Σύμφωνα με προ ημερών ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων για το 2024 στην Κύπρο ήταν €2.483, σε σύγκριση με €2.363 κατά το 2023, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 5,1%. Για το 2023 η αντίστοιχη αύξηση ήταν 7,3%.
Η ενημέρωση αυτή προκάλεσε την οργή του ΑΚΕΛ, το οποίο με ανακοίνωσή του τόνισε μεταξύ άλλων ότι «οι περισσότεροι Κύπριοι εργαζόμενοι εξοργίζονται από το μέγεθος της κοροϊδίας, όταν διαβάζουν ότι ο μέσος μισθός στην χώρα μας είναι 2,5 χιλιάδες ευρώ»
Το κόμμα της Αριστεράς πρόσθεσε στην ανακοίνωση του ότι οι εργαζόμενοι «γνωρίζουν ότι αυτοί οι αριθμοί οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στην είσοδο κατά τα τελευταία χρόνια χιλιάδων υπαλλήλων από το εξωτερικό, σε εταιρίες υψηλής τεχνολογίας και χρηματοοικονομικών, οι οποίοι αμείβονται με πολλές χιλιάδες ευρώ. Ο μέσος εργαζόμενος της Κύπρου δεν είδε ποτέ ούτε τέτοιους μισθούς, ούτε τέτοιες αυξήσεις» αναφέρει.
Για να προσθέσει ότι:
(α) Οι μισθοί στην Κύπρο παραμένουν 30% χαμηλότεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.
(β) Το 40% των εργαζομένων στην Κύπρο αμείβονται με λιγότερα από 1750 ευρώ -ακαθάριστα- το μήνα.
(γ) Οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς δεν αντισταθμίζουν την παγιωμένη ακρίβεια, ιδιαίτερα το κόστος της στέγασης και της ενέργειας.
Δεν έχει άδικο σε αυτό το σημείο το ΑΚΕΛ. Είναι όντως εξοργιστικό να διαβάζεις ότι ο μέσος μισθός στην Κύπρο είναι κοντά στις €2500. Όμως, γι’ αυτό δεν φταίνε ούτε η Κυβέρνηση, ούτε η Στατιστική Υπηρεσία. Διότι, με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο που χρησιμοποιεί η αρμόδια υπηρεσία, αυτό το νούμερο βγαίνει.
Είναι αντιπροσωπευτικός ο μέσος μισθός σε σχέση με τον μισθό που παίρνουν οι Κύπριοι εργαζόμενοι; Όχι φυσικά. Είναι όμως ο μέσος μισθός. Όχι ο αντιπροσωπευτικότερος. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη συνέχεια του δελτίου που είχε εκδώσει η Στατιστική: «Οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, για το 2024, κυμαίνονται μεταξύ €941 στον τομέα της Γεωργίας, Δασοκομίας και Αλιείας και €4.710 στον τομέα των Χρηματοπιστωτικών και Ασφαλιστικών Δραστηριοτήτων.
Και προστίθεται ότι το υψηλότερο ποσοστό υπαλλήλων (14,2%) αντιστοιχεί στην ομάδα υπαλλήλων που λαμβάνουν μεταξύ €1.000 και €1.249.
Ακολουθούν οι ομάδες των υπαλλήλων που λαμβάνουν μεταξύ €1.250 και €1.499 (11,6%) και αυτών που λαμβάνουν μεταξύ €1.500 και €1.749 (11,2%).
Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να δούμε είναι ότι, ναι μεν ο μέσος μισθός των €2500 δημιουργεί εντυπώσεις, ωστόσο στην ουσία δεν λέει και πολλά. Τα στοιχεία, τα οποία είναι περισσότερο σημαντικά, είναι ότι οι μεν απασχολούμενοι στη γεωργία λαμβάνουν μέσο μισθό €941, ενώ οι εργαζόμενοι στον χρηματοπιστωτικό τομέα €4.710.
Επίσης, ότι το υψηλότερο ποσοστό υπαλλήλων λαμβάνει μεταξύ €1.000 και €1.249. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε και να διορθώσουμε τις όποιες στρεβλώσεις προκύπτουν, ώστε να μειωθεί το μισθολογικό χάσμα που προκύπτει στην αγορά εργασίας.