16 Ιουνίου, 2025
12:27 πμ

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 27 χρόνια από τότε που ένιωσα για πρώτη φορά τη λεγόμενη «ανάσα του διαβόλου». Εννοώ τον καυτό λίβα της Τίμης, που ράπισε για πρώτη φορά την έκπληκτη μουτσούνα μου καθώς αποβιβαζόμουν από το αεροπλάνο.

Δεν μπήκα αμέσως στο νόημα. Τον πρώτο μήνα έκανα ταχύρρυθμη… ακουστική εκπαίδευση για να αποκρυπτογραφήσω τα παφίτικα. Έκτοτε, είμαι παθητικός ομιλητής –ακροατής δηλαδή- της κυπριακής διαλέκτου.

Από τον Ιούνιο του 1998 μέχρι σήμερα που διαμένω μόνιμα στην Κύπρο, προσπαθώ ακόμη να πιέσω το μυαλό μου να κάνει την υπέρβαση και να ολοκληρώσει τον συνειρμό που εξηγεί γιατί οι αυτόχθονες έχουν αυτή την άσπονδη σχέση με την ίδια τους τη λαλιά. Αν ήταν πυρηνική φυσική, μέχρι τώρα θα το είχα συλλάβει. Έχω την αίσθηση ότι εδώ ακόμη και μεγαλοσχήμονες κοινωνιογλωσσολόγοι και εθνοψυχολόγοι θα έσκιζαν τα πτυχία τους.

Η κυπριακή κοινωνία, πέντε δεκαετίες μετά την καταστροφή του 1974, εξακολουθεί να βιώνει τις συνέπειες ενός βαθύτατου τραύματος: πολιτικού, ιστορικού, υπαρξιακού. Οι Κύπριοι εξ απαλών ονύχων (μαθαίνουν να) βιώνουν τη γλωσσική τους εμπειρία ως ελάττωμα. Η συλλογική αμηχανία απέναντι στη διάλεκτο είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα, παρότι είναι δεδομένο ότι προϋπήρχε της εισβολής.

Πολλοί είναι οι Ελληνοκύπριοι που επιμένουν να θεωρούν την ντοπιολαλιά τους ντροπή, κουσούρι ή απειλή για την «εθνική ταυτότητα». Στην καλύτερη περίπτωση την κατατάσσουν στη σφαίρα του φολκλόρ. Αυτό το εκφράζουν έντονα και υποτιμητικά και συχνά παίρνει και επίσημη μορφή, μέσω της αποσιώπησής της στη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, τις τέχνες, ή σε επίσημες διεθνείς εκπροσωπήσεις.

Εξ ου και η αντίδραση, πρόσφατα, με τον περιβόητο κατάλογο της κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. Κάτι μου λέει ότι αν εκείνη έκδοση ήταν γραμμένη λ.χ. στα γκρεκάνικα, αντί για την ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διάλεκτο, θα προκαλούσε λιγότερο σούσουρο. Όσοι διαφωνούν μ’ αυτή την εκτίμηση ας δουν πόσο εύκολα μόλις αντιπαρήλθαν της διατύπωσης «γκρεκάνικα», αντί για «γραικανική διάλεκτο» που είναι το πιο επίσημο και σωστό. Αν έγραφα, όμως, «κυπριακά» ή «ελληνοκυπριακά» θα έβρισκαν υπαρξιακής σημασίας το να παίζουν με τις λέξεις και θα πετούσαν ήδη βελάκια στη φωτογραφία μου.

Ο συνειρμός που λέγαμε παραμένει άφθαστος. Στον δικό μου, ποντιακό νου, σε καμία περίπτωση η διάλεκτος δεν υπονομεύει την εθνική ταυτότητα. Αντίθετα, την εμπλουτίζει.

Η ενοχοποίηση της διαλέκτου ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την εσωτερίκευση μιας ακατανόητης αιδούς και μιας σύγχυσης. Άπτεται της ιδιομορφίας της σχέσης με τη μητροπολιτική Ελλάδα και την αθηναϊκή κοινόλεκτο, όπως επίσης του τραύματος του 1974 που παραμένει ανεπεξέργαστο. Στα δικά μου μάτια, πάντως, συνιστά συνιστά έναν από τους αδιόρατους, όσο και βαθιά ριζωμένους μηχανισμούς αυτοϋπονόμευσης. Θυμίζει ένα σχιζοειδής υφής και εντελώς ανούσιο αυτομαστίγωμα.

Μια διάλεκτος που τρίβεται στις μυλόπετρες της καθημερινότητας, είναι ένας ολοζώντανος, δυναμικός και ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένος τρόπος έκφρασης, ο οποίος φέρει μέσα του αιώνες επιρροών, συμβιώσεων και διασταυρώσεων. Είναι ευτράπελο να βγάζει κάποιος σπυριά όταν εν τη ρύμη του λόγου την αποκαλέσει κάποιος άλλος και «γλώσσα», επειδή «δεν έχει στρατό και στόλο»- για να παραφράσουμε το γνωστό ευφυολόγημα του Μαξ Βάινραϊχ. Είναι ακατανόητο γιατί προκαλεί τόση δυσανεξία η δημόσια χρήση της, δεδομένου πως είναι αστείο και να συζητάμε ακόμη ότι υπάρχει πιθανότητα να καθιερωθεί ποτέ ως επίσημη γλώσσα.

Πρόσφατα παρακολούθησα την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία «Kneecap» του Ριτς Πέπιατ, όπου το φερώνυμο ιρλανδόφωνο χιπ-χοπ τρίο αφηγείται μυθοπλαστικά τη συμβολή του στην αναβίωση μιας γλώσσας ενάντια στο κατεστημένο. Εννοείται ότι υπάρχουν ξεκάθαρες διαφορές και ότι οποιαδήποτε αναγωγή δεν μπορεί να ευθεία. Κρατάω όμως μια ατάκα του μέλους τους, Μο Χάρα, που κοιτάζοντας στην κάμερα λέει: «Έχετε ακούσει για το διαγενεακό τραύμα, σωστά; Η ιστορία μας έχει γίνει η βιολογία μας. Είναι λες και το τραύμα που υπέστησαν οι πρόγονοί μας να έχει εισχωρήσει στον γενετικό μας κώδικα».

Εδώ σηκώνει μια αναλογία, δεδομένου ότι στην Κύπρο το τραύμα έχει κακοφορμίσει, έγινε ένα απόστημα που τουμπάνιασε και ενδεχομένως να προκαλεί αυτή τη δυσφορία ταυτότητας. Προφανώς, παίζει τον ρόλο του και το γεγονός ότι το σκουριασμένο μαχαίρι της κατοχής στριφογυρίζει ακόμη στην πληγή.

Εξ όσων γνωρίζω, η επίσημη πολιτική της ελεύθερης πλευράς μας δεν είναι η Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η πάση θυσία υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ όμως μοιάζει να έχουμε μια οντότητα που αξιώνει αυτοδιάθεση χωρίς να αντέχει την ίδια της τη φωνή. Παράλληλα, διατηρεί αναλλοίωτη την εμμονή με την προστασία μιας «ελληνικότητας», την οποία στην ουσία της, από πολιτιστικής και γλωσσικής σκοπιάς, κανείς δεν αμφισβητεί. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η διάλεκτος λειτουργεί και η ίδια ως τραύμα. Ή τουλάχιστον ξύνει άθελά της το υφιστάμενο.

Άλλο επίκριση και άλλο λογοκρισία

Ο διχασμός και η πόλωση ανήκουν στα κουσούρια της φυλής. Λειτουργεί σχεδόν σαν εθνικό αντανακλαστικό, σύνηθες σε κοινωνίες όπου οι θεσμοί δυσκολεύονται να διαχειριστούν συλλογικά τραύματα ή ιδεολογικές συγκρούσεις. Την εβδομάδα που μας πέρασε η ελλαδική ΜΚΔόσφαιρα διχάστηκε σε… αρκουδιάρηδες και αντιαρκουδιάρηδες, με αφορμή τον θάνατο ενός ορειβάτη στη Δράμα. Φανταστείτε τι γίνεται με πιο σύνθετα θέματα. Σ’ αυτό που προέκυψε με την Μπιενάλε, ομολογώ ότι παρασύρθηκα κι εγώ και μάλλον ήμουν πιο σκωπτικός και διχαστικός απ’ ό,τι έπρεπε.

Η ουσία όμως δεν βρίσκεται στο ύφος μου. Είναι δικαίωμά μου να λέω τη γνώμη μου, ακόμη και με φαιδρό τρόπο. Άλλο πράγμα όμως να εκφράζεις μια γνώμη ή να επικρίνεις, ακόμη και αδυσώπητα, τη γνώμη κάποιου άλλου και άλλο πράγμα να λογοκρίνεις. Η διαφορά είναι σαφής και βαθιά. Κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα από έναν βουλευτή, έναν δημοσιογράφο, την Υφυπουργό, τον Πρόεδρο τον ίδιο, να κρίνει ένα κείμενο ως απαράδεκτο. Εδώ είμαστε να συζητάμε. Το κρατικό «ψαλίδι», όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και δημιουργεί πολύ επικίνδυνα θεσμικά και ηθικά προηγούμενα.

Στην έωλη και κουτοπόνηρη –αν μου επιτρέπεται να είμαι επικριτικός- υποθετική ερώτηση «αν θα υπερασπιζόμουν το δικαίωμα ενός καλλιτέχνη να εκθειάζει τον Γρίβα», η απάντηση είναι ανενδοίαστα «ναι». Χωρίς «μεν αλλά». Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι κάποιος θεσμός θα του το αφαιρούσε. Αυτό δεν με εμποδίζει να κρίνω ή και να κατακρίνω έναν καλλιτέχνη και το έργο του. Το ίδιο ισχύει και για την έκδοση. Η οποία, μεγαλοφυής ή προβληματική, εκφράζει τον συγγραφέα και όχι τον εκδότη- χρηματοδότη.

Ελεύθερα, 15.6.2025

Exit mobile version