροφορίες του ατόμου μέσω εξέτασης DNA, ώστε να επιβεβαιωθεί η βιολογική σχέση του ατόμου με το παιδί, με τρόπο που να εισέρχεται στη σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής αυτονομίας του εν λόγω προσώπου χωρίς την ύπαρξη σχετικής νομοθεσίας η οποία αφενός να επιτρέπει τέτοια δυνατότητα, αφετέρου να μπορεί να αξιολογηθεί αν το αίτημα για εξέταση DNA δικαιολογείται υπό την εφαρμογή των αρχών της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.