Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται ολοένα και πιο συχνά σε νεότερες γυναίκες, γεγονός που εντείνει τον προβληματισμό σχετικά με την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων πρακτικών πρόληψης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ασθενείς είναι τόσο νεαρές που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί σε οργανωμένο προληπτικό έλεγχο, ενώ οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το ζήτημα αφορά όχι μόνο την ηλικία αλλά και την αυξημένη επιθετικότητα των νεότερων περιστατικών.
Έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Radiological Society of North America (RSNA) δείχνει ότι οι γυναίκες κάτω των 50 ετών αποτελούν ένα σταθερό και σημαντικό ποσοστό νέων διαγνώσεων, με πολλούς από τους όγκους να είναι διηθητικοί και δύσκολα αντιμετωπίσιμοι.
Σε μια 11ετή αναδρομική ανάλυση αρχείων ασθενών από επτά ιατρικά κέντρα της Νέας Υόρκης, διαπιστώθηκε ότι το 20-24% των συνολικών περιπτώσεων καρκίνου του μαστού αφορά γυναίκες ηλικίας 18-49 ετών, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 42,6 έτη. Οι μαστογραφίες εντόπισαν το 41% των όγκων, ενώ το υπόλοιπο 59% ανιχνεύθηκε μετά από αξιολόγηση συμπτωμάτων. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι σε γυναίκες κάτω των 40 ετών οι όγκοι εμφανίζονται πιο επιθετικοί, συμπεριλαμβανομένου του τριπλά αρνητικού καρκίνου του μαστού – τύπου που δεν ανταποκρίνεται στις συνηθισμένες ορμονικές θεραπείες. Συνολικά, περίπου το 81% των όγκων ήταν διηθητικοί, με δυνατότητα μεταστάσεων.
«Ένα σημαντικό ποσοστό καρκίνων καταγράφεται σε γυναίκες κάτω των 40 ετών, για τις οποίες δεν υπάρχουν επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες προληπτικού ελέγχου», αναφέρει η δρ. Σταματία Δεστούνη, ακτινολόγος στο Elizabeth Wende Breast Care. «Οι ιατροί που παρακολουθούν νεότερες γυναίκες θα πρέπει να αξιολογούν εξατομικευμένα τον κίνδυνο, ώστε να εντοπίζουν όσες ενδέχεται να χρειάζονται νωρίτερα προληπτικό έλεγχο», προσθέτει.
Το «κενό» στην πρόληψη και οι συνέπειες για τις νεότερες γυναίκες
Οι ισχύουσες οδηγίες για τον προληπτικό έλεγχο εστιάζουν στις ηλικίες άνω των 40 ετών. Η U.S. Preventive Services Task Force προτείνει μαστογραφία κάθε δύο χρόνια από τα 40, ενώ η American Cancer Society συστήνει ετήσιο έλεγχο από τα 45, με δυνατότητα προαιρετικού ελέγχου μεταξύ 40 και 44 ετών. Για γυναίκες υψηλού κινδύνου —όπως εκείνες με μεταλλάξεις BRCA1 ή BRCA2— προτείνεται ετήσια παρακολούθηση ήδη από την ηλικία των 30, με μαγνητική τομογραφία και μαστογραφία. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επίσημες οδηγίες για ακόμη μικρότερες ηλικίες, γεγονός που αφήνει αρκετές γυναίκες υψηλού κινδύνου εκτός έγκαιρης ανίχνευσης. Αυτό το κενό υπογραμμίζει την ανάγκη επανεξέτασης των ηλικιακών ορίων για την έναρξη του προληπτικού ελέγχου.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι οι γυναίκες κάτω των 50 ετών αποτελούν περίπου το 20% όσων κάνουν ετήσιο έλεγχο, αλλά αντιπροσωπεύουν το 25% των διαγνώσεων. Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό ή γνωστές γενετικές μεταλλάξεις διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ακόμη και σε νεαρή ηλικία. «Ο συνδυασμός σταθερών ποσοστών εμφάνισης και δυσανάλογης επιθετικότητας των όγκων θέτει υπό αμφισβήτηση το σύστημα ελέγχου που βασίζεται αποκλειστικά στην ηλικία και υποστηρίζει μια περισσότερο προσωποποιημένη αξιολόγηση κινδύνου», σχολιάζει η δρ. Δεστούνη.
Το γεγονός ότι οι τάσεις αυτές παραμένουν σταθερές για πάνω από δέκα χρόνια υποδεικνύει ότι «δεν πρόκειται για παροδικό φαινόμενο. Είναι ένα διαρκές πρόβλημα δημόσιας υγείας που απαιτεί σοβαρή προσοχή», συνεχίζει.
Η δρ. Δεστούνη συστήνει στις νεότερες γυναίκες να παρακολουθούν τακτικά τυχόν αλλαγές στο στήθος τους και να συζητούν με τον γιατρό τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου. «Δεν μπορούμε πλέον να υποθέτουμε ότι η νεαρή ηλικία σημαίνει χαμηλό κίνδυνο. Η έγκαιρη εκτίμηση και η εξατομικευμένη πρόληψη μπορούν να σώσουν ζωές, εξασφαλίζοντας διάγνωση σε στάδιο όπου η θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική», καταλήγει.
ygeiamou.gr


