25 Δεκεμβρίου, 2025
9:39 πμ

Παραβίαση των δικαιωμάτων κρατούμενης διαπίστωσε η Επίτροπος Διοίκησης μετά από παράπονο του δικηγόρου της, ότι δεν διασφαλιζόταν το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, αφού η πόρτα του δωματίου του αστυνομικού σταθμού αφέθηκε μισάνοιχτη και αστυνομικός στεκόταν απ’ έξω.

Σύμφωνα με το παράπονο του δικηγόρου στην Επίτροπο Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, στις 24 Μαΐου 2025, αυτός επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λευκωσίας για να συνομιλήσει με την παραπονούμενη που ήταν κρατούμενη, όπως και έγινε. Εντούτοις, σύμφωνα με τον δικηγόρο, μια αστυνομικός που είχε μεταφέρει την παραπονούμενη στο δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται το τηλέφωνο, είχε αφήσει μισάνοικτη την πόρτα του δωματίου και στεκόταν στον διάδρομο ακριβώς έξω απ’ αυτό, με επακόλουθο να ακούει την τηλεφωνική συνομιλία τους. Όταν η παραπονούμενη τον ενημέρωσε σχετικά, της ζήτησε και κάλεσε την αστυνομικό στο τηλέφωνο, στην οποία επέστησε ο ίδιος την προσοχή στην εμπιστευτικότητα των συνομιλιών των κρατουμένων με τους δικηγόρους τους. Η αστυνομικός αποχώρησε μεν από το δωμάτιο, πλην όμως και πάλι άφησε ανοικτή την πόρτα του δωματίου στο οποίο βρίσκεται το τηλέφωνο. Όπως έχει ενημερωθεί, η παραβίαση του απόρρητου της επικοινωνίας του με την παραπονούμενη διενεργείτο κατόπιν σχετικών οδηγιών.

Η Επίτροπος ζήτησε τις απόψεις του αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος με επιστολή του ανέφερε ότι «…οι τηλεφωνικές επικοινωνίες των κρατουμένων με συγγενικά/φιλικά πρόσωπα γίνονται στην οπτική και ακουστική παρουσία μελών της Αστυνομίας, ενώ με τον δικηγόρο χωρίς να είναι παρών οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο…». Σε σχέση με το παράπονο, ο αρχηγός ανέφερε πως «…το επί καθήκοντι μέλος βρισκόταν στον διάδρομο του σταθμού για λόγους ασφαλείας και πρόληψης τυχόν απόδρασης…».

Σύμφωνα με την Επίτροπο, στην υπό εξέταση περίπτωση, η στάση της Αστυνομίας να διατηρεί αστυνομικό έξω από τον χώρο τηλεφωνικής επικοινωνίας και να επιτρέπει την ανοιχτή πόρτα κατά τη διάρκεια αυτής, χωρίς την αρχή της αναλογικότητας σε εφαρμογή ως προς τα μέτρα ασφαλείας, συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων της παραπονούμενης. Ειδικότερα, η αδυναμία διασφάλισης ακουστικής απομόνωσης καταργεί στην πράξη το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα της τηλεφωνικής συνομιλίας με τον δικηγόρο της και δημιουργεί εύλογη υπόνοια παρακολούθησης. Η δε επίκληση από την Αστυνομία γενικών λόγων ασφαλείας χωρίς αιτιολόγηση, δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις που ενδεχομένως να δικαιολογούσαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων της παραπονούμενης, καθότι δύσκολα μπορεί να εκληφθεί ως συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Υποδηλοί, δε, αδυναμία ανταπόκρισης στη θετική της υποχρέωση για προστασία του προστατευόμενου δικαιώματος της παραπονούμενης.

Μετά τις διαπιστώσεις αυτές, η Επίτροπος προβαίνει σε εισηγήσεις προς τον αρχηγό Αστυνομίας όπως:

▪ Ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε, σε όλα τα αστυνομικά κρατητήρια που ένεκα της εσωτερικής τους διαρρύθμισης ενδεχομένως να μη διασφαλίζεται ότι οι τηλεφωνικές επικοινωνίες των κρατουμένων με τους δικηγόρους τους διενεργούνται εκτός του ακουστικού πεδίου των επί καθήκοντι αστυνομικών, να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις για να μην παραβιάζεται το απόρρητο της επικοινωνίας των κρατουμένων με τους δικηγόρους τους, και δη η πόρτα να παραμένει κλειστή.

▪ Να ενημερωθούν σαφώς όλα τα μέλη της Αστυνομίας για τις ασφαλιστικές δικλίδες που παρέχει το εθνικό και διεθνές νομικό πλαίσιο για προστασία του δικαιώματος των κρατουμένων για εμπιστευτική επικοινωνία με τους δικηγόρους τους, ώστε το συγκεκριμένο δικαίωμα να τυγχάνει σεβασμού και να διαφυλάττεται. Επειδή, δε, το υπό αναφορά θέμα άπτεται της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των κρατουμένων κατά τη στέρηση της ελευθερίας τους, η Επίτροπος υπέβαλε την Έκθεσή της υπό την αρμοδιότητά της ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων και στον υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ως αρμόδια Αρχή, για προβληματισμό και για τις δικές του ενέργειες.

Exit mobile version