Ανδρέας Μαλόρης, «Σχεδόν τα πάντα», εκδόσεις Το Ροδακιό, 2024.
Το νέο λογοτεχνικό βιβλίο του Ανδρέα Μαλόρη, το 7ο στη σειρά, περιλαμβάνει 23 ευσύνοπτα αφηγήματα. Όλα έχουν ως θεματική αφετηρία την παιδική, εφηβική και νεανική ηλικία του συγγραφέα. Όλα διακρίνονται για την ανεπιτήδευτη ευθύτητά τους, την ειλικρίνεια και την εξομολογητική τους διάθεση. Στα πλείστα από αυτά επιστρατεύεται το χιούμορ και μια έφεση διακωμώδησης ή και χλευασμού των δρωμένων.
Θεωρώ ιδιαιτέρως αρμονικό το πάντρεμα των προσωπικών – οικογενειακών βιωμάτων του συγγραφέα με τα ιστορικό – πολιτικά γεγονότα της εποχής στην οποία γίνεται αναφορά. Ο βομβαρδισμός της Τυλληρίας από την τουρκική αεροπορία, η εγκατάλειψη των μεικτών χωριών και η καταφυγή των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες, το Εθνικό Μέτωπο και οι «παλληκαριές» του, η παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β’, το πραξικόπημα και η εισβολή, όλα αυτά βαδίζουν εκ παραλλήλου με την ηλικιακή ωρίμανση του συγγραφέα από τα παιδικά χρόνια στη νεότητα. Η ματιά της παιδικής – εφηβικής αθωότητας ελαφρύνει το βάρος των γεγονότων αλλά διευκολύνει και την κατανόησή τους.
Τα πλείστα αφηγήματα στο βιβλίο προσομοιάζουν περισσότερο με τα ειδολογικά χαρακτηριστικά του χρονογραφήματος παρά του διηγήματος. Είναι σύντομα, αναφέρονται σε ενσταντανέ που δεν έχουν μεγάλη διάρκεια στο χρόνο. Έτσι δεν προλαβαίνουν να παρουσιάσουν ολοκληρωμένα τους χαρακτήρες των κεντρικών τους ηρώων. Βέβαια, αυτό ουδόλως μειώνει την αισθητική αξία των κειμένων. Αντιθέτως, το ευσύνοπτο του πράγματος, συνιστά ακόμη ένα πρόσθετο κίνητρο για τον αναγνώστη.
Ώρα όμως να γίνω πιο συγκεκριμένος. Θεωρώ το διήγημα «Το τελευταίον της ζωής μου ταξείδιον» (σελ. 105) ίσως την καλύτερη στιγμή στο βιβλίο. Πρόκειται για την ιστορία ενός παλιού αυτοκινήτου από τον Βαθύλακα της Καρπασίας στην Αχέλλεια της Πάφου και για ένα θείο που φύτευε καπνά τόσο στο σπίτι του όσο και στην προσφυγιά. Είναι ένα διήγημα μνήμης, πόνου και νοσταλγίας, ένα αφήγημα φόρος τιμής σε πρόσωπα, πράγματα, εποχές και αξέχαστα βαθιά συναισθήματα αγάπης, στοργής και τρυφερότητας.
Ωστόσο, το διήγημα με τη μεγαλύτερη ποιητική διάσταση πιστεύω πως είναι το «Δις τω αυτώ ποταμώ». (σελ. 119) Είναι πολυεπίπεδο, πλούσιο σε μηνύματα και νοήματα, αλλά και πλουραλιστικό – ευρηματικό όσον αφορά τις αφηγηματικές φόρμες. Την ίδια ώρα, το κείμενο αυτό διακρίνεται τόσο για την υπερβατικότητα, όσο και για την αφαιρετικότητά του, ενώ συνδυάζει άρτια τις βιωματικές μνήμες με πραγματικά, ιστορικά γεγονότα.
Το εισαγωγικό διήγημα στο βιβλίο θεματοποιεί μια ερωτική επιστολή του πατέρα του συγγραφέα προς τη μητέρα του, ενόσω αυτοί ήταν αρραβωνιασμένοι. Ο Α.Μ. μετέρχεται το όλο θέμα με σέβας, συναισθηματικό φόρτο και τρυφερότητα. Αφήνοντας αδιόρθωτη την ανορθόγραφη επιστολή καταφέρνει ακόμα να μεταδώσει την ηθική διάσταση και το πνεύμα της εποχής: «Παρά εγώ να βουληθό ιδέαν για σέναν να αλλάξο, μα το κορμίν μου στην φωτιά καλήτερα να κάψω. (σελ. 13)
Στο διήγημα «Η ίσια» (σελ. 39) θεματοποιείται ο ανταγωνισμός της Παφίτισσας με την Καρπασίτισσα φωνή, έχοντας ως ένα εκ των συναγωνιζομένων τον παππού του συγγραφέα. Είναι ένα γλαφυρό, παραστατικό, ευτράπελο, τρυφερό και συγκινητικό αφήγημα, που μυεί τον αναγνώστη στις παραδόσεις του λαού μας, αλλά και στα ιδιοσυγκρασιακά του χαρακτηριστικά. Δεν είναι ηθογραφία, είναι ένα εύθυμα και κριτικά σατιρικό αφήγημα, με σέβας και αγάπη προς τους πρωταγωνιστές των δρωμένων.
Ξεχωριστή αναφορά θα ήθελα να κάμω και στο διήγημα «Ο θείος Σάββας» (σελ. 57) κυρίως για τις κοινωνικές του προεκτάσεις και τα συφραζόμενα. Ο μετανάστης θείος επιστρέφει για λίγο από την Αγγλία στο νησί. Τα ενδοοικογενειακά προβλήματα και αδιέξοδα προβάλλουν ανάγλυφα, βγαίνουν στο φως με κάθε ειλικρίνεια. Οι τόνοι είναι σπαραξικάρδια εξομολογητικοί. Τα όνειρα, οι προσδοκίες κι οι ελπίδες της μάνας του Α.Μ. δεν ευοδώθηκαν και ο θείος, που μάλλον δεν ξαναεμφανίστηκε, φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων.
Σημειώνω ακόμη το διήγημα «Η παράγκα» (σελ. 25) όπου μια ερωτική ιστορία εμπλέκεται με τις διακοινοτικές ταραχές και στη μέση βρίσκεται ένας νεκρός με διφορούμενη αιτία: «…πέρσι, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο Νέαρχος βρισκόταν στις μάχες της Ομορφίτας με τον Σαμψών. Λέγανε όμως και για την Εμέλ. Την Τουρκάλα που είχε στο συνεργείο από μικρή. (σελ. 26)
Στο ευσύνοπτο «URANYA» (σελ. 69) διαβάζουμε μια ξεκαρδιστική αφήγηση για το πώς απόκτησε η οικογένεια την πρώτη της, φυσικά μαυρόασπρη, τηλεόραση. Η πληροφορία έφτανε πια αλλιώς στο σπίτι. Εδώ παρατηρούμε μια ναΐφ προσέγγιση μέσα από εξίσου ναΐφ διαλόγους. Και το σκωπτικό σχόλιο του συγγραφέα: «Τηλεοράσεως εκπεμπούσης κάθετί παυσάτω». (σελ. 71)
Αρκετά περιστατικά στο βιβλίο έχουν και ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, όπως το ξύλο που έδωσε η γιαγιά του Α.Μ. στο μικρό καλογεράκι της Μονής Αγίου Νεοφύτου, που λίγες δεκαετίες μετά έγινε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος ο Β’ (σελ. 15). Το αναμνηστικό αυτής της χειροδικίας – «χειροτονίας» ήταν μα ουλή στο δεξί του χέρι: «Εκεί όπου χιλιάδες πιστοί σκύβουν κάθε χρόνο ευλαβικά πάνω από το αυτόγραφο της γιαγιάς» (σελ. 18) όπως σημειώνει, μάλλον με ευχαρίστηση, ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο αναφέρονται και κάποια ενδεικτικά, αποκαλυπτικά στοιχεία για την μετέπειτα πορεία του Α.Μ. Ακόμα κι όταν η φιλόλογός του στο σχολείο τού έγραψε στο τετράδιο των εκθέσεων με κόκκινο μελάνι: «Θα πρέπει να περιορίσεις τη φαντασία σου». (σελ. 36)
Ο Α.Μ. έχει δώσει αξιόλογα δείγματα γραφής τόσο ως πεζογράφος, όσο και ως ποιητής. Αφού το «παλμαρέ» του περιλαμβάνει τρία ποιητικά και τέσσερα πεζογραφικά βιβλία. Εκφράζω τη βεβαιότητα ότι θα επανέλθει και στο ένα λογοτεχνικό είδος και στο άλλο. Θέλω να ολοκληρώσω την παρουσίαση με μια ποιητική στιγμή από αυτό το πεζογραφικό βιβλίο: «Σ’ ένα εξάμηνο, το πολύ, λέμε να γράψουμε ιστορία, μα ο χρόνος βαριά βοϊδάμαξα ίσα που τρίζει». (σελ. 115)