Η Ευρώπη, αντί να προγραμματιστεί και να οργανωθεί εκ των προτέρων, τρέχει εκ των υστέρων. Χωρίς ευρω-σύνταγμα, χωρίς ισχυρό ευρωπαϊκό στρατό και χωρίς ενιαία αμυντική πολιτική που θα προασπίζεται την ειρήνη, 75 χρόνια από την ίδρυσή της, το 1950, βρέθηκε αδύναμη και εγκλωβισμένη στα δικά της ελλείμματα, με αποτέλεσμα, σήμερα που ο νέος πλανητάρχης Ντόναλντ Τραμπ αλλάζει τη συνταγή διαχείρισης των παγκοσμίων θεμάτων, να τρέχει πίσω από εξελίξεις και γεγονότα και να μην μπορεί να αποδείξει ότι ξέρει να τα διαχειριστεί σωστά και αποτελεσματικά.
Σήμερα, παρά την περιορισμένη αμυντική της ικανότητα, προσπαθεί να βοηθήσει την Ουκρανία να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής, λαμβάνοντας μέτρα και κυρώσεις κατά της Μόσχας, αλλά την ίδια ώρα κλείνει τα μάτια και αδυνατεί να προστατεύσει δύο κράτη – μέλη της, την Κύπρο και την Ελλάδα, από τη διαρκή επιθετικότητα της Τουρκίας, η οποία εκδηλώνεται από τον Έβρο, το Αιγαίο και φθάνει μέχρι την Αμμόχωστο, όσον αφορά τον Ελληνισμό.
Ή αδυνατεί ή δεν θέλει. Ή και τα δύο. Ό,τι και να συμβαίνει στην περίπτωση της Κύπρου, η οποία βιώνει εδώ και 51 χρόνια τις συνέπειες και τις επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής και του εποικισμού, η Ευρωπαϊκή Ένωση που θέλει να αποκαλείται Ενωμένη (δήθεν), δείχνει μια απαράδεκτη και ακατανόητη υποκρισία.
Με τη συμπεριφορά της στη διαχείριση του ουκρανικού προβλήματος δείχνει ότι υπάρχουν καλές και κακές εισβολές, αφήνοντας τον Ελληνισμό έρμαιο στα χέρια του τουρκικού Αττίλα. Ερωτοτροπεί διαρκώς με την Τουρκία του Ερτογάν, ο οποίος λειτουργεί αντίθετα με τις ευρωπαϊκές πολιτικές, τόσο στο θέμα της Ουκρανίας, όσο και σε άλλα κορυφαία διμερή και διεθνή ζητήματα.
Τεράστια ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση έχει η Γερμανία αλλά και η Γαλλία, οι οποίες άφησαν την Ευρώπη αθωράκιστη.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούν την Τουρκία στις κατά καιρούς συνάξεις τους, που ανάμεσα σ’ άλλα στοχεύουν στην ενίσχυση της άμυνας και της ασφάλειας της Ένωσης.
Κάτι τέτοιο έκανε η Βρετανία, που στις αρχές Μαρτίου κάλεσε στο Λονδίνο Ευρωπαίους ηγέτες αλλά και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν για να δουν πως ενισχύσουν την Ευρωπαϊκή άμυνα και διαμέσου αυτής πως θα βοηθήσουν την Ουκρανία. Η Τουρκία στην συγκεκριμένη σύνοδο του Λονδίνου, ήταν η μόνη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέστη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, που σήμερα καταπατούνται και ποδοπατούνται από τις ηγέτιδες χώρες της ΕΕ.
Κάτι ανάλογο έγινε και στο τέλος του περασμένου Μάρτη, με πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου, με σύναξη Ευρωπαίων ηγετών στο Παρίσι, στην οποία μετείχε και η Τουρκία, διά του αντιπροέδρου της Τζεβντέν Γιλμάζ.
Ορθά ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης εξέφρασε δημόσια και επί ευρωπαϊκού εδάφους (στις Βρυξέλλες στις 6/3/2025) τη διαφωνία του και ανέδειξε την ευρωπαϊκή υποκρισία (έτσι την ονομάζουμε εμείς). Στην περίπτωση της Κύπρου δοκιμάζεται εδώ και χρόνια η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η Δημοκρατία μας από το 2004 είναι πλήρες μέλος.
Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, ερχόμενοι πρώτοι στην κούρσα της τότε διεύρυνσης ανάμεσα σε δέκα υποψήφια κράτη-μέλη, όχι γιατί χρειαζόμαστε να αποκτήσουμε ταυτότητα, αλλά μπήκαμε για να εξασφαλίσουμε ασφάλεια και προστασία από το τουρκικό θηρίο, που καθημερινά βρυχάται επικίνδυνα.
Κάτι που μέχρι στιγμής δεν είδαμε. Αντίθετα, βλέπουμε ευρωπαϊκές πολιτικές που θωπεύουν την Τουρκία και τούτο γιατί οι ισχυρές χώρες της Ένωσης θέτουν υπεράνω όλων τα οικονομικά και τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα της προστασίας της ζωής, (πρωτίστως), των αδυνάμων κρατών της Ένωσης. Αυτή είναι μια αληθινή αλλά οδυνηρή πραγματικότητα, που σπρώχνει την Ευρώπη μακριά από την ενοποίηση της.
Και κάτι τελευταίο, αλλά πολύ σημαντικό: Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την επιθυμία των ισχυρών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταργήσουν το δικαίωμα που έχουν τα κράτη-μέλη για άσκηση βέτο. Υπό το πρόσχημα της δήθεν καλύτερης λειτουργίας της Ε.Ε., επιδιώκεται η κατάργηση του βέτο. Αυτό είναι λάθος. Τα μικρά κράτη δεν πρέπει να συναινέσουν γιατί το βέτο αποτελεί μοναδικό όπλο για την προστασία τους. Η άσκηση βέτο, όταν απειλείται η ύπαρξη και η επιβίωση σου, δεν είναι απειλή για τους δήθεν μεγάλους της Ευρώπης, αλλά επιλογή. Και αυτή η επιλογή πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
*Οικονομολόγος – Δημοσιογράφος