2 Αυγούστου, 2025
2:36 μμ

Η πίεση του Ντόναλντ Τραμπ προς τα μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους, σε συνδυασμό με τις επιθετικές του δηλώσεις για αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμμαχία, φαίνεται να έχει οδηγήσει τις ευρωπαϊκές χώρες σε μία σημαντική στροφή: στην ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής τους βιομηχανίας αντί της εξάρτησης από τις ΗΠΑ.

Τον Ιανουάριο, ο Τραμπ απείλησε ανοιχτά πως αν τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν πληρώσουν περισσότερα για την Άμυνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πάψουν να τους προσφέρουν προστασία. Παράλληλα, ζήτησε να προτιμούν και αμερικανικά οπλικά συστήματα, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει περαιτέρω την ήδη πανίσχυρη αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ.

Αν και τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν τελικά σε αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2035 (συν 1,5% για συναφείς, μη αμιγώς στρατιωτικές δαπάνες), η κίνηση δεν θα συνοδεύεται απαραίτητα από αγορές αμερικανικών εξοπλισμών. Η εμπιστοσύνη στην προσήλωση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ έχει υποχωρήσει και πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βλέπουν πλέον ευκαιρία για ενίσχυση της ευρωπαϊκής παραγωγής όπλων, με στόχο ακόμα και την εξαγωγική δραστηριότητα έναντι των ΗΠΑ στο μέλλον – όπως συνέβη παλαιότερα με την Airbus έναντι της Boeing.

Στο παρελθόν υπήρχε ένα άτυπο συμβόλαιο: οι Ευρωπαίοι αγόραζαν αμερικανικά προηγμένα όπλα και, σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ δεσμεύονταν να προστατεύουν την Ευρώπη”, εξηγεί ο Guntram Wolff, ανώτερος ερευνητής στο Bruegel, think tank με έδρα τις Βρυξέλλες.

Το 2024, οι εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ έφτασαν τα 318,7 δισ. δολάρια, με την Ευρώπη να απορροφά μεγάλο μέρος τους. Το 64% των εισαγωγών όπλων από χώρες του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη προήλθε από τις ΗΠΑ (αύξηση από 52% την προηγούμενη πενταετία). Όμως αυτό ίσως αλλάξει, έστω και σταδιακά.

Ο Καναδάς, για παράδειγμα, ανακοίνωσε επανεξέταση της συμφωνίας ύψους 13 δισ. δολαρίων για την αγορά 88 μαχητικών F-35 της Lockheed Martin, μετά τις προσβλητικές έναντι της Οτάβα δηλώσεις του Τραμπ. Η Δανία εξετάζει ευρωπαϊκή εναλλακτική αντί για το αμερικανικό σύστημα Patriot, ενώ η Πολωνία προμηθεύεται ήδη άρματα K2 από τη Νότια Κορέα, συμπληρωματικά προς τα άρματα μάχης Abrams τα οποία αγοράζει από τις ΗΠΑ.

Φιλοδοξίες

“Οι Ευρωπαίοι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, όμως αυτό αρχίζει να αμφισβητείται”, τονίζει ο Todd Harrison, αναλυτής του American Enterprise Institute. Η δημιουργία θέσεων εργασίας εντός Ευρώπης και η εξηγήσιμη  προς τους πολίτες χρήση των αμυντικών κονδυλίων αποτελούν ένα ισχυρό κίνητρο.

Η επιλογή της Δανίας για την αντιπυραυλική άμυνα θα αποτελέσει βαρόμετρο για το πώς θα κινηθούν από εδώ και στο εξής οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ είναι μακρόχρονες – συμμετείχε στο πρόγραμμα των F-35 με παραγγελία ύψους 3 δισ. δολαρίων – όμως η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια για τις δηλώσεις Τραμπ σχετικά με την κυριαρχία της Γροιλανδίας ίσως οδηγήσει στην πρώτη σημαντική απομάκρυνση από αμερικανικό σύστημα.

“Αυτό θα είναι ένα πολιτικό μήνυμα”, λέει ο αναλυτής Hans Peter Michaelsen. “Ήρθε η ώρα για νέες παραγγελίες από την ευρωπαϊκή βιομηχανία”.

Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ θα καταφέρουν να φτάσουν στο φιλόδοξο όριο του 3,5% του ΑΕΠ, ειδικά μέσα στα αυστηρά δημοσιονομικά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2024, ο μέσος όρος αμυντικών δαπανών των χωρών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ήταν 2,2% του ΑΕΠ και η συνολική δαπάνη άγγιξε τα 1,5 τρισ. δολάρια. Ορισμένες χώρες θα πρέπει να τριπλασιάσουν τις αμυντικές τους δαπάνες για να φτάσουν τον νέο στόχο.

Επιπλέον, η ευρωπαϊκή παραγωγική ικανότητα παραμένει περιορισμένη. Ο Andrew MacDonald, ειδικός σε θέματα αμυντικών προϋπολογισμών της Janes, εξηγεί: “Αν μια χώρα θέλει να προμηθευτεί γρήγορα όπλα, η μόνη επιλογή είναι οι ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο άμεσα”.

Παράλληλα, οι ίδιες οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Η Δανία ακόμη περιμένει την παράδοση έξι από τα 27 F-35 που παρήγγειλε πριν σχεδόν 10 χρόνια. Η Πολωνία στράφηκε προς τα κορεατικά άρματα εν μέρει λόγω των καθυστερήσεων στις παραδόσεις από τις ΗΠΑ.

Πλεονέκτημα

Οι καθυστερήσεις και οι πολιτικές εντάσεις ίσως δώσουν πλεονέκτημα στις ευρωπαϊκές εταιρείες για να καλύψουν τα κενά. “Αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφασίσουν να ενώσουν δυνάμεις, τότε θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία“, λέει η Cynthia Cook του Center for Strategic and International Studies.

Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει υπέρβαση της γραφειοκρατίας, των στενών εθνικών συμφερόντων και των αποκλίσεων στην πολιτική βούληση μεταξύ των διάφορων χωρών. Ακόμα και η διάκριση “Made in Europe” έναντι “Made in USA” είναι πλέον θολή, καθώς οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες συνεργάζονται στενά με ευρωπαϊκές για να αυξήσουν την παρουσία τους στην ήπειρο.

“Οι βιομηχανικές μας βάσεις είναι ολοένα και πιο διασυνδεδεμένες”, εξηγεί ο Dak Hardwick, στέλεχος της Aerospace Industries Association. “Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν την πιο προηγμένη γραμμή παραγωγής από κάθε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ”.

Παρά τις δυσκολίες, οι επενδυτές δείχνουν εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Η μετοχή της Rheinmetall έχει εκτιναχθεί κατά 177% το 2025, ξεπερνώντας κατά πολύ την απόδοση των αμερικανικών κολοσσών του κλάδου.

Ίσως, τελικά, η πολιτική Τραμπ να οδηγήσει ακούσια στην ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας. “Η ιστορία δείχνει πως όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη, η τεχνολογική πρόοδος επιταχύνεται“, σημειώνει ο Wolff. “Ίσως βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτή τη συγκυρία“.

Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

BloombergOpinion

Exit mobile version