12 Ιουνίου, 2025
7:40 μμ

Καμία γραπτή και ρητή έγκριση δεν δόθηκε από το υφυπουργείο Πολιτισμού για την επίμαχη έκδοση που «εμφανίστηκε» στο περίπτερο της συμμετοχής της Κύπρου στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Αυτό αναφέρθηκε επίσημα από την αρμόδια Υφυπουργό Βασιλική Κασσιανίδου ενώπιον της επιτροπής Παιδείας της Βουλής, όπου εξετάζεται αυτή την ώρα το θέμα που προέκυψε σχετικά με την έκδοση.

Πέραν από τις ερωτήσεις που δέχεται η Υφυπουργός για το θέμα από τους βουλευτές, στιγμιαία υπήρξε αναμπουμπούλα με αφορμή τοποθέτηση του βουλευτή του ΑΚΕΛ Γιώργου Λουκαίδη. Αναφορά του στον Γρίβα προκάλεσε την αντίδραση του ανεξάρτητου βουλευτή Ανδρέα Θεμιστοκλέους. Χρειάστηκε η παρέμβαση του προέδρου της Επιτροπής Παύλου Μυλωνά για να πέσουν οι τόνοι και να επανέλθει επί της ουσίας η συζήτηση.

Αρχικά η Υφυπουργός στην τοποθέτησή της, υπενθύμισε πως έχει ζητήσει έκθεση γεγονότων για τις ακριβείς συνθήκες γύρω από τη διαδικασία και γι’ αυτό επιφυλάσσεται να απαντήσει γύρω από ορισμένα ζητήματα, όταν θα έχει την πλήρη εικόνα.

Στη βάση, όμως, των στοιχείων που έχει σήμερα στη διάθεσή της, και εν αναμονή της έκθεσης γεγονότων, άρχισε την ενημέρωσή της προς τους βουλευτές από τη διαδικασία που οδηγεί στη διοργάνωση της έκθεσης στο Κυπριακό Περίπτερο στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας:

«Ένα μεγάλο μέρος της διαδικασίας αναλαμβάνει ο Σύνδεσμος Αρχιτεκτόνων Κύπρου (ΣΑΚ). Η συνεργασία του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού (τέως Πολιτιστικές Υπηρεσίες) με τον ΣΑΚ για την Μπιενάλε αυτή ξεκίνησε από το 2006. Μέχρι σήμερα αυτή η συνεργασία δεν συνοδεύεται από κάποια γραπτή συμφωνία που να καθορίζει με σαφήνεια τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες κάθε μέρους. H Επιτροπή Επιλογής για την 19η Μπιενάλε ήταν οκταμελής και συστάθηκε από τον ΣΑΚ. Απαρτιζόταν από έξι αρχιτέκτονες εκπροσώπους του ΣΑΚ και δύο πολιτιστικούς λειτουργούς εκπρόσωπους του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Η σύνθεση αυτή αντικατοπτρίζει τον ουσιαστικό  ρόλο του ΣΑΚ στην όλη διαδικασία».

Όσον αφορά τη φετινή διοργάνωση, όπως είπε, το Υφυπουργείο Πολιτισμού και ο ΣΑΚ προκήρυξαν στις 27.09.2024 ανοικτή πρόσκληση για να κατατεθούν προτάσεις για συμμετοχή στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. Υποβλήθηκαν συνολικά πέντε προτάσεις, τις οποίες εξέτασε η Επιτροπή Επιλογής στις 27.11.2024 και ετοίμασε τα πρακτικά με αναλυτικό σκεπτικό στις 17.12.2024. Σύμφωνα με την Υφυπουργό, η Επιτροπή θεώρησε ότι η επιλεγείσα πρόταση συνάδει με τον θεματικό πυρήνα της 19ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής καθότι φέρει στο προσκήνιο «παραγνωρισμένες χειρωνακτικές πρακτικές δόμησης επαναδιεκδικώντας, κατ΄ ουσία, την γνώση αρχέγονων τρόπων αειφόρου διαχείρισης των φυσικών πόρων».

Όπως ανέφερε η κ. Κασσιανίδου, «η τεκμηρίωση της συμμετοχής περιλάμβανε την υποβολή πλήρους προϋπολογισμού με εκτιμώμενο κόστος 218.000 ευρώ. Στον προϋπολογισμό περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, και η έκδοση καταλόγου, έναντι του ποσού των 7.900 ευρώ. Το τελικό κόστος του καταλόγου όπως πληροφόρησε τον υπεύθυνο λειτουργό του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού, η Επιμελήτρια κ. Φλωρίδου ανέρχεται στα 11,600 ευρώ και όχι στις 300.000 ευρώ όπως λανθασμένα αναφέρθηκε σε δηλώσεις και δημοσιεύματα».

Oπως γίνεται πάντα, συνέχισε, «για την υλοποίηση της εγκεκριμένης πρότασης διαχωρίστηκαν οι αρμοδιότητες για τις πληρωμές ως εξής: ο ΣΑΚ ανέλαβε να διαχειριστεί δαπάνες ύψους €155.000 που αφορούν την παραγωγή και την επιμέλεια της έκθεσης εκ μέρους της ομάδας, τα ταξίδια των μελών της ομάδας στην Βενετία, την τεκμηρίωση (συμπεριλαμβανομένου του εντύπου) και την προβολή της Κυπριακής συμμετοχής. Το Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού ανέλαβε δαπάνες ύψους €63.000 για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της έκθεσης στην Ιταλία,  που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και την ενοικίαση του χώρου του Κυπριακού περιπτέρου. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΑΚ έλαβε ως προκαταβολή το 70% του ποσού του προϋπολογισμού που του αναλογούσε για να διαχειριστεί, το οποίο στη συνέχεια κατέβαλε στην ομάδα. Το υπόλοιπο θα καταβληθεί από το Υφυπουργείο Πολιτισμού κατόπιν υποβολής και ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων με το πέρας της έκθεσης, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις».

Στη συνέχεια η Υφυπουργός επικεντρώθηκε στην επίμαχη έκδοση, λέγοντας πως αυτή «δηλώνει το Υφυπουργείο Πολιτισμού ως έναν εκ των δύο εκδοτών στην τελευταία σελίδα όπου καταγράφονται οι συντελεστές της. Στην ίδια σελίδα οι επιμελητές της έκδοσης παραπέμπουν όσους έχουν ερωτήματα, ή έχουν εντοπίσει λάθη ή παραλείψεις στο κείμενο να επικοινωνήσουν με το Υφυπουργείο (συγκεκριμένα με τη διοίκηση), παραθέτοντας τα σχετικά στοιχεία επικοινωνίας του».

Η Υφυπουργός τόνισε το εξής: «η απλή συνεργασία ή χρηματοδότηση μιας δράσης δεν συνιστά καθολική ή αυτόματη εκδοτική συναίνεση για οποιοδήποτε βιβλίο ενδέχεται να συνοδεύει την δράση αυτή. Ως ακαδημαϊκός με μακρόχρονη εμπειρία σε θέματα εκδόσεων τόσο ως συγγραφέας όσο και ως επιμελήτρια, επισημαίνω ότι η δήλωση οποιουδήποτε φορέα ως εκδότη προϋποθέτει την προηγούμενη ρητή και τεκμηριωμένη συναίνεση του εν λόγω φορέα, κατόπιν πλήρους ενημέρωσης, εξέτασης του υλικού και, όπου απαιτείται, αξιολόγησης και υποβολής σε διαδικασίες επιστημονικής κρίσης αλλά και ποιοτικού ελέγχου».

«Από τον μέχρι τώρα έλεγχο των αρχείων μας δεν τεκμηριώνεται επίσημη γραπτή έγκριση του Υφυπουργείου Πολιτισμού να αναφέρεται ως εκδότης. Η εν λόγω παράλειψη παραβιάζει βασικές αρχές δεοντολογίας και διαχείρισης δημόσιας ταυτότητας. Δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις γιατί παρουσιάζει το Υφυπουργείο, και κατ’ επέκταση το κράτος ως τον εκδότη του βιβλίου, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ως αποτέλεσμα, δημιουργεί σύγχυση στο κοινό ως προς την επίσημη υποστήριξη, την έγκριση περιεχομένου, και την πολιτική του Υφυπουργείου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρακτική αυτή παραμένει ασύμβατη με τις προβλεπόμενες διαδικασίες έγκρισης εκδόσεων, τις οποίες το Υφυπουργείο εφαρμόζει για λόγους διαφάνειας, δημόσιας ευθύνης και επαγγελματικής δεοντολογίας. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο ζήτησα την απόσυρση του εν λόγω βιβλίου, καθώς το Υφυπουργείο ουδέποτε συναίνεσε να συμπεριληφθεί ως εκδότης», πρόσθεσε.

Η συγκεκριμένη έκδοση, συνέχισε, «προβάλλει την προσωπική αντίληψη των συγγραφέων της ως προς τα γεγονότα της παράνομης τουρκικής εισβολής και την πολιτική διαχείριση του Κυπριακού προβλήματος. Προφανώς και ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπου ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις ελεύθερα. Επομένως, εάν οι συγγραφείς και το Fisherwomxn Press που κατονομάζεται επίσης ως εκδότης του βιβλίου, ως μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας, επιθυμούν να εκδώσουν ένα βιβλίο με τις εν λόγω απόψεις  ασφαλώς και έχουν το δικαίωμα να το πράξουν. Δεν έχουν, ωστόσο, το δικαίωμα να συμπεριλαμβάνουν, χωρίς την έγκριση του, το Υφυπουργείο Πολιτισμού ως εκδότη αυτού του βιβλίου, ούτε να απαιτούν από το Υφυπουργείο να χρηματοδοτήσει, με δημόσιο χρήμα, την παραγωγή και εκτύπωσή του».

Η κ. Κασσιανίδου σημείωσε πως για την κατάσταση που προέκυψε, με την ολοκλήρωση της έκθεσης γεγονότων που ζήτησε, θα διεξαχθεί διοικητική έρευνα και απόδοση ευθυνών, όπου υπάρχουν. Όσον αφορά στην μελλοντική διαχείριση του θέματος, όπως είπε, το Υφυπουργείο θα ενισχύσει τις ρήτρες αναφορικά με εκδόσεις και άλλες δράσεις που ζητούν την χρήση του λογότυπου του Υφυπουργείου Πολιτισμού και παράγονται για σκοπούς κρατικής εκπροσώπησης σε διεθνείς διοργανώσεις,.

«Είναι εις πλήρη γνώση μου ότι οι ισορροπίες στο ζήτημα αυτό είναι λεπτές, καθότι υπάρχει η ανάγκη διαφύλαξης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος της ελεύθερης καλλιτεχνικής δημιουργίας, δικαιώματα τα οποία το Υφυπουργείο ασπάζεται, σέβεται και εμπράκτως διαφυλάττει ως κόρην οφθαλμού. Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι λυπάμαι πραγματικά και το θεωρώ άδικο που η συζήτηση γύρω από την Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής Βενετίας αντί να εστιάσει στην έκθεση που παρουσιάστηκε στο Κυπριακό περίπτερο και επάξια μας εκπρόσωπησε σε ένα σημαντικό διεθνές φόρουμ, περιστρέφεται μόνο γύρω από την εν λόγω έκδοση. Κανείς δεν σκέφτηκε να αναφερθεί στη σημασία του θέματος που επιλέχθηκε για την έκθεση αυτή, ή στην αξία της μνημόνευσης και διατήρησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που επιχειρεί», κατέληξε.

Exit mobile version