Σε λίγες μέρες θα βυθιστούμε, παρέα με εκατομμύρια άλλους θεατές, μέσα στο τρίτο κεφάλαιο του «Avatar», σμιλεμένου μέσα σε «Φωτιά και Στάχτη». Είναι απίστευτο πως έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνο το κινηματογραφικό «μπιγκ-μπανγκ» που γέννησε τον πλανήτη Πανδώρα σε όλο του το τρισδιάστατο μεγαλείο.
Τα πεντέμισι δισεκατομμύρια σε εισπράξεις δικαιολογούν μία απόπειρα ανάλυσης -για να μην πω ψυχανάλυσης- του «αβαταριανού» φαινομένου. Κατ’ αρχήν αξίζει να θυμόμαστε πως ο Τζέιμς Κάμερον δεν θέλησε να φτιάξει ένα ακόμη μπλοκμπάστερ. Η καλλιτεχνική κατασκευή του ήταν πολύ πιο φιλόδοξη: ένας κρυστάλλινος καθρέφτης, επάνω στον οποίο θα αντικρύζαμε τα όνειρα, τις φοβίες και τα τραύματα αυτού του θαυμαστού, τραγικού και ματαιόδοξου όντος που λέγεται άνθρωπος.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του σκηνοθέτη, η μυθολογία του «Avatar» στεγάζει μια σειρά από θεματικές με επίκεντρο τον Δυτικό Πολιτισμό: ρατσισμός, γενοκτονία, αποικιοκρατία, καπιταλισμός, καταστροφή του περιβάλλοντος, απώλεια πνευματικότητας, κρίση ταυτότητας και ηθικής.
Πίσω από τα μακρόστενα, γαλάζια σώματα των Νάβι, το Δέντρο των Ψυχών και την παρθενική φύση της Πανδώρα, κρύβονται επιμελώς δραματικά γεγονότα που έχουν σημαδέψει την Αμερική: η γενοκτονία των αυτόχθονων Ινδιάνων, ο πόλεμος του Βιετνάμ, η εισβολή στο Ιράκ, τα τραγικά γεγονότα του 9/11… Οι δε «κακοί» της υπόθεσης -ο συνταγματάρχης Μάιλς Κουάριτς και η μοχθηρή Διοίκηση Ανάπτυξης Πόρων- δεν είναι παρά σκοτεινές, κινηματογραφικές ενσαρκώσεις της Δύσης.
Ο «λευκός μεσσίας» και η «ρομαντική φύση»
Θα έλεγα πως η παρακολούθηση του εκάστοτε «Avatar», ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, αποτελεί μία υποσυνείδητη καταβύθιση στην «πολιτισμένη» μας ενοχή. Σε προσωπικό επίπεδο, ο θεατής ταυτίζεται με τον παράλυτο καταδρομέα Τζέικ Σάλι και με το εξιδανικευμένο του «άβαταρ».
Γίνεται ο ατρόμητος, ευαίσθητος ηγέτης και μαχητής, με την εξωτική Νεϊτίρι πάντοτε στο πλευρό του. Αισθάνεται σαν να ξεπλένει τις ενοχές της συλλογικής Δύσης, αποκαθιστώντας τη σχέση του με τον φυσικό κόσμο, αλλά και με το παιδί μέσα του, το οποίο εξακολουθεί να ονειρεύεται κόσμους πιο αθώους και μαγικούς.
Όχι τυχαία, κάποιοι κριτικοί έχουν κατηγορήσει τη σειρά πως αναπαράγει το σύνδρομο του «λευκού μεσσία», προστάτη όλων των «άγριων ευγενών». Το ότι τους τελευταίους υποδύονται Αφροαμερικανοί ηθοποιοί σίγουρα δεν βοηθά την «αβαταριανή» υπεράσπιση. Έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για ταινίες φορτωμένες στις αντιφάσεις.
Για παράδειγμα, ενώ η κινηματογραφική Πανδώρα και οι κάτοικοί της είναι υποπροϊόντα του C.G.I. και του motion capture, η ίδια η ταινία στέκεται απέναντι στην τεχνολογία και την εκμετάλλευση του περιβάλλοντος. Μοιάζει σαν οικολογικό μανιφέστο, νοητό πέρασμα σε μιαν άλλη πνευματικότητα, με όχημα τη ρομαντικοποιημένη, σχεδόν αγιοποιημένη φύση.
Σε αυτό το σκηνικό, ο θεατής-Τζέικ μεταμορφώνεται σε μικρό θεό, ακριβώς όπως η ινδουιστική μετάφραση του όρου «άβαταρ» υπονοεί. Το «πρόβλημα» είναι το εξής: όταν το εντυπωσιακό, τρίωρο κινηματογραφικό ταξίδι τελειώνει, προσγειωνόμαστε πίσω στην ταπεινή μας Γη, με όλα της τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και τους πολέμους – εσωτερικούς και εξωτερικούς.
Ο Τζέικ, η Νεϊτίρι και οι ήρωες της διπλανής μας πόρτας

Τότε, οι «μικροί θεοί» Τζέικ και Νεϊτίρι, ξαναγίνονται ο Τζον, ο Κώστας, η Κάντι και η Κιμ της διπλανής μας πόρτας. Όχι τυχαία, τα περιστατικά κατάθλιψης αυξήθηκαν μετά την παρακολούθηση των δύο πρώτων «Avatar». Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, πρόκειται για τυπικά συνεπακόλουθα του «συνδρόμου Πρωτέας».
Βρισκόμενος στη σκοτεινή αίθουσα, ο θεατής αισθάνεται να παίρνει χαρακτηριστικά του κινηματογραφικού ήρωα, με τη βοήθεια του 3D και των λοιπών ψηφιακών τεχνολογιών. Η αυτόματη απώλεια του ιδανικού, τον θέτει αντιμέτωπο με την -πιθανό μίζερη- εικόνα που βλέπει στον καθρέφτη. Η λύση βρίσκεται στην επαφή με την πραγματική ζωή, στο φωτεινό αγκάλιασμα της «γκρίζας» καθημερινότητας, μακριά από τεχνητούς παραδείσους.
Οφείλουμε πάντοτε να θυμόμαστε πως οι ίσκιοι που παρελαύνουν επί της οθόνης είναι αυτό που ο φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ αποκαλεί «προσομοίωση». Η επική κατασκευή του Κάμερον δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή κάποιου. Πολύ περισσότερο, δεν θα επουλώσει τα τραύματα και τις συλλογικές ενοχές. Το πολύ-πολύ θα φωτίσει ξανά αθέατες περιοχές που γνωρίζουμε καλά, γιατί είναι μέσα μας.
Όσοι από εμάς διαθέτουμε κάποιο απόθεμα ευαισθησίας, ίσως αναγνωρίσουμε στον φτωχό και ασθενή γείτονά μας ή στο μετανάστη που κουβαλά το φαγητό μας, κάποιον άλλο Νάβι. Μάλλον δεν θα είναι εντυπωσιακός, ούτε θα μας έρχεται από κάποιο πλανήτη μακρινό, καβάλα σε ένα πτερόσαυρο. Θα είναι όμως δίπλα μας. Κι ίσως θα έχει, μαζί με το φαγητό μας, κάποιο μήνυμα να μας δώσει, για να κάνει τα φετινά μας Χριστούγεννα πραγματικά χαρούμενα…
Ελεύθερα, 14.12.2025









