7 Νοεμβρίου, 2025
11:55 μμ

Του Max Hastings

Καθώς οι Βρετανοί ετοιμάζονται για την περίοδο των Χριστουγέννων, πολλοί από εμάς προσδοκούμε λιγότερο το γιορτινό έδεσμα της γαλοπούλας και περισσότερο τον σχεδόν βέβαιο πόνο του να βρεθούμε στη θέση της, μαδημένοι. Στις 26 Νοεμβρίου, η υπουργός Οικονομικών του Εργατικού Κόμματος, Ρέιτσελ Ριβς, θα παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό που, όπως η ίδια παραδέχεται, θα επιτεθεί στα πορτοφόλια μας. Υπάρχουν εικασίες για πιθανές αυξήσεις του φόρου εισοδήματος, μεγάλες επιπτώσεις στους πιο εύπορους, νέους φόρους ακίνητης περιουσίας και ακόμη και πιθανή επιβολή φόρου επί των κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων. 

Αυτό καθίσταται αναγκαίο λόγω της μαύρης τρύπας στα δημοσιονομικά της Βρετανίας, η οποία είναι τόσο βαθιά που ο Economist πρόσφατα ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε τροχιά πτώχευσης. Οι τόκοι του χρέους καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων από ό,τι η άμυνα, οι υποδομές ή η εκπαίδευση. Περισσότεροι από τους μισούς Βρετανούς λαμβάνουν περισσότερα χρήματα από το κράτος από ό,τι πληρώνουν σε φόρους. 

Η Βρετανία δεν είναι η μόνη που βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη θέση. Τον Αύγουστο, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς είχε το σθένος να αναγνωρίσει ότι το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας του έχει καταστεί μη βιώσιμο: “Απλά δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε οικονομικά το σύστημα που έχουμε σήμερα”, δήλωσε. “Αυτό θα σημαίνει οδυνηρές αποφάσεις. Αυτό θα σημαίνει περικοπές”.

Η Γαλλία είναι η χώρα με τις υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες στην Ευρώπη, αλλά οι πολίτες της διαδηλώνουν, και μάλιστα εξεγείρονται, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις προσπάθειες του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα παράλογα χαμηλά 62 έτη στα 64. Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί, αντιμετωπίζοντας σθεναρή αντίσταση τόσο από τη ριζοσπαστική αριστερά όσο και από την ακροδεξιά, προτείνει τώρα να ανασταλεί η εφαρμογή αυτού του μέτριου μέτρου μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, που θα διεξαχθούν το 2027. 

Πριν από ένα χρόνο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε προειδοποιήσει ότι τα κοινωνικά προγράμματα όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών διατρέχουν κίνδυνο. Από τότε, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αδύναμοι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να πείσουν τους ψηφοφόρους για την αναγκαιότητα να συμβιβαστούν με λιγότερα. 

Σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος υπάρχει ένα αίσθημα δυσαρέσκειας, η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι τιμωρούνται για εγκλήματα που δεν έχουν διαπράξει. Τα ακροδεξιά κόμματα εκμεταλλεύονται αυτό το κλίμα, κατηγορώντας τους μετανάστες ότι αποσπούν πόρους που, όπως υποστηρίζουν, δικαιωματικά ανήκουν στους ντόπιους πολίτες. 

Παρόμοια ζητήματα συναντάμε και στις ΗΠΑ, αλλά τα δημόσια οικονομικά της Αμερικής προστατεύονται από τον ρόλο της ως προμηθευτή του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και από την τεράστια οικονομία της, η οποία παραμένει ανθεκτική ακόμη και υπό τις πιέσεις που ασκεί η τρέχουσα κυβέρνηση. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ δημιουργούν νέο πλούτο σε κλίμακα που ξεπερνά κάθε φαντασία. 

Παράλληλα, στην Ήπειρό μας, την Ευρώπη, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα αναδυθούν οι ανταγωνιστές των “Magnificent Seven” της Αμερικής, παρόλο που το άθροισμα των οικονομιών μας είναι συγκρίσιμο. 

Στο μεταξύ, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία επί δεκαετίες αποτέλεσε οδηγό της ευημερίας της χώρας, προσπαθεί να ανταπεξέλθει στο υψηλό κόστος εργασίας και στην ακριβή ενέργεια, η τελευταία ως συνέπεια των καταστροφικών αποφάσεων της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια και να ποντάρει τα πάντα στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πληρώνουν κατά μέσο όρο διπλάσιες τιμές για την ενέργεια σε σχέση με τις αμερικανικές. Οι περισσότερες βρετανικές εταιρείες πληρώνουν τετραπλάσιες τιμές σε σχέση με τις αμερικανικές, λόγω των υπερβολικών πράσινων πολιτικών.

Η Ιταλία είναι η μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που φαίνεται να αντιστέκεται στην τάση προς την κυβερνητική παράλυση. Η πρωθυπουργός Τζιόρτζια Μελόνι, που κάποτε θεωρούνταν υποδαυλίστρια της ακροδεξιάς, μόλις ολοκλήρωσε το τρίτο έτος της θητείας της, έχοντας επιτύχει ένα αξιοσημείωτο βαθμό σταθερότητας. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας έχει μειωθεί, η ανεργία έχει υποχωρήσει και τα φορολογικά έσοδα έχουν αυξηθεί. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει μειωθεί κατά το ήμισυ. 

Θα ήταν λάθος να μεγαλοποιήσουμε την επιτυχία της Ιταλίας, ωστόσο, δεν θεωρείται πλέον καμένο χαρτί. Το ποσοστό αποδοχής της Μελόνι, που ανέρχεται στο 45%, είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των ομολόγων της στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία.  Ένας αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας Il Tempo δηλώνει με υπερηφάνεια ότι “υπάρχει, στην ουσία, μια νέα αντίληψη για τη χώρα μας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό”.

Όσον αφορά στη Βρετανία, πολλοί άνθρωποι είναι βαθιά απογοητευμένοι από την προοπτική της αύξησης των φόρων, όχι μόνο επειδή θα πλήξουν τα πορτοφόλια μας και — χειρότερα — τις προοπτικές των παιδιών και των εγγονιών μας, αλλά και επειδή μεγάλο μέρος των χρημάτων που θα συγκεντρωθούν θα εξατμιστεί είτε από τους τόκους του χρέους είτε από τις απερίσκεπτες κοινωνικές παροχές. 

Ένα συγκλονιστικό ποσοστό του πληθυσμού— σχεδόν 9,4 εκατομμύρια — είναι οικονομικά ανενεργό, πέρα από το 1,6 εκατ. ανέργους, συνολικά το ένα πέμπτο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Πληρώνονται από το κράτος για να μην εργάζονται. Σαφώς, ορισμένοι είναι άτομα με αναπηρία ή φροντίζουν ανάπηρα ή ηλικιωμένα μέλη της οικογένειάς τους. 
Ωστόσο, πολλοί από τους νεότερους που δεν εργάζονται, απλώς αποχωρούν από αυτό που θα ονομάζαμε ζωή, καριέρα, ως μέλη της κοινωνίας που συνεισφέρουν οικονομικά σε αυτή. Μερικοί υποτίθεται ότι υποφέρουν από άγχος που τους καθιστά ανίκανους για καθημερινή εργασία — περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι είναι άνεργοι σε σύγκριση με το 2019 λόγω αυτών των φερόμενων προβλημάτων υγείας.

Η προφανής αδυναμία οποιασδήποτε βρετανικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αυτούς τους τρελούς αριθμούς, να μειώσει τα κρατικά επιδόματα για την απραξία, να βελτιώσει τη στάσιμη εθνική παραγωγικότητα, ανησυχεί όλους όσους σκέφτονται το οικονομικό μας μέλλον. Οι διαδοχικοί συντηρητικοί πρωθυπουργοί δεν έκαναν τίποτα αποτελεσματικό μεταξύ 2010 και 2024. Οι Εργατικοί βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Οι βουλευτές του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ στο κοινοβούλιο καταψηφίζουν όλες τις περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων ή τις ακυρώνουν απειλώντας ότι θα το κάνουν.

Πολλοί από αυτούς τους νομοθέτες, αριστεροί που δείχνουν να μην γνωρίζουν απλές έννοιες των μαθηματικών, απαιτούν από την κυβέρνηση να συνεχίσει να κουνάει το λεφτόδεντρο για να στηρίξει τους λιγότερο ευκατάστατους, επιβάλλοντας τιμωρητικούς φόρους σε όσους αποκαλούν “πλούσιους”, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της βρετανικής μεσαίας τάξης. Σε βαθμό που εκπλήσσει όσους από εμάς πιστεύαμε ότι το Εργατικό Κόμμα εγκατέλειψε για πάντα το βαρύ σοσιαλιστικό του παρελθόν όταν ο Τόνι Μπλερ έγινε πρωθυπουργός το 1997, ο πόλεμος των τάξεων επέστρεψε.  

Είναι καταστροφικό λάθος να αντιμετωπίζουμε την κρατική πρόνοια και την υγειονομική περίθαλψη ως απόλυτα, απεριόριστα δικαιώματα, τα οποία δεν επιβάλλουν καμία ευθύνη στο άτομο να συνεισφέρει, έστω και μόνο μέσω της καθημερινής εργασίας και της πληρωμής φόρων. Ωστόσο, οι ηγέτες σε όλη την Ευρώπη φαίνεται να είναι ανίκανοι να το εξηγήσουν αυτό με ειλικρίνεια, καθώς η φορολογία έχει φτάσει να αποθαρρύνει την εργασία.

Ο Μερτς είχε δίκιο όταν είπε στους Γερμανούς ότι η οικονομική τους παραγωγή δεν μπορεί πλέον να στηρίξει τις κοινωνικές τους δαπάνες, και το ίδιο ισχύει και για το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης. Η πρόκληση για τους ηγέτες μας είναι να πουν αυτές τις αλήθειες στους ψηφοφόρους που αρνούνται να τις ακούσουν. 

Ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είπε πριν από καιρό ότι όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί στην Ευρώπη γνώριζαν τι πρέπει να γίνει για να αποκατασταθεί η ορθότητα στα δημόσια οικονομικά, αλλά κανένας δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να επανεκλεγεί μετά. Αυτό ισχύει ακόμα. Λίγοι από εμάς στη Βρετανία πιστεύουν ότι ο προϋπολογισμός που θα παρουσιαστεί αυτό τον μήνα θα αναλάβει μια ουσιαστική δέσμευση για τη μείωση του ποσού από τα δημόσια ταμεία που δίνεται σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. 

Αντίθετα, μια αδύναμη υπουργός Οικονομικών σε μια αδύναμη κυβέρνηση θα επιλέξει την εύκολη λύση. Θα πάρει περισσότερα χρήματα από εμάς που εργαζόμαστε, για να ικανοποιήσει όσους δεν εργάζονται. Και η Βρετανία, όπως και μεγάλο μέρος της Ευρώπης, θα συνεχίσει να βαδίζει σε έναν οικονομικό δρόμο που τελικά οδηγεί στην καταστροφή.  

BloombergOpinion

Exit mobile version