1 Δεκεμβρίου, 2025
8:39 πμ

«Μια εξόρμηση στην παλιά Λευκωσία, με φοιτητές θεολογικής σχολής του Καναδά, που μαθαίνουν Αρχαία Ελληνικά […] και πήραν και δεύτερο αρχαίο ελληνικό όνομα, συνδέοντάς το με τη γλώσσα που μαθαίνουν. Διαβάζουν Ιλιάδα και Οδύσσεια και εξιστορούν τα έπη αυτά. Δεν θέλουν να επισκεφτούν τα κατεχόμενα, μέχρι να βρεθεί δίκαιη λύση». Αυτά διάβασα στις 15.11.2025, στον «τοίχο» του κ. Βαλεντίνου Πάγκαλου στο Facebook, γραμμένα από την κ. Λίζα Θεοχαρίδη, επιστήθια φίλη του. Τεκμήρια του γεγονότος, οι συνοδευτικές φωτογραφίες.

Γεννημένος στην Αμμόχωστο το 1962, το 1974 ο κ. Πάγκαλος βίωσε την Εισβολή και την προσφυγιά. Μεταξύ άλλων, είναι Γενικός Γραμματέας του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων και αναλαμβάνει εθελοντικά ξεναγήσεις και περιηγήσεις συνόλων και ατόμων στην παλιά Λευκωσία, την Πράσινη Γραμμή, τον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, τα Φυλακισμένα Μνήματα, μουσεία, εκκλησίες και άλλα τοπόσημα. Ο ίδιος νιώθει πως με τον τρόπο αυτό προσφέρει στην πατρίδα, τη μνήμη και τον πολιτισμό και, συνάμα, διευρύνει τους δικούς του ορίζοντες. Η ξενάγηση των Καναδών φοιτητών και φοιτητριών έγινε με εισήγηση της κ. Θεοχαρίδη, η οποία τους συνάντησε στον Πεδουλά, όπου διέμεναν.

«Τι σας έκανε εντύπωση από τη γνωριμία σας με τους Καναδούς φοιτητές;», ρώτησα τον κ. Πάγκαλο. Η απάντηση πηγαία: «Καταρχάς, η πίστη τους στον Θεό και ότι μαθαίνουν Αρχαία Ελληνικά, ενώ εμείς τα καταργήσαμε και δεν μιλούμε σωστά ούτε τα Νέα Ελληνικά. Ήθελαν να επισκεφτούν εκκλησίες και παλιά κτίρια της Λευκωσίας. Γνωρίζουν για την κατοχή και δεν ήθελαν να περάσουν το οδόφραγμα. Αποχαιρετώντας τους, ευχήθηκα, όταν έλθουν ξανά στην Κύπρο, να μην υπάρχουν οδοφράγματα».

Παρομοίως εκφράστηκε και η κ. Θεοχαρίδη, η οποία και κατέγραψε ορισμένα από τα επιλεγμένα ονόματα: Αριστοτέλης, Ευνίκη, Θάλεια, Μύρων, Νέαιρα, Οδυσσέας, Σαπφώ, Φίλιππος αλλά και Αντρέας. Όπως η ίδια επισήμανε, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γνωρίζουν την ετυμολογία και το πρόσωπο αναφοράς του ονόματός τους. Το ταξίδι στην Κύπρο, με τη συνοδεία καθηγητή τους, έγινε για τη βιωματική γνωριμία με τον ελληνικό πολιτισμό και την καλλιέργεια της γλώσσας.

Η πρωτοβουλία της υιοθέτησης αρχαίων ελληνικών ονομάτων πλάι στα βαφτιστικά με ταξίδεψε στην Αθήνα, την Πελοπόννησο, τις Σέρρες, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία του 19ου αιώνα αλλά και στην Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Για παράδειγμα, στην αναγεννησιακή Ολλανδία ο Gerrit Gerritszoon έγινε Desiderius Erasmus Roterdamus, ο γνωστός μας Έρασμος. Άλλοι επέλεξαν τον εξελληνισμό και τον εξαρχαϊσμό των ονομάτων τους. Έτσι, ο καλβινιστής Johannes Hausschein και ο λουθηρανός Philipp Schwarzerde έγιναν Οικολαμπάδιος και Μελάγχθων αντίστοιχα. Καθώς, στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, η αρχαία Ελλάδα προβλήθηκε ως πρότυπο κοσμικού πολιτισμού, προσωπικότητες της Γαλλικής Επανάστασης υιοθέτησαν ονόματα ένδοξων ανδρών της. Ο Jean-Baptiste baron de Cloots έλαβε το όνομα Ανάχαρσις ενώ άλλοι επέλεξαν τα ονόματα Αριστείδης, Σωκράτης και Φωκίων.

Τι συνέβαινε, όμως, στον ελληνικό χώρο; Υπό το φως του Διαφωτισμού, οι Έλληνες άρχισαν να ανακαλύπτουν, ξανά –μετά το βίαιο ρήγμα της οθωμανικής κατάκτησης, τον «εκφυλισμό», για τον οποίον τους οικτίραν οι ξένοι και ως απάντηση σε αυτόν– το αρχαίο τους παρελθόν και να επιζητούν τη λειτουργική επανασύνδεση μαζί του. Μελετώντας την Ιστορία, ανακάλυψαν ξανά και τα ονόματα των ένδοξων προγόνων.

Ήδη, το 1803, μιλώντας στο Παρίσι, ο Αδαμάντιος Κοραής προέβαλε την απόδοση, σε ελληνικά πλοία, ονομάτων, όπως Θεμιστοκλής και Ξενοφών, ως ένδειξη της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των υποδούλων. Το 1815, ο ίδιος επαίνεσε την επαναφορά των ονομάτων αξιέπαινων Ελλήνων ως αποτύπωση της αναγέννησης του γένους θέτοντας ως γονικό χρέος την ελληνική ανατροφή και παιδεία.

Ένθερμος θιασώτης της αρχαιωνυμίας, ο ρασοφόρος ιατροφιλόσοφος Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός, εξήγησε, το 1810, σε σύγγραμμά του, πως όποιος είχε όνομα ρωμαϊκό, εβραϊκό, ρωσικό ή αραβικό, έπρεπε να το αντικαταστήσει με «ελληνικόν». Έτσι, αφενός θα δήλωνε τους δεσμούς με τους προγόνους, αφετέρου θα καθίστατο δυνητικός μιμητής των έργων τους. Ο ίδιος, τρία περίπου χρόνια αργότερα, στην Αθήνα, μεταβάπτισε στο πλαίσιο επίσημης τελετής, τους μαθητές του συνοδεύοντας τα νέα ονόματα (Περικλής, Θεμιστοκλής, κ.ά.) με το ευφυές παράγγελμα «φοβού τον Θεόν, βοήθησον την πατρίδα σου, αγάπα και την φιλοσοφίαν».

Το 1817, 16 μαθητές της Ακαδημίας των Κυδωνιών και ο Γάλλος περιηγητής Ambroise Firmin-Didote, αφού αποφάσισαν να μιλούν αντί στα νέα ελληνικά στη γλώσσα του Δημοσθένη και του Πλάτωνα, αντικατέστησαν τα ονόματά τους με αρχαιοελληνικά, επικυρώνοντας, μάλιστα, την απόφαση με ψήφισμα. Το τελευταίο υπογράφηκε από όλους με δύο ονόματα, το βαφτιστικό και το νέο: Αγγελής-Αλκιβιάδης, Διδότ-Ανάχαρσις, Ιωαννίκιος-Αριστείδης, Τζάνος-Επαμεινώνδας, Δημήτριος-Θεμιστοκλής, Θεοφάνης-Κλεάνθης, Δημήτριος Κ.-Μιλτιάδης, Βασίλειος-Αγησίλαος, Σαμουήλ-Νικίας, Ιλαρίων-Ξενοφών, Παναγιώτης-Πελοπίδας, Ιωάννης-Περικλής, Λεόντιος-Φωκίων, Κωνσταντίνος-Χαβρίας, Χαραλάμπης-Παυσανίας, Γεώργιος-Πάτροκλος, Μεθόδιος-Διογένης. Από αυτούς, οι Ιωαννίκιος-Αριστείδης, Δημήτριος-Θεμιστοκλής, Σαμουήλ-Νικίας και Ιλαρίων-Ξενοφών κατάγονταν από την Κύπρο (πληροφορία Π. Παπαπολυβίου).

Παράλληλα, στον Πύργο Ηλείας, ο Φιλικός Αντώνιος Κρεστενίτης, αφού έγινε Λυκούργος, αντικατέστησε και τα ονόματα μαθητών και συγγενών του με εκείνα «μεγάλων ανδρών».

Το φαινόμενο των αναβαπτίσεων μαρτυρείται και στις Σέρρες, στην Ελληνική Κεντρική Σχολή Αλιστράτης. «Κωνσταντίνος Καλλικλής Σερραίος», γράφτηκε, το 1848, στο απολυτήριο του Κωνσταντίνου Μάλαμα, του οποίου συμμαθητές, οι οποίοι σταδιοδρόμησαν ως δάσκαλοι, έλαβαν τα ονόματα Κλεάνωρ, Κλεομένης, Κλεόβουλος, Αριστόνικος και Θρασύβουλος.

Για τη Θράκη, σπαρταριστή μαρτυρία των αναβαπτίσεων αποτελεί το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα» (1885).Ο ίδιος ο Βιζυηνός έγινε Γοργίας, ενώ περιγράφοντας το γεγονός γράφει: «Επήρε το κονδύλι [ο διδάσκαλος] και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματα. –Πώς σε λέγουν εσένα; –Θόδωρο Μπεράτογλου. ‒Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Εσένα πώς σε λεν; ‒Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου. ‒Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου. ‒ Και μετέβαλεν ο αθεόφοβος όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα αρσενικά και θηλυκά τοιουτοτρόπως, ώστε αν συνέβαινε να έλθει εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των φιλελλήνων, θα επίστευεν ότι ανεκάλυψεν την αρχαίαν Ελλάδα με όλους τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον».

Και στην Κύπρο στροφή στα αρχαία ελληνικά ονόματα

Στροφή στα αρχαία ελληνικά ονόματα σημειώθηκε και στην Κύπρο, συμπίπτοντας, κατά τον Σίμο Μενάρδο, με την Ελληνική Επανάσταση. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη συνακόλουθη εισαγωγή των ονομάτων Όθων, Αμαλία, Όλγα και Θεσσαλία ερμηνεύεται ως τεκμήριο της ελληνικής συνείδησης των Κυπρίων και της έλξης του ελληνικού βασιλείου.

Ο λόγος μας είναι ο κόσμος μας και εμείς, ως σύνολα και ο καθένας ξεχωριστά είμαστε η γλώσσα που μαθαίνουμε και επιλέγουμε να μιλάμε. Στην Κύπρο, μας δόθηκε ως γλώσσα η ελληνική. Κατά τους αιώνες της Λατινοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας, με κομβική τη συμβολή της Εκκλησίας, η ελληνική γλώσσα καλλιεργήθηκε και διατηρήθηκε, αποτελώντας θεμέλιο της εθνικής ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων Κυπρίων. Άλλωστε, στα 1827-1828, η ελληνοφωνία αποτέλεσε, μαζί με το ορθόδοξο χριστιανικό θρήσκευμα και το «χυθέν αίμα», κριτήριο συμπερίληψης της Κύπρου στα δικαιωματικά όρια του ελληνικού κράτους, από τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Η αγάπη ξένων, όπως των Καναδών φοιτητών, για την αρχαία ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό και τα ονόματα, και η σύνδεση με την Κύπρο μαρτυρούν πως, στον τόπο αυτό, το θαύμα λειτουργεί ακόμη, σε πείσμα των καιρών και των εχθρών. Και ας επενεργεί αυτή η αγάπη ως καθρέφτης και σημείο αναφοράς, ώστε να αποτελεί η ελληνική μας γλώσσα έγνοια μας, για να μην την πληγώνουμε.

*Δρ Ιστορίας Α.Π.Θ.

Exit mobile version