Η αυγουστιάτικη ανάπαυλα επιτρέπει ανακεφαλαίωση πεπραγμένων. Πάμε λοιπόν από την αρχή:
Τα πρώτα χρόνια
Η ΑΤΑ πρωτοέκανε την εμφάνιση της στην Κύπρο το 1942. «Πατέρας» της ο αείμνηστος Ανδρέας Ζιαρτίδης – επί δεκαετίες ηγετική φυσιογνωμία της ΠΕΟ, του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστεράς.
Η ΑΤΑ ήταν πάντα ένας όρος εργασίας μέσα σε όλες τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, που εφαρμόζεται μόνο για όσους εργαζόμενους έχουν συμφωνία με τον Εργοδότη ότι θα καλύπτονται από μια τέτοια Σύμβαση. Γρήγορα υιοθετήθηκε στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και σταδιακά εξαπλώθηκε και στον ιδιωτικό, όπου λειτουργούσαν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Το σύστημα αυτό, με διάφορες παραλλαγές, εφαρμόστηκε στα χρόνια μετά τον ΒΠΠ σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες και σταδιακά σε όλες καταργήθηκε – σε κάποιες συναινετικά και σε κάποιες μετά από εργατική αναταραχή.
Σήμερα υπάρχει μόνο σε άλλα τρία από τα συνολικά περίπου σαράντα ευρωπαϊκά κράτη: στη Μάλτα ένα σύστημα που μοιάζει με ΑΤΑ, στο Λουξεμβούργο και στο Βέλγιο (με σειρά δικλείδων ασφαλείας για διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας).
Πίσω στην Κύπρο. Η ΑΤΑ αναστάληκε μαζί με σωρεία άλλων δικαιωμάτων μετά την τουρκική εισβολή το 1974. Επαναλειτούργησε το 1977 με βασικότερη διαφοροποίηση την καταβολή της κάθε εξάμηνο αντί κάθε τρίμηνο που ίσχυε μέχρι τον Ιούλιο του 1974 (δηλαδή δύο φορές τον χρόνο αντί τέσσερεις).
Η οικονομική επαναδραστηριοποίηση των χρόνων μετά την εισβολή σε συνδυασμό με τη λειτουργία της ΑΤΑ, δημιούργησαν συνθήκες υπερπληθωρισμού. Η ΑΤΑ ανατροφοδοτούσε τον πληθωρισμό. Οι επιχειρήσεις αύξαναν τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών τους, οι αυξήσεις στις τιμές οδηγούσαν σε αυξήσεις των μισθών διατηρώντας ανέπαφη τη ζήτηση και την καταναλωτική δυνότητα των εργαζομένων, κάτι που οδηγούσε σε νέες αυξήσεις τιμών και νέες αυξήσεις μισθών δημιουργώντας τον φαύλο κύκλο της ανατροφοδότησης του πληθωρισμού.
Σημαντική παράμετρος που συνέτεινε στο φαινόμενο αυτό ήταν ότι την περίοδο 1977 – 2000 το ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων (και συνεπώς και της ΑΤΑ) ήταν στην Κύπρο πέριξ του 80%.
Δύο Προεδρικές παρεμβάσεις
Η κατάσταση οδήγησε την ΟΕΒ και τους δεκάδες Επιχειρηματικούς Συνδέσμους Μέλη της που εφάρμοζαν Συλλογικές Συμβάσεις να εγείρουν ζήτημα επανεξέτασης της ΑΤΑ. Προς αποφυγή εργατικής αναταραχής, ο τότε ΠτΔ αείμνηστος Σπύρος Κυπριανού σύστησε τον Απρίλη του 1986 Επιτροπή Έρευνας για την ΑΤΑ, με Πρόεδρο τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο και Μέλη τους Μάρκο Σπανό, τον αείμνηστο Ανδρέα Πατσαλίδη και Ιάκωβο Αριστείδου – όλοι σημαντικές προσωπικότητες της εργασιακής, οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου.
Η Έκθεση της Επιτροπής Έρευνας (Ιούλιος 1987) βρίσκεται στο ιστορικό αρχείο της ΟΕΒ, στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Η Έκθεση αυτή δεν άλλαξε τίποτε στην ουσία της ΑΤΑ.
Λίγα χρόνια αργότερα και με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων να διαβρώνεται ταχέως, η ΟΕΒ έθεσε εκ νέου ζήτημα μεταρρύθμισης της ΑΤΑ. Μετά από παρέμβαση του τότε ΠτΔ αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη, υποβλήθηκε Πρόταση στις 24/1/1997 η οποία έγινε αποδεκτή από ΟΕΒ, ΣΕΚ και ΠΑΣΥΔΥ (η ΠΕΟ δεν συνυπογράφει) με την οποία επήλθε η δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση στην λειτουργία του συστήματος (η πρώτη ήταν το 1977 με τη μείωση των αυξήσεων από τέσσερεις σε δύο φορές ετησίως). Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι «οι καταναλωτικοί φόροι δεν θα υπολογίζονται για σκοπούς ΑΤΑ».
Παγκοσμιοποίηση και ένταξη στην ΕΕ
Τα χρόνια πέρασαν, οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου άλλαξαν άρδην, η Κυπριακή οικονομία δεν μπορούσε να παραμένει κλειστή και προστατευμένη, οι εισαγωγικοί δασμοί καταργούνταν ή μειώνονταν άρδην, τα non-tariff barriers, πχ ποσοστώσεις στις επιτρεπόμενες εισαγωγές, για προστασία της εγχώριας παραγωγής εξαφανίζονταν και η Κύπρος μετατράπηκε γρήγορα σε εξόχως εισαγωγική χώρα.
Αυτό σε απλά λόγια σημαίνει ότι πλέον οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται στην Κύπρο, αποφασίζονται στο εξωτερικό και στο εξωτερικό καταλήγουν και τα πρόσθετα έσοδα που προκύπτουν από τις αυξήσεις στις τιμές: στους παραγωγούς των ορυκτών καυσίμων, στους προμηθευτές πρώτων υλών ή τελικών προϊόντων, στους μεταφορείς και στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Έτσι, σε αντίθεση με τα χρόνια πριν την παγκοσμιοποίηση, τώρα πια ο πληθωρισμός δεν παράγεται από τις κυπριακές επιχειρήσεις, οι αυξήσεις στις τιμές επιβαρύνουν πρώτα τις κυπριακές επιχειρήσεις που συνήθως απορροφούν ένα σημαντικό μέρος τους χωρίς να το μετακυλούν στον καταναλωτή. Έτσι, η αυτόματη αύξηση των μισθών λόγω του πληθωρισμού, οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας και διάβρωση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων που την καταβάλλουν, αφού η Κύπρος έχασε πλέον τον έλεγχο της τιμολογιακής πολιτικής.
Η χώρα εντάχθηκε στην ΕΕ και στη ζώνη του Ευρώ με αμέτρητα θετικά αποτελέσματα αλλά και με ένα «αρνητικό»: έχασε και τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και άρα δεν μπορεί με υποτίμηση του νομίσματος να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα των κυπριακών αγαθών και υπηρεσιών που μειώνεται από την αύξηση του εργατικού κόστους και του κόστους παραγωγής. Έχασε δηλαδή και τα δυο εργαλεία με τα οποία ένα κράτος μπορεί κυρίαρχα να αποφασίζει και να υλοποιεί μέτρα που προστατεύουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του.
Η κρίση της περιόδου 2011 – 2014
Ήρθε η διπλή κρίση (δημοσιονομική και τραπεζική) του 2011 – 2014 και η ΑΤΑ έπαυσε να εφαρμόζεται. Η τελευταία φορά που καταβλήθηκε ήταν ο Ιανουάριος του 2013. Μπήκαμε στο Μνημόνιο, οι εταίροι-δανειστές ζητούσαν την πλήρη κατάργηση της ΑΤΑ, η Κυβέρνηση του αείμνηστου Δημήτρη Χριστόφια έδωσε μάχη για να την διασώσει και είχαμε το εξής αποτέλεσμα:
Η ΑΤΑ παρέμεινε παγωμένη μέχρι και το 2017, ότε και συνομολογήθηκε Μεταβατική Συμφωνία τριών ετών (2018 – 2020) σύμφωνα με την οποία η ΑΤΑ επαναλειτούργησε από το 2018 μέχρι και το 2022 με τα ακόλουθα διαφοροποιημένα στοιχεία:
- Η ΑΤΑ καλύπτει μόνο το 50% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, αντί το 100%,
- καταβάλλεται μια φορά το χρόνο αντί δύο,
- δεν καταβάλλεται αν δεν υπάρχει ανάπτυξη της οικονομίας στο προηγούμενο έτος και
- αν υπάρχει αρνητικός πληθωρισμός οι μισθοί δεν μειώνονται, δηλαδή η ΑΤΑ από αυτόματη αναπροσαρμογή έγινε αυτόματη αύξηση των μισθών.
Λίγο πριν το τέλος του 2022 και αφού εξασφάλισαν την εφαρμογή από 1/1/2023 εθνικού κατώτατου μισθού με Διάταγμα, οι συντεχνίες επανήλθαν δριμύτερες απαιτώντας επαναφορά της ΑΤΑ στο 100%. Με πρόδηλο στόχο να αξιοποιήσουν την προεκλογική περίοδο ενόψει των Προεδρικών Εκλογών του Φεβρουαρίου, προέβησαν σε «παναπεργία» στις 26/1/2023.
Η μεταβατική διευθέτηση με ορίζοντα τον Ιούνιο 2025
Με την ανάληψη των καθηκόντων της Κυβέρνησης του Προέδρου Χριστοδουλίδη συνομολογήθηκε στις 12/5/2023 Συμφωνία με την οποία η ΑΤΑ αυξήθηκε από το 50% στο 66,7% με παράλληλη δέσμευση των μερών ότι «ο κοινωνικός διάλογος για την κατάληξη σε ολοκληρωμένη και μόνιμη συμφωνία θα ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2025».
Οι Συμφωνίες του Μαΐου 2023 και του Ιουλίου 2017 με όλους τους διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες ερμηνείας, οδηγούν αβίαστα στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Το 2017 και το 2023 συμφωνήθηκε κάτι προσωρινό, μεταβατικό.
- Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αναζητήσουν μια διευθέτηση μόνιμη και ολοκληρωμένη.
- Η μόνιμη και ολοκληρωμένη Συμφωνία πρέπει να οδηγεί σε «νέα ρύθμιση απόδοσης της ΑΤΑ στη βάση της φιλοσοφίας της.»
- Και στις δυο Συμφωνίες αναφέρεται ρητά ότι μέχρι την κατάληξη σε μόνιμη/ολοκληρωμένη Συμφωνία, θα ισχύει η υφιστάμενη Συμφωνία.
Η κατάργηση της ΑΤΑ από τις δύο αυτές Συμφωνίες αποκλείεται, όπως αποκλείεται και η πλήρης επαναφορά της στη μορφή πριν το 2013. Αν υπήρχε πρόθεση ή βούληση το ένα εκ των δύο να ήταν μέρος των Συμφωνιών, λόγω της ιδιάζουσας βαρύτητας που ενέχουν, τούτο θα αναφέρετο ρητά, τουλάχιστον ως μη αποκλειόμενο ενδεχόμενο. Είναι άλλο, εντελώς άσχετο θέμα, αν και οι δύο πλευρές έχουν ως μακροχρόνιο στόχο η μία την κατάργηση και η άλλη την επαναφορά. Το ερώτημα είναι τι συμφωνήθηκε το 2017 και το 2023.
Το μοναδικό ζήτημα που είναι αμφισβητήσιμο αλλά και το μοναδικό επίδικο ερώτημα, είναι «ποια θα μπορούσε να είναι η νέα ρύθμιση για απόδοση της ΑΤΑ στη βάση της φιλοσοφίας της που θα οδηγούσε σε μόνιμη και ολοκληρωμένη Συμφωνία, αφού θαείχε τέτοιο περιεχόμενο που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή τόσο από την Συνδικαλιστική όσο καιαπό την εργοδοτική πλευρά».
Και εδώ έγκειται όλη η ουσία του ζητήματος.
*Γενικός Διευθυντής Ομοσπονδίας Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ)