Για τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, η σημαντικότερη περιβαλλοντική καταστροφή (συν ό,τι αυτή συνεπάγεται οικονομικά και ανθρωπιστικά) που χτύπησε την Κύπρο από το 1974 ήταν ένα στενά διαχειριστικό θέμα. «Εκ του αποτελέσματος», είπε, «απαιτείται βελτίωση των σχετικών μηχανισμών […]. Πρέπει να δούμε τι δεν λειτούργησε, γιατί δεν λειτούργησε και να γίνουν οι όποιες αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις». Εκ πρώτης όψεως, σωστά, αυτό προτρέπει η ορθολογική προσέγγιση: δρώ, αποτυγχάνω, μαθαίνω, ξαναδρώ, κοκ. Συγκρατείστε αυτόν το συλλογισμό· θα τον ξαναδούμε.
Η κοινωνία, όμως, δεν το είδε έτσι. Η παταγώδης αποτυχία του κράτους να προλάβει και να περιορίσει την ασύλληπτη καταστροφή δεν ήταν απλώς θέμα αστοχίας «των σχετικών μηχανισμών», αλλά κάτι βαθύτερο. Τι ακριβώς; Για τη θυμωμένη και πενθούσα κοινή γνώμη, επρόκειτο περί καθολικής αποτυχίας του κράτους. Το λαϊκό αισθητήριο ενέταξε την κρατική αποτυχία σε ένα ήδη διογκούμενο μοτίβο φονικών δυστυχημάτων (π.χ. αερόσακοι ΤΑΚΑΤΑ, προηγούμενες αποτυχίες στην κατάσβεση δασικών πυρκαγιών, η τραγωδία στο Μαρί) και μη φονικών πλην σημαντικών περιστατικών (π.χ. ταραχές στη Χλώρακα, επεισόδια χουλιγκανισμού, η κατάρρευση του Συνεργατισμού, ρουσφέτια σε κολλητούς επιχειρηματίες, παράνομα «χρυσά» διαβατήρια, και πολλά άλλα) με κύριο εμπλεκόμενο το κράτος. Τι κοινό έχουν όλα αυτά; Τη γενικευμένη αίσθηση ότι το κράτος αδυνατεί να προστατεύσει το κοινό καλό.
Οι πολιτικοί φιλόσοφοι μας θυμίζουν ότι ο κύριος λόγος ύπαρξης του κράτους είναι να αποτρέπει τα άτομα να περιέλθουν σε μια πρωτόγονη κατάσταση αέναης σύγκρουσης. Εκχωρούμε ατομικά δικαιώματα στο κράτος, με αντάλλαγμα αυτό να μας προστατεύει. Όταν το κράτος αδυνατεί να παράσχει αυτή την προστασία, απονομιμοποιείται στη συνείδηση των πολιτών – η εμπιστοσύνη διαρρηγνύεται.
Καταστροφικές πυρκαγιές, όμως, γίνονται και σε άλλες χώρες. Το 2023 λ.χ. στις δασικές πυρκαγιές στον Καναδά κάηκε έκταση ίση με αυτή της Ελλάδας. Παρομοίως, στη Χαβάη, την ίδια χρονιά, η Αμερική γνώρισε την πιο καταστροφική πυρκαγιά στην ιστορία της. Το ίδιο συνέβη στη Βικτόρια της Αυστραλίας, το 2009. Παρ’ όλα αυτά, οι Καναδοί, οι Αμερικανοί (μέχρι την επάνοδο της λαίλαπας Τραμπ) και οι Αυστραλοί δεν αμφιβάλλουν για την εγγενή ικανότητα του κράτους να διαχειρίζεται φυσικές καταστροφές. Η κριτική που ασκείται στις Αρχές επικεντρώνεται, πραγματιστικά, αφενός σε επιμέρους αστοχίες (άρα επέρχεται θεσμική μάθηση), αφετέρου αναδεικνύει την ευθύνη των κυβερνήσεων να θέσουν τα θέματα πολιτικής προστασίας ψηλά στην κλίμακα των προτεραιοτήτων τους και να αντιμετωπίσουν πιο ενεργά την κλιματική αλλαγή (άρα κινητοποιεί πολιτικά).
Η κριτική σε μας, όμως, είναι διαφορετικής υφής. Θεωρούμε ότι μια μείζων φυσική καταστροφή αντανακλά τη γενικότερη κρατική παθολογία – το κακό επιμέρους καθρεφτίζει το παθολογικό όλον. Η μη αποτροπή φυσικών καταστροφών επιβεβαιώνει τη χρόνια δυσπιστία μας για τη διαχειριστική ανεπάρκεια του κράτους συνολικά – ένα κράτος που, ιστορικά, καθότι κομματικοποιημένο, πελατειακό και αναχρονιστικό (ΚΠΑ για συντομία), δεν υποληπτόμεθα. Η μελαγχολία μας για την κρατική ανεπάρκεια συνυπάρχει με μια υποσυνείδητη ικανοποίηση, εφόσον οι χαμηλές προσδοκίες μας γι «αυτό» το κράτος επιβεβαιώνονται. Οι επιμέρους κρατικές ανεπάρκειες επικυρώνουν την απαξίωση με την οποία, συνολικά, περιβάλλουμε το κράτος. Φαύλος κύκλος.
Αυτό είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί πολιτική φαντασία και, κυρίως, τόλμη στο χειρισμό του. Οι ορθολογικές λύσεις (δρω, αποτυγχάνω, μαθαίνω, ξαναδρώ, κλπ.) είναι χρήσιμες, νοουμένου, όμως, ότι έχουμε αντιμετωπίσει προηγουμένως το ευρύτερο πολιτικό πρόβλημα – το ΚΠΑ κράτος που μας δημιουργεί την αίσθηση της αναξιοπιστίας, της ανεπάρκειας και της ιδιοτέλειας.
Ο κ. Χριστοδουλίδης και τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα είναι, δυστυχώς, βαθιά νυχτωμένοι. Ο μεν Πρόεδρος περιορίζει το πρόβλημα στη διαχειριστική του διάσταση, η δε αντιπολίτευση αναδεικνύει σωστά τις κυβερνητικές ευθύνες, χωρίς, όμως, να εντοπίζει τη χρόνια κρατική παθογένεια στην οποία και αυτή συνεισέφερε. Αυτό είναι το πολιτικό μας αδιέξοδο.
Όσο το κράτος παραμένει ΚΠΑ (δηλαδή αντανακλά την πολιτική παθογένεια της χώρας), τόσο οι επιμέρους ανεπάρκειές του εύλογα θα πολιτικοποιούνται. Αν αντιπαθείς λ.χ. την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, ταυτίζεις την ολέθρια κρατική ανεπάρκεια στη διαχείριση της καταστροφικής πυρκαγιάς με το παραδοσιακά ΚΠΑ κράτος που η εν λόγω κυβέρνηση σήμερα ελέγχει. Η συγκεκριμένη ανεπάρκεια δεν αντιμετωπίζεται ως «τοπική» αστοχία (όπως λ.χ. θα αντιμετωπιζόταν στον Καναδά ή την Αυστραλία) αλλά ως καθολικό γνώρισμα του κράτους – όθεν η αυτο-επικυρούμενη συλλογική αυτο-απαξίωση.
Θα μιλάμε με τη θεσμική ωριμότητα των Καναδών και των Αυστραλών για το κράτος μας όταν αυτό αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονου, δηλαδή μη κομματικού, μη πελατειακού και μη αναχρονιστικού κράτους. Τότε θα εστιάζουμε σε επιμέρους διαχειριστικές αστοχίες, άρα θα μαθαίνουμε θεσμικά, γιατί θα έχει δημιουργηθεί ένα νέο όλον – θα εντάσσεται διαφορετικά το κράτος στη συλλογική συνείδησή μας. Αυτό πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, το έργο μιας αυθεντικά εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης. Δυστυχώς δεν έχουμε (ουδέποτε είχαμε) τέτοια κυβέρνηση. Φάνηκε ξανά, την επαύριον της πυρκαγιάς.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, αντί να ανακοινώσει μια ανεξάρτητη εξεταστική επιτροπή να ερευνήσει τη διαχείριση της πυρκαγιάς, ανέμπνευστα ζήτησε από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες να αξιολογήσουν τον εαυτό τους! Μαντεύετε τι θα γίνει: όπως συνήθως κάνουν οι γραφειοκρατίες, η κάθε υπηρεσία θα μας πει τι έκανε, ελαχιστοποιώντας τις αστοχίες της και μεγεθύνοντας τις δυσμενείς συνθήκες στις οποίες έδρασε. Τι δεν θα κάνει; Δεν θα μας πει τι παρέλειψε να κάνει και δεν θα θίξει θέματα δια-υπηρεσιακού συντονισμού, τα οποία συνήθως είναι τα πιο σημαντικά στη διαχείριση κρίσεων. Αντί το κράτος να υποβάλλει τις δράσεις του σε ανεξάρτητο έλεγχο, αναζητώντας με γενναιότητα τις ευθύνες του, διαιωνίζει τον κακό του εαυτό – τον αναχρονιστικό, ευθυνόφοβο και αυτο-προστατευτικό χαρακτήρα του.
Δεν είναι μόνο αυτό. Η μη ανάληψη πολιτικών ευθυνών με τις παραιτήσεις των εμπλεκομένων υπουργών και, κυρίως, της κατ’ εξοχήν αρμόδιας, της υπουργού Γεωργίας κ. Παναγιώτου, η οποία μόλις πριν από ένα μήνα κόμπαζε για την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού («για πρώτη φορά…»), υποβαθμίζει το κύρος της πολιτικής και, συνεπώς, τραυματίζει τη σχέση εμπιστοσύνης πολιτικού-πολίτη.
Ο λόγος για τον οποίο παραιτούνται υπουργοί, σε θεσμικά ώριμες δημοκρατικές χώρες, είναι διπλός.
>Πρώτον, η παραίτηση συνιστά συμβολική ανθρωποθυσία. Ο ηγέτης είναι πρωτεργάτης στη διεργασία της διαχείρισης του συλλογικού θυμού. Όταν ένα μείζον κακό έχει συμβεί, αισθανόμαστε την ανάγκη της ψυχικής αποφόρτισης. Οι ηγέτες, ex officio σε συστήματα ανισομερούς κατανομής ισχύος, αναδέχονται το συναφές ψυχικό φορτίο. Η παραίτηση, ικανοποιώντας το συλλογικό θυμικό, συνιστά τιμωρία (ο υπουργός χάνει κάτι πολύτιμο γι αυτόν – τον υπουργικό θώκο), επαναφέροντας τη διασαλευθείσα ισορροπία.
>Δεύτερον, η παραίτηση ενισχύει τη δημοκρατική λογοδοσία. Ο ηγέτης είναι αντικειμενικά υπεύθυνος για τον τομέα που διοικεί και, προκειμένου να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην ορθολογικότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, πρέπει ο επικεφαλής να υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων και παραλείψεων των υπηρεσιών που εποπτεύει. Το «λόγον διδόναι» είναι συνυφασμένο με την αυτοδιόρθωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης και την υπόσχεση μιας νέας αρχής, με έναν νέο ηγέτη.
Δεν ξέρω πόσο κατανοητά είναι αυτά από τον κ. Χριστοδουλίδη. Ξέρω, όμως, ότι ένα κακής ποιότητας κράτος διοικείται από πολιτικά χοντρόπετσους πολιτικούς.
*Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας και Διεθνές Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας.