19 Οκτωβρίου, 2025
12:04 μμ

Οι «εκλογές» της 19ης Οκτωβρίου 2025 για την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα είναι οι 11ες από το 1976, όταν για πρώτη φορά μετά την εισβολή οι Τουρκοκύπριοι κατήλθαν στις κάλπες στο χωριστό πολιτικό πλαίσιο που δημιούργησε η διχοτόμηση.

Το «πολιτειακό σύστημα» των κατεχομένων χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «ημιπροεδρικό σύστημα», καθώς φέρει στοιχεία τόσο του κοινοβουλευτικού όσο και του προεδρικού μοντέλου. Ο «πρόεδρος» εκλέγεται άμεσα από τους  πολίτες και, σύμφωνα με το «σύνταγμα», συμμετέχει μαζί με το «υπουργικό συμβούλιο» στην εκτελεστική εξουσία. Στην εσωτερική πολιτική, οι βασικές εκτελεστικές αρμοδιότητες ανήκουν στον «πρωθυπουργό» και το «υπουργικό συμβούλιο», ενώ στην εξωτερική πολιτική τον κύριο ρόλο έχει ο «πρόεδρος». Η πρακτική εφαρμογή αυτής της αρμοδιότητας είναι περιορισμένη, στο πλαίσιο της μη αναγνώρισης της «ΤΔΒΚ». Ο «πρόεδρος της ‘ΤΔΒΚ’» ουσιαστικά συμμετέχει, πέρα από τις επαφές με την Τουρκία, σε συναντήσεις του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών (TDT) και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), στους οποίους η «ΤΔΒΚ» έχει αποκτήσει καθεστώς παρατηρητή τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η κύρια και θεσμικά κατοχυρωμένη αποστολή του «προέδρου» είναι να εκπροσωπεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, με την ιδιότητα του ηγέτη της κοινότητας.

Ο «πρόεδρος της ‘ΤΔΒΚ’» εκλέγεται για θητεία πέντε ετών, ενώ δεν υπάρχει περιορισμός ως προς τον αριθμό των θητειών. Για να εκλεγεί ένας υποψήφιος από τον πρώτο γύρο, πρέπει να συγκεντρώσει το 50% συν μία των έγκυρων ψήφων. Αν κανείς υποψήφιος δεν φτάσει αυτό το ποσοστό, διεξάγεται δεύτερος γύρος. Από τις συνολικά δέκα «προεδρικές εκλογές» που διεξήχθησαν από το 1976 μέχρι σήμερα, οι τέσσερις (το 1995, 2000, 2015 και 2020) οδηγήθηκαν σε δεύτερο γύρο.

>Από το 1976 έως το 2000, ηγέτης της κοινότητας ήταν ο Ραούφ Ραΐφ Ντενκτάς  

>Το 2005 εξελέγη ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ

> Το 2010 ο Ντερβίς Έρογλου

> Το 2015 ο Μουσταφά Ακιντζί και

>Το 2020 ο Ερσίν Τατάρ

Όλοι οι ηγέτες, πλην του Τατάρ, συμμετείχαν σε διαπραγματεύσεις για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Από τον Απρίλιο του 2003 και έπειτα, όλοι εκτός του Τατάρ συνέβαλαν στο άνοιγμα οδοφραγμάτων. Επιπλέον, κανείς από τους προκατόχους του Ντενκτάς δεν κατάφερε να επανεκλεγεί στην ηγεσία της κοινότητας. Κατά την περίοδο μετά τα δημοψηφίσματα του 2004, η εναλλαγή μεταξύ υποψηφίων της δεξιάς και της αριστεράς κυριαρχεί. Αν επανεκλεγεί ο Ερσίν Τατάρ, τότε για πρώτη φορά από την αποχώρηση Ντενκτάς, τόσο το ίδιο πρόσωπο όσο και η δεξιά θα διατηρήσουν την «προεδρία» για δύο συνεχόμενες θητείες.

Το πλαίσιο των «εκλογών» του 2025

Όπως είναι φυσιολογικό, η κάθε μια ψηφοφορία για την ανάδειξη του ηγέτη της κοινότητας είχε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αναλόγως των ιστορικών και πολιτικών συγκυριών. Η φετινή αναμέτρηση δεν συνιστά απλά μια διαδικασία πολιτικής συνέχειας ή διαδοχής σε ένα πολιτικό σύστημα που είναι σε μεγάλο βαθμό απομονωμένο από τη διεθνή νομιμότητα και εξαρτημένο από την Άγκυρα. Αντιθέτως, πρόκειται για μια κρίσιμη αναμέτρηση, η οποία ακριβώς λόγω της απομόνωσης και της βαθιάς εξάρτησης του πολιτικού συστήματος συνοψίζει βαθύτερα ερωτήματα ταυτότητας και γεωπολιτικής θέσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο ευρύτερο κυπριακό και περιφερειακό πλαίσιο. Έστω και αν υπάρχουν πολλά δομικά όρια ενάντια στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της επιρροής του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, εντούτοις είναι γεγονός ότι οι ιδιαιτερότητες της σημερινής συγκυρίας, οι μετατοπίσεις στο εκλογικό σώμα, οι επιλογές των βασικών υποψηφίων, αλλά κυρίως η βιωμένη εμπειρία των τελευταίων χρόνων διαμορφώνουν ένα τοπίο στο οποίο οι «εκλογές» αποκτούν χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Ενός δημοψηφίσματος που δεν σχετίζεται τόσο με την έγκριση ή απόρριψη πολιτικών θέσεων και υποσχέσεων των υποψηφιοτήτων, αλλά με το τι η πλειοψηφία της κοινότητας θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι οι σχέσεις της με την Άγκυρα και με τους Ελληνοκύπριους στο άμεσο μέλλον.  

Η περίοδος που προηγήθηκε της φετινής εκλογικής αναμέτρησης σημαδεύτηκε από την παρουσία Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, η οποία προέκυψε υπό συνθήκες ενός πολιτικού πραξικοπήματος της Τουρκίας ενάντια στον Μουσταφά Ακιντζί το 2020. Είναι γεγονός ότι η τραυματική για πολλούς εμπειρία του 2020 δεν αποτέλεσε ποτέ το επίκεντρο ισχυρών πολιτικών ή ακαδημαϊκών αναζητήσεων μέχρι και σήμερα. Συνεπώς παρέμεινε ως μια «εφιαλτική περίοδος» την οποία μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας απεχθάνεται, αλλά που η αντιμετώπιση των αιτιών της δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της ημιτελούς διαδικασίας ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου μετώπου αντιπολίτευσης ενάντια στις παρεμβάσεις της Τουρκίας, το οποίο έμεινε αυθόρμητο, ανοργάνωτο και ιδεολογικά ανομοιογενές χωρίς κανένα ξεκάθαρο πολιτικό στόχο. Είναι ακριβώς επί της συγκεκριμένης αντίδρασης που η υποψηφιότητα Τουφάν Έρχιουρμαν απέκτησε δυναμική. Η συγκεκριμένη υποψηφιότητα για την ηγεσία της κοινότητας σηματοδοτεί την προσπάθεια ανασυγκρότησης ενός εναλλακτικού πολιτικού πόλου, στηριζόμενου στην επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας και στην αναζωογόνηση των σχέσεων με την Τουρκία σε βάση αμοιβαιότητας και όχι υποτέλειας.

Οι «εκλογές» αυτές διεξάγονται μέσα σε μια κοινωνία βαθιά διαιρεμένη, δημογραφικά μετασχηματισμένη και θεσμικά αποδυναμωμένη. Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, αποτελούν ένα σημείο καμπής: ίσως την τελευταία εκλογική αναμέτρηση στην οποία ο πυρήνας της τουρκοκυπριακής πολιτικής βούλησης διατηρεί ακόμη πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.

Διαφορετικές ερμηνείες για την «τουρκοκυπριακήκυριαρχία»

Η αναμέτρηση του 2025 συγκεντρώνει δύο προσωπικότητες που ενσαρκώνουν όχι απλώς διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, αλλά και σχετικά αποκλίνουσες ερμηνείες της έννοιας της τουρκοκυπριακής κυριαρχίας.

>Ο Ερσίν Τατάρ γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και προέρχεται από οικογένεια με βαθιές ρίζες στην τουρκοκυπριακή πολιτική ιστορία. Ο πατέρας του, Ρουστέμ Τατάρ, υπήρξε σημαίνουσα μορφή της τουρκοκυπριακής ηγεσίας· διετέλεσε Γενικός Ελεγκτής της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την ίδρυσή της το 1960 και αργότερα ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του «Υπουργού Οικονομικών» των Τουρκοκυπρίων, από το 1967 έως και την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» το 1983. Η μητέρα του, Τζανέβ, απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν οκτώ ετών. Ο παππούς του υπήρξε στενός συνεργάτης του Φαζίλ Κιουτσούκ, πρώτου Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο Τατάρ φοίτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1982. Η επαγγελματική του διαδρομή ξεκίνησε στο Λονδίνο, με εργασία στην εταιρεία Price Waterhouse. Ακολούθησε θητεία στον επιχειρηματικό κολοσσό Polly Peck, όπου συνεργάστηκε στενά με τον Κύπριο επιχειρηματία Ασίλ Ναδίρ. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθυντικές θέσεις στον τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας και των μέσων ενημέρωσης, μεταξύ άλλων και ως οικονομικός διευθυντής του τηλεοπτικού σταθμού Show TV στην Κωνσταντινούπολη. Το 1996 ίδρυσε τον πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό στα κατεχόμενα, το Kanal T, ο οποίος για πολλά χρόνια λειτούργησε ως εκφραστικό όργανο του Ραούφ Ντενκτάς.

Η επιστροφή του στα κατεχόμενα συνοδεύτηκε από την είσοδό του στην πολιτική μέσω του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (UBP). Εκλέχθηκε «βουλευτής» το 2009, διετέλεσε «Υπουργός Οικονομικών» και αργότερα, το 2019, ανέλαβε Πρωθυπουργός. Το 2020 εξελέγη ηγέτης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, μετά από το γνωστό και ως πολιτικό πραξικόπημα της Άγκυρας ενάντια στον Μουσταφα Ακιντζί.

>O Τουφάν Έρχιουρμαν, προερχόμενος από τη νέα τουρκοκυπριακή αριστερά, είναι ο βασικός αντίπαλος του Τατάρ. ΟΈρχιουρμαν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970. Οι πανεπιστημιακές σπουδές του ολοκληρώθηκαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Άγκυρας, από την οποία αποφοίτησε το 1992. Αμέσως μετά ανέλαβε καθήκοντα επιστημονικού συνεργάτη στο Τμήμα Διοικητικού Δικαίου της ίδιας Σχολής, ενώ δίδαξε μαθήματα όπως Εισαγωγή στο Δίκαιο, Διοικητικό Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο και στα Πανεπιστήμια Hacettepe και Μέσης Ανατολής (ODTÜ). Ανακηρύχθηκε διδάκτορας Νομικής με διατριβή με θέμα «Η Εξωδικαστική Εποπτεία της Διοίκησης και ο Θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη» και συμμετείχε σε ειδικές επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Τουρκικής Δημοκρατίας για τη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου του Συνηγόρου του Πολίτη.

Το 2001 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό της Νομικής Σχολής του «Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου», ενώ για ένα χρονικό διάστημα δίδαξε και στη Νομική Σχολή του «Πανεπιστημίου Εγγύς Ανατολής». Αυτή ήταν και μια περίοδος ιδιαίτερα έντονης πολιτικοποίησης εξαιτίας των εξελίξεων στο Κυπριακό. Ο Έρχιουρμαν τόσο ως ακαδημαϊκός, όσο και ως ακτιβιστής υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2004, ήταν από τις νεαρές τότε προσωπικότητες που εξέφρασαν το νέο πολιτικό κλίμα που οδήγησε στην κατάρρευση της εξουσίας Ντενκτάς. Εκείνη ήταν άλλωστε και η βασική διαδικασία που «σφράγισε» τις αντιλήψεις και τις πολιτικές θέσεις ενός μεγάλου μέρους της νέας τουρκοκυπριακής Αριστεράς, βασική προσωπικότητα της οποίας είναι και ο Τουφάν Έρχιουρμαν.  

Το 2005 συμμετείχε στην Ομάδα Διαπραγμάτευσης του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, αλλά και στις επιτροπές που εργάστηκαν για τη δημιουργία της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας. Το 2013 για πρώτη φορά εξελέγη «βουλευτής» Λευκωσίας με το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα. Ενώ μετά από δύο μόλις χρόνια εκλέγηκε και στη νευραλγική θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος. Το 2016 εξελέγη Πρόεδρος του κόμματος στο 26ο Συνέδριό του και το 2018 ανέλαβε τη θέση του «πρωθυπουργού» στην τότε τετρακομματική «κυβέρνηση» που συγκροτήθηκε από το Ρεπουμπλικανικό, το Κόμμα του Λαού, το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας και το Δημοκρατικό Κόμμα. Όπως γίνεται κατανοητό, η άνοδος του σε πολιτικά αξιώματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δηλώνει τόσο τη ρευστότητα του πολιτικού συστήματος των κατεχομένων, όσο και την ικανότητα του ίδιου του Έρχιουρμαν να αντιλαμβάνεται τα πολιτικά κενά.

Ποιοι στοιχήθηκαν πίσω από Τατάρ και Ερχιουρμάν

Οι δύο βασικοί υποψήφιοι, αν και εμφανίζονται να υπερασπίζονται αμφότεροι την τουρκοκυπριακή κυριαρχία, συγκρούονται επί της ουσίας για το τι σημαίνει αυτή, ποια μορφή πρέπει να λάβει και ποια είναι η σχέση της με την Τουρκία και το διεθνές σύστημα. Η εκλογική τους αντιπαράθεση, συνεπώς, δεν είναι μόνο πολιτική αλλά βαθιά ιδεολογική και θεσμική. Μια άλλη διαφορά των δύο βασικών υποψηφίων βρίσκεται και στις πολιτικές συμμαχίες που συγκροτήθηκαν. Από τη μια πλευρά ο Ερσίν Τατάρ και η πολιτική θέση περί λύσης δύο κρατών στηρίζεται από τους βασικούς άξονες της τουρκοκυπριακής και τουρκικής δεξιάς και ακροδεξιάς στα κατεχόμενα. Μαζί με τα δύο παραδοσιακά τουρκοκυπριακά κόμματα της Δεξιάς, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό, την υποψηφιότητα Τατάρ στηρίζει και το Κόμμα Αναγέννησης της Δεξιάς και ακροδεξιάς των εποίκων. Φαίνεται ότι παρουσιάζει ιδεολογική ομοιογένεια σε μεγαλύτερο βαθμό εάν συγκριθεί με τη συμμαχία στήριξη του Έρχιουρμαν.

Ο Τουφάν Έρχιουρμαν στηρίζεται από ένα ιδιαίτερα ανομοιογενές σύνολο αντιπολιτευτικών δυνάμεων. Εκτός από τα βασικά κόμματα της Αριστεράς, το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, ο Έρχιουρμαν στηρίζεται από τον Σερντάρ Ντενκτάς και από άλλες προσωπικότητες της κεντροδεξιάς. Στήριξη στην υποψηφιότητα του ανακοίνωσαν ακόμα και κάποιοι μικρότεροι σύνδεσμοι εποίκων στα κατεχόμενα. Ουσιαστικά η βιωμένη εμπειρία της προηγούμενης περιόδου συνέβαλε στο σχηματισμό ενός μεγάλου μετώπου αντίδρασης ενάντια στη «κυβέρνηση». Η αντίδραση ενάντια στις πρακτικές της «κυβέρνησης» τελικά αξιοποιήθηκαν από την αντιπολίτευση για να δυναμώσει και η τάση εναντίον του Τατάρ. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η υποψηφιότητα Έρχιουρμαν κατάφερε να συσπειρώσει όχι τόσο τις διαφωνίες των Τουρκοκυπρίων με την πολιτική Τατάρ στο Κυπριακό, όσο την κοινωνική αντίδραση ενάντια στην πολιτική υποτέλειας, νεποτισμού και της γενικής σήψης του πολιτικού συστήματος.

Η Άγκυρα ως καθοριστικός παίκτης

Η σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα συνιστά διαχρονικά έναν από τους βασικούς καθοριστικούς παράγοντες της πολιτικής δυναμικής στα κατεχόμενα, όμως στις «προεδρικές εκλογές» του Οκτωβρίου 2025 αποκτά έναν αναβαθμισμένο χαρακτήρα. Είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα ένα από τα πολλά και σημαντικά διακυβεύματα της ψηφοφορίας. Οι σχέσεις των Τουρκοκυπρίων με την Τουρκία του Ερντογάν σε συνθήκες συνέχισης της διχοτόμησης δεν αποτελούν μόνο μια εξωτερική μεταβλητή. Αντίθετα είναι περισσότερο ένα «εσωτερικό διακύβευμα» του ίδιου του πολιτικού και ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η πολιτική παρέμβαση της Άγκυρας, είτε με θεσμικά μέσα είτε μέσω παρασκηνιακών μηχανισμών, έχει καταστεί ένα διαρκές φαινόμενο. Ωστόσο, μετά την κρίσιμη καμπή του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία και την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017, η εμπλοκή του τουρκικού κράτους εισέρχεται σε μια φάση ποιοτικής μεταβολής. Η τουρκοκυπριακή πολιτική και κοινωνική σφαίρα, ιδιαίτερα η «εκτελεστική εξουσία», δεν αντιμετωπίζονται πλέον από την Τουρκία ως ένα απλό πεδίο ιεραρχίας, ελέγχου, αλλά και συνεργασίας μεταξύ «μητέρας πατρίδας» και «μικρής πατρίδας». Τα τελευταία χρόνια τα κατεχόμενα αντιμετωπίζονται ως γεωγραφική και πολιτική επέκταση της κυριαρχίας της Άγκυρας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα και τα κατεχόμενα εδάφη μετατρέπονται σταδιακά σε ένα είδος «ημι-αποικίας», σε έναν «διοικητικό νομό» που λειτουργεί υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης Ερντογάν, χωρίς τυπική προσάρτηση, αλλά με άτυπη ενσωμάτωση.

Μια παράλληλή διαπραγμάτευση

Η πολιτική και ιδεολογική αποψίλωση δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν μια ομοσπονδιακή προοπτική, όπως στην περίπτωση του Μουσταφά Ακιντζί το 2020, αποτελεί μέρος αυτής της στρατηγικής μετατόπισης. Οι εκλογές του 2025 καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσον η τουρκοκυπριακή κοινότητα επιθυμεί να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, ή αν υπάρχει ακόμη περιθώριο διεκδίκησης μιας αξιοπρεπούς σχέσης με την Άγκυρα. Η υποψηφιότητα του Τουφάν Έρχιουρμαν ενσωματώνει την προσπάθεια ανάκτησης ενός βαθμού πολιτικής αυτονομίας και επαναφοράς της τουρκοκυπριακής ταυτότητας σε κυπριακό πλαίσιο, χωρίς ρήξη, αλλά με αξιώσεις εκδημοκρατισμού της σχέσης. Ωστόσο, σε συνθήκες απουσίας διαπραγματευτικής διαδικασίας στο Κυπριακό και με την Τουρκία να ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική που μετατρέπει τα κατεχόμενα σε ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» στην Ανατολική Μεσόγειο, τα περιθώρια πολιτικής αυτονομίας περιορίζονται. Μια πιθανή επικράτηση του Έρχιουρμαν ενδέχεται να ανοίξει έναν νέο γύρο «διαπραγματεύσεων», όχι τόσο για το Κυπριακό, όσο για τους όρους της σχέσης Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων. Δηλαδή μια «παράλληλη διαπραγμάτευση» με ιστορικό βάθος, αλλά αβέβαιη έκβαση.

*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Exit mobile version