7 Απριλίου, 2025
4:15 πμ

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι δασμοί ανέκαθεν χρησιμοποιήθηκαν για την άντληση κρατικών εσόδων, την προστασία τοπικών παραγωγών αλλά και ως μοχλός πολιτικών πιέσεων.

Σήμερα, το ζήτημα επανέρχεται δραματικά στην επικαιρότητα, μετά την απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ νέους πολύ υψηλούς δασμούς τον Απρίλιο του 2025, κίνηση που ήδη προκαλεί παγκόσμιες αναταράξεις.

Οι πρώτες ιστορικές καταγραφές των δασμών μπορούν να ανιχνευθούν στην αρχαιότητα. Κατά τον 4ο αι. π.Χ., στην Ελλάδα, οι δασμοί είχαν απώτερο σκοπό την εξοικονόμηση χρημάτων για την πόλη της Αθήνας και του Πειραιά, μέσα από τον κλάδο του εμπορίου.

Ο πρώτος δασμός είναι το 2% που επιβαλλόταν στα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα. Ήταν λιμενικά τέλη κυρίως, με σκοπό την επιβολή του φόρου λιανικής κατανάλωσης σε είδη πρώτης ανάγκης. Ο δεύτερος δασμός ήταν η πεντηκοστή 5%, την οποία απαιτούσαν οι Αθηναίοι από τους συμμάχους τους στα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα.

Η φορολόγηση του εμπορίου, ιδίως αγαθών πρώτης ανάγκης που εισάγονταν, επέτρεπε στο κράτος να αντλεί πόρους από την οικονομική δραστηριότητα ξένων εμπόρων και εύπορων καταναλωτών, αντί να επιβαρύνει απευθείας τον δήμο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι απέφευγαν την άμεση φορολόγηση των πολιτών και προτιμούσαν έσοδα από δασμούς.

Στην πορεία της ιστορίας, οι δασμοί και γενικότερα οι φόροι στο εμπόριο υπήρξαν συχνά θρυαλλίδα σημαντικών πολιτικών ανακατατάξεων, από επαναστάσεις μέχρι πολέμους.

Στα μέσα του 18ου αιώνα, η βρετανική κυβέρνηση, επιβαρυμένη με χρέη, επέβαλε στους Αμερικανούς αποίκους σειρά νόμων που ρύθμιζαν το εμπόριο και αύξαναν τη φορολογία, όπως οι δασμοί στο τσάι, το γυαλί και άλλα αγαθά.

Οι αποικίες θεώρησαν τα μέτρα αυτά δυσβάστακτα και τυραννικά. Η βρετανική αδιαλλαξία και η άρνηση του Κοινοβουλίου να άρει ή να μειώσει τους δασμούς ήταν η αφορμή που οδήγησε στο ξέσπασμα της αμερικανικής επανάστασης.

Το σύνθημα «καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση» έγινε κραυγή αγανάκτησης. Η ένταση που σωρεύτηκε από τις εμπορικές ρυθμίσεις και τη φορολογία αυτής της περιόδου τελικά συνέβαλε καθοριστικά στο ξέσπασμα της Αμερικανικής Επανάστασης (1775) και την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας την επόμενη χρονιά, το 1776.​

Με άλλα λόγια, οι δασμοί υπήρξαν ένας από τους σπινθήρες που πυροδότησαν την πρώτη οργανωμένη αποαποικιοποίηση.

Εργαλείο πίεσης ή εκβιασμού

Στη σύγχρονη εποχή, οι δασμοί εξακολουθούν να αποτελούν εργαλείο οικονομικού εκβιασμού και γεωπολιτικής πίεσης ανάμεσα σε κράτη. Πέρα από την οικονομική τους διάσταση, χρησιμοποιούνται στρατηγικά για την άσκηση πίεσης ή την επιβολή αντιποίνων σε διεθνείς διαφορές.

Οι σχέσεις της Κίνας με την Αυστραλία επιδεινώθηκαν, όταν η αυστραλιανή κυβέρνηση ζήτησε διεθνή έρευνα για την προέλευση της πανδημίας COVID-19. Ως αντίδραση, το Πεκίνο εφάρμοσε σειρά ανεπίσημων εμπορικών κυρώσεων. Πιο κραυγαλέο μέτρο ήταν η επιβολή δασμού 80,5% στο αυστραλιανό κριθάρι τον Μάιο του 2020, με το πρόσχημα ότι το προϊόν πωλείτο κάτω του κόστους (anti-dumping δασμός).

Οι κινεζικοί δασμοί θεωρήθηκαν σαφώς αντίποινα πολιτικού χαρακτήρα: στόχευσαν προϊόντα-σύμβολα της αυστραλιανής οικονομίας (αγροτικά, οίνος), ασκώντας πίεση ώστε η Καμπέρα να μετριάσει την κριτική της. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση όπου οι δασμοί λειτούργησαν ως μοχλός διπλωματικής πίεσης παρά ως μέτρο οικονομικής πολιτικής με τη στενή έννοια.

Μετά από τριετή διαμάχη και προσφυγή της Αυστραλίας στον ΠΟΕ, η Κίνα ήρε τελικά τους συγκεκριμένους δασμούς το 2023–24, αναγνωρίζοντας έμμεσα τον πολιτικό τους χαρακτήρα.

Νόμος Smoot–Hawley του 1930

Στον 20ό αιώνα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι δασμοί απέκτησαν κακή φήμη ως καταλύτες οικονομικών κρίσεων. Η Μεγάλη Ύφεση του 1929–1933 αποτελεί μνημειώδη περίπτωση όπου οι προστατευτικοί δασμοί αντί να σώσουν την οικονομία, τη βύθισαν πιο βαθιά στην κρίση.

Το αποκορύφωμα ήταν ο αμερικανικός Νόμος Smoot–Hawley του 1930, που αύξησε δραστικά τους δασμούς εκατοντάδων εισαγόμενων προϊόντων στις ΗΠΑ. Παρά τις προειδοποιήσεις, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο και ο Πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ τον υπέγραψε – αγνοώντας μια άνευ προηγουμένου επιστολή διαμαρτυρίας που υπέγραψαν περισσότεροι από 1.000 Αμερικανοί οικονομολόγοι, καλώντας τον να ασκήσει βέτο​.

Οι φόβοι τους δεν άργησαν να επαληθευτούν: οι νέοι δασμοί προκάλεσαν άμεσες αντίποινες αυξήσεις δασμών από πάνω από είκοσι χώρες μέσα σε δύο χρόνια​.

Εγκλωβισμένες σε αυτό το σπιράλ προστατευτισμού, οι διεθνείς εμπορικές ροές κατέρρευσαν – το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 65% την περίοδο 1929–1934​

Η συμφωνία GATT

τή βάθυνε την ύφεση διεθνώς, οδηγώντας σε απώλεια εμπιστοσύνης και επιδείνωση της ανεργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Smoot–Hawley έχει χαρακτηριστεί έκτοτε «σύμβολο του ασύδοτου προστατευτισμού» και παράδειγμα προς αποφυγή (Friedman, Wall Street Journal, 1987).

Πράγματι, μεταγενέστερα, τον καιρό του σχεδιασμού της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες ίδρυσαν τη GATT/ΠΟΕ, με κύριο στόχο τη δραστική μείωση των δασμών διεθνώς, σε άμεση αντίδραση στα διδάγματα της δεκαετίας του ’30​

Η επίθεση από τον Τραμπ

Πλέον, σήμερα, οι προειδοποιήσεις αυτές δοκιμάζονται στην πράξη, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, επανέρχονται σε επιθετική δασμολογική πολιτική. Στις 3 Απριλίου 2025, ο Τραμπ αιφνιδίασε τον κόσμο ανακοινώνοντας την επιβολή υψηλών δασμών σε προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ​

Ως επίσημη αιτιολογία προβάλλεται η προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας και εργαζομένων από «αθέμιτο ανταγωνισμό» και η μείωση του εμπορικού ελλείμματος.

Μέσα σε λίγες ώρες από τις ανακοινώσεις, επικράτησε πανικός στα χρηματιστήρια διεθνώς. Η Wall Street κατέγραψε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από τον Ιούνιο του 2020, ενώ τα ασιατικά χρηματιστήρια ακολούθησαν με σημαντικές απώλειες​.

Εκτιμάται ότι χάθηκαν σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια χρηματιστηριακής αξίας παγκοσμίως σε διάστημα δύο ημερών.

Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οργανώσεις επιχειρήσεων και ενώσεις καταναλωτών αντιδρούν έντονα. Σημαντικοί εργοδοτικοί φορείς προειδοποιούν ότι οι δασμοί αυτοί θα έχουν ως συνέπεια να αυξηθούν οι τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές και να επιβαρυνθούν οι αμερικανικές εταιρείες που βασίζονται σε εισαγόμενες πρώτες ύλες​

Συμπερασματικά, η ιστορία των δασμών αποτυπώνει ένα δίπολο ευκαιριών και κινδύνων. Από τις αρχαίες πόλεις-κράτη που τους είδαν ως σωτήρια πηγή εσόδων, μέχρι τις αυτοκρατορίες που τους χρησιμοποίησαν ως αφορμή πολέμου και τις σύγχρονες κυβερνήσεις που τους αξιοποιούν ως διπλωματικό όπλο, οι δασμοί έχουν υπάρξει καθοριστικό εργαλείο πολιτικής.

Ωστόσο, η υπερβολική ή απερίσκεπτη χρήση τους έχει επίσης συνδεθεί με οικονομικές υφέσεις και εντάσεις. Σήμερα, καθώς ο κόσμος αντιμετωπίζει μια νέα δασμολογική καταιγίδα, μένει να φανεί αν θα επιβεβαιωθούν οι διδαχές του παρελθόντος: ότι δηλαδή οι εμπορικοί πόλεμοι είναι εύκολο να ξεκινήσουν αλλά καταστροφικοί στο να κερδηθούν, και ότι σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο, οι υψηλοί δασμοί μπορεί να πληγώσουν τελικά όλους τους εμπλεκόμενους.

*Advocates-Legal Consultants

Exit mobile version